Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • υποπυραγός [ὑποπυραγός] υ-πο-πυ-ρα-γός ουσ. (αρσ. + θηλ.): αξιωματικός της Πυροσβεστικής, ανώτερος από τον ανθυποπυραγό και κατώτερος από τον πυραγό κατά έναν βαθμό· αντιστοιχεί στον υπολοχαγό του Στρατού Ξηράς, τον ανθυποπλοίαρχο του Πολεμικού Ναυτικού και του Λιμενικού Σώματος, τον υποσμηναγό της Πολεμικής Αεροπορίας και τον υπαστυνόμο Α' της Ελληνικής Αστυνομίας.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.