Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • υποσιτίζω [ὑποσιτίζω] υ-πο-σι-τί-ζω ρ. (μτβ.) {υποσιτίζ-εται, υποσιτι-στεί, υποσιτιζ-όμενος, υποσιτι-σμένος, κυρ. μεσοπαθ.}: (σπάν.) χορηγώ σε κάποιον τροφή ανεπαρκούς ποσότητας ή χαμηλής ποιότητας. ΑΝΤ. υπερσιτίζω ● Παθ.: υποσιτίζεται: τρέφεται ανεπαρκώς: Ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού της Γης ~. [< γαλλ. sous-alimenter]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.