Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • υποστατός , ή, ό [ὑποστατός] υ-πο-στα-τός επίθ.: που έχει υπόσταση, βάσιμος, πραγματικός: (ΝΟΜ.) ~ός: γάμος. Πβ. έγκυρος, νόμιμος.|| (ως ουσ.) Το ~ό της απόφασης/των εξόδων. ΑΝΤ. ανυπόστατος [< μτγν. ὑποστατός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.