Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • υποχρεούμαι [ὑποχρεοῦμαι] υ-πο-χρε-ού-μαι ρ. (μτβ.) {υποχρεού-σαι, -ται ... | παρατ. υποχρεού-το, -μενος, μόνο σε ενεστ. κ. παρατ.} (επίσ.): έχω την υποχρέωση, οφείλω να κάνω κάτι: ~ται να δώσει εξηγήσεις/σε υποβολή φορολογικής δήλωσης. ΑΝΤ. δικαιούμαι (2) [< γαλλ. être obligé de]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.