υποχόνδριος , α, ο [ὑποχόνδριος] υ-πο-χόν-δρι-ος επίθ. 1. που πάσχει από υποχονδρία· κατ' επέκτ. που δείχνει υπερβολική προσήλωση στις λεπτομέρειες: (ΨΥΧΟΛ.-ΙΑΤΡ.) ~ος: ασθενής. (ως ουσ.) Οι ~οι υποφέρουν από ανύπαρκτα συμπτώματα. ΣΥΝ. υποχονδριακός.|| Είναι ~α με την καθαριότητα. Πβ. λεπτολόγος, σχολαστικός. Βλ. τελειομανής.2. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με το υποχόνδριο ή εντοπίζεται σε αυτό: ~ο: οστό. [< 2: αρχ. ὑποχόνδριος]
τελειομανής
τελειομανής, ής, ές τε-λει-ο-μα-νής επίθ./ουσ. (λόγ.): που επιζητεί την τελειότητα, συνήθ. μέχρι υπερβολής: ~ής: άνθρωπος/επαγγελματίας. ~ής: προσωπικότητα. Πβ. σχολαστικός. Βλ. υποχόνδριος.|| (ως ουσ.) Οι ~είς συνήθως έχουν υψηλές επιδόσεις στη δουλειά τους. Πβ. περφεξιονιστής. Βλ. -μανής. ΣΥΝ. τελειοθήρας [< γαλλ. perfectionniste]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.