Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • υποχόνδριος , α, ο [ὑποχόνδριος] υ-πο-χόν-δρι-ος επίθ. 1. που πάσχει από υποχονδρία· κατ' επέκτ. που δείχνει υπερβολική προσήλωση στις λεπτομέρειες: (ΨΥΧΟΛ.-ΙΑΤΡ.) ~ος: ασθενής. (ως ουσ.) Οι ~οι υποφέρουν από ανύπαρκτα συμπτώματα. ΣΥΝ. υποχονδριακός.|| Είναι ~α με την καθαριότητα. Πβ. λεπτολόγος, σχολαστικός. Βλ. τελειομανής. 2. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με το υποχόνδριο ή εντοπίζεται σε αυτό: ~ο: οστό. [< 2: αρχ. ὑποχόνδριος]

τελειομανής

τελειομανής, ής, ές τε-λει-ο-μα-νής επίθ./ουσ. (λόγ.): που επιζητεί την τελειότητα, συνήθ. μέχρι υπερβολής: ~ής: άνθρωπος/επαγγελματίας. ~ής: προσωπικότητα. Πβ. σχολαστικός. Βλ. υποχόνδριος.|| (ως ουσ.) Οι ~είς συνήθως έχουν υψηλές επιδόσεις στη δουλειά τους. Πβ. περφεξιονιστής. Βλ. -μανής. ΣΥΝ. τελειοθήρας [< γαλλ. perfectionniste]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.