υποψήφιος , α, ο [ὑποψήφιος] υ-πο-ψή-φι-ος επίθ. 1. που διεκδικεί αξίωμα, θέση μέσω ψηφοφορίας, συμμετοχής σε διαγωνισμό ή κρίσης: ~ος: αρχηγός/περιφερειάρχης/πρόεδρος. ~α: κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατεβαίνει ~ βουλευτής. Είναι ~ για Όσκαρ/για τον τίτλο του κορυφαίου αθλητή της χρονιάς.|| ~ος: ανάδοχος (δημοσίου έργου)/οδηγός. ~οι: διδάκτορες/φοιτητές. Η εργασία του είναι ~α για βραβείο.|| (σε σόου ή τηλεπαιχνίδι) Ο παίκτης είναι ~ προς αποχώρηση. Βλ. συν~.2. (κατ' επέκτ.) που πρόκειται ή επιδιώκει να αποκτήσει συγκεκριμένη ιδιότητα: ~ος: γαμπρός. ~α: μητέρα (= έγκυος). ~οι: αιμοδότες. Αναζήτηση ~ων αγοραστών. ● Ουσ.: υποψήφιος, υποψήφια (ο/η): πρόσωπο που θέτει υποψηφιότητα: οι ~οι για τις πανελλαδικές (εξετάσεις). Η λίστα των ~ίων. Είναι ο μοναδικός ~ για τη θέση του ... Βλ. ανθ~. [< 1: μτγν. ὑποψήφιος, γαλλ. candidat 2: αγγλ. aspirant]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.