Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • υποψηφιότητα [ὑποψηφιότητα] υ-πο-ψη-φι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.): η ιδιότητα του υποψηφίου για θέση, αξίωμα κατόπιν εκλογής, ψηφοφορίας, διαγωνισμού: ~ της χώρας (για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση). Δήλωσε/έθεσε/(υπ)έβαλε ~ για τον δήμο .../την προεδρία του κόμματος. Αίτηση/πρόταση/φάκελος ~ας. Εξέταση/κατάθεση της ~ας του ... Κούρσα των ~ήτων. Ανακάλεσε/ανακοίνωσε/απέσυρε την ~ά του. Η ηθοποιός κέρδισε ~ για Όσκαρ. Βλ. -ότητα, συν~. [< γαλλ. candidature]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.