υποψηφιότητα [ὑποψηφιότητα] υ-πο-ψη-φι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.): η ιδιότητα του υποψηφίου για θέση, αξίωμα κατόπιν εκλογής, ψηφοφορίας, διαγωνισμού: ~ της χώρας (για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση). Δήλωσε/έθεσε/(υπ)έβαλε ~ για τον δήμο .../την προεδρία του κόμματος. Αίτηση/πρόταση/φάκελος ~ας. Εξέταση/κατάθεση της ~ας του ... Κούρσα των ~ήτων. Ανακάλεσε/ανακοίνωσε/απέσυρε την ~ά του. Η ηθοποιός κέρδισε ~ για Όσκαρ. Βλ. -ότητα, συν~. [< γαλλ. candidature]
-ότητα
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη).2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.