Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • υπόγα [ὑπόγα] υ-πό-γα ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): υπόγειο: σκοτεινή ~.|| Συχνάζουν σε μια ~ με ζωντανή μουσική. Βλ. κουτούκι.|| Πέρασε όλο το βράδυ στην ~ της Ασφάλειας. Πβ. κρατητήριο, μπουντρούμι, φυλακή.
  • υπογάστριο [ὑπογάστριο] υ-πο-γά-στρι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου}: ΑΝΑΤ. η κοιλιακή περιοχή κάτω από τον ομφαλό: άλγος ~ίου. Επιθέματα στο ~. Βλ. επιγάστριο. ● ΣΥΜΠΛ.: το (μαλακό) υπογάστριο (μτφ.): ευάλωτο τμήμα, ευαίσθητο σημείο: γροθιά στο ~ ~ της κοινωνίας. [< αρχ. ὑπογάστριον, αγγλ. hypogastrium, γαλλ. hypogastre]
  • υπογάστριος , α, ο [ὑπογάστριος] υ-πο-γά-στρι-ος επίθ. & (σπάν.) υπογαστρικός, ή, ό: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. που βρίσκεται στο υπογάστριο ή σχετίζεται με αυτό: ~ος: πόνος. Βλ. (επι)γαστρικός. [< μτγν. ὑπογάστριος, γαλλ. hypogastrique, αγγλ. hypogastric]

επιγάστριο

επιγάστριο[ἐπιγάστριο] ε-πι-γά-στρι-ο ουσ. (ουδ.) {επιγαστρί-ου}: ΑΝΑΤ. το άνω κεντρικό μέρος της κοιλιάς, κάτω από το στέρνο: πόνος στο ~. Βλ. υπογάστριο. [< μτγν. ἐπιγάστριον]

κουτούκι

κουτούκικου-τού-κι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): μικρή ταβέρνα που προσφέρει κυρ. μεζέδες και κρασί: παραδοσιακό/υπόγειο ~. Ρεμπέτικο ~ (= ρεμπετάδικο). ~ με ζωντανή μουσική. Πβ. καπηλειό, κρασάδικο, μεζεδοπωλείο, οινομαγειρείο. ● Υποκ.: κουτουκάκι (το) [< τουρκ. kütük]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.