υπόγα [ὑπόγα] υ-πό-γα ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): υπόγειο: σκοτεινή ~.|| Συχνάζουν σε μια ~ με ζωντανή μουσική. Βλ. κουτούκι.|| Πέρασε όλο το βράδυ στην ~ της Ασφάλειας. Πβ. κρατητήριο, μπουντρούμι, φυλακή.
υπογάστριο [ὑπογάστριο] υ-πο-γά-στρι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου}: ΑΝΑΤ. η κοιλιακή περιοχή κάτω από τον ομφαλό: άλγος ~ίου. Επιθέματα στο ~. Βλ. επιγάστριο. ● ΣΥΜΠΛ.: το (μαλακό) υπογάστριο (μτφ.): ευάλωτο τμήμα, ευαίσθητο σημείο: γροθιά στο ~ ~ της κοινωνίας. [< αρχ. ὑπογάστριον, αγγλ. hypogastrium, γαλλ. hypogastre]
υπογάστριος , α, ο [ὑπογάστριος] υ-πο-γά-στρι-ος επίθ. & (σπάν.) υπογαστρικός, ή, ό: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. που βρίσκεται στο υπογάστριο ή σχετίζεται με αυτό: ~ος: πόνος. Βλ. (επι)γαστρικός. [< μτγν. ὑπογάστριος, γαλλ. hypogastrique, αγγλ. hypogastric]
επιγάστριο
επιγάστριο[ἐπιγάστριο] ε-πι-γά-στρι-ο ουσ. (ουδ.) {επιγαστρί-ου}: ΑΝΑΤ. το άνω κεντρικό μέρος της κοιλιάς, κάτω από το στέρνο: πόνος στο ~. Βλ. υπογάστριο. [< μτγν. ἐπιγάστριον]
κουτούκι
κουτούκικου-τού-κι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): μικρή ταβέρνα που προσφέρει κυρ. μεζέδες και κρασί: παραδοσιακό/υπόγειο ~. Ρεμπέτικο ~ (= ρεμπετάδικο). ~ με ζωντανή μουσική. Πβ. καπηλειό, κρασάδικο, μεζεδοπωλείο, οινομαγειρείο. ● Υποκ.: κουτουκάκι (το) [< τουρκ. kütük]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.