Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • υπόθετο [ὑπόθετο] υ-πό-θε-το ουσ. (ουδ.): ΦΑΡΜΑΚ. διαλυτό στερεό φαρμακευτικό σκεύασμα κωνικού ή κυλινδρικού σχήματος που εισάγεται στον πρωκτό ή στον γυναικείο κόλπο: αντιπυρετικό ~. ~ γλυκερίνης. Βάζω ~. [< μτγν. ὑπόθετον, γαλλ. suppositoire]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.