Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • υπόχρεος , η, ο [ὑπόχρεος] υ-πό-χρε-ος επίθ. 1. ΝΟΜ. που διέπεται από τη νομική κυρ. υποχρέωση να προβεί σε κάποια ενέργεια: ~ος: εργοδότης/φορέας. ~ο: πρόσωπο. Είναι ~ για την καταβολή του φόρου (πβ. υποκείμενος)/την υποβολή (της δήλωσης/του εντύπου). Είμαι ~ σε αποζημίωση. Ιατρός ~ υπηρεσίας υπαίθρου.|| (ως ουσ.) ~ διατροφής/μειωμένης θητείας. Οι ~οι στράτευσης. Βλ. δικαιούχος. 2. (λόγ.) που χρωστά χάρη: Θα σας ήμουν ~, αν μπορούσατε να ... Μένω (ειλικρινά) ~. Πβ. ευγνώμων, υποχρεωμένος. [< μτγν. ὑπόχρεος, γαλλ. obligé]

δικαιούχος

δικαιούχος [δικαιοῦχος] δι-και-ού-χος ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΝΟΜ. κάτοχος δικαιώματος: βασικός/δυνητικός/κύριος/νόμιμος/τελικός ~. ~ αποζημίωσης/ενίσχυσης/επιδόματος/λογαριασμού (πβ. δικαιούμενος). ~-επικαρπωτής.|| (ως επίθ.) ~ος: εταιρεία. Τα ~α πρόσωπα. Βλ. υπόχρεος, -ούχος1.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.