Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • υστερικός , ή/ιά, ό [ὑστερικός] υ-στε-ρι-κός επίθ. 1. ΨΥΧΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την υστερία ή που εκδηλώνει υστερική συμπεριφορά: ~ή: νεύρωση. ~ά: συμπτώματα/φαινόμενα.|| ~ές: προσωπικότητες. 2. (μτφ.) που ενεργεί σπασμωδικά, που είναι υπερβολικός ή ανεξέλεγκτος στη συμπεριφορά του: ~ή: αντίδραση. ~ό: παραλήρημα/παραμιλητό. ~ές: εκδηλώσεις/κραυγές. ~ά: γέλια/ξεσπάσματα. Είναι ~ή/(προφ.) ~ιά με την καθαριότητα. Κάνει/κλαίει/φωνάζει σαν ~.|| (ως ουσ., προφ.) Με πιάνει το ~ό μου. ● επίρρ.: υστερικά [< αρχ. ὑστερικός, γαλλ. hystérique, αγγλ. hysteric(al)]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.