Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • υστεροβουλία [ὑστεροβουλία] υ-στε-ρο-βου-λί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): σκέψη ή ενέργεια που αποβλέπει στην εξυπηρέτηση προσωπικού συμφέροντος: κομματική/πολιτική ~. Χωρίς ίχνος ~ας. Διακρίνω ~ στις κινήσεις του. Τα δημοσιεύματα κρύβουν ~. ΣΥΝ. ιδιοτέλεια ΑΝΤ. ανιδιοτέλεια, ανυστεροβουλία [< μτγν. ὑστεροβουλία ‘καθυστερημένη σκέψη ή απόφαση’, γαλλ. arrière-pensée]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.