Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • υφολογικός , ή, ό [ὑφολογικός] υ-φο-λο-γι-κός επίθ.: που αναφέρεται στην υφολογία ή στο ύφος ως ιδιαίτερο τρόπο έκφρασης: (ΓΛΩΣΣ.) ~ή: ανάλυση/ποικιλία/προσέγγιση. ~ές: επιλογές. ~ά: στοιχεία. Το ποίημα έχει δύο ~ά επίπεδα.|| (γενικότ.) Τα ~ά χαρακτηριστικά της παραδοσιακής μουσικής. ● επίρρ.: υφολογικά [< γαλλ. stylistique, 1905, αγγλ. stylistic]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.