Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • υψούν [ὑψοῦν] υ-ψούν ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: δικαίωμα υψούν: ΝΟΜ. εμπράγματο δικαίωμα επέκτασης ακινήτου καθ' ύψος σε περίπτωση που υπάρχει υπόλοιπο συντελεστή δόμησης. ΣΥΝ. αέρας (5) [< ουδ. μτχ. εν. του ρ. ὑψῶ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.