φάση φά-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως} 1. καθένα από τα διαδοχικά στάδια στην εξελικτική πορεία γεγονότος, διαδικασίας ή φαινομένου: αναπτυξιακή/αρχική/ενδιάμεση/κρίσιμη/μεταβατική/προκαταρκτική/προκριματική/προπαρασκευαστική ~. Σε πρώτη ~. Οι διάφορες φάσεις του διαγωνισμού/της διδασκαλίας/(ΙΑΤΡ.) του καρδιακού κύκλου/του προγράμματος. ~ επεξεργασίας/συλλογής/σχεδιασμού/υλοποίησης. Κατά τη διάρκεια/ο στόχος της ~ης αυτής ... Σε ~ αλλαγής/αναδιοργάνωσης/πανικού. Στην τελική ~ (βρίσκεται) ο διάλογος για ... Ολοκληρώθηκε η τρίτη ~. Η χώρα έχει περάσει σε ανοδική/μια νέα ιστορική ~ (= περίοδο). Χωρισμός ενός έργου σε φάσεις.|| (ΑΘΛ.) Τα ζευγάρια της προημιτελικής ~ης είναι ... Τα αποτελέσματα/η κλήρωση/το πρόγραμμα της δεύτερης ~ης του Κυπέλλου. Την πρόκριση στην επόμενη ~ της διοργάνωσης πήρε ο ... Οι αγώνες στη ~ των οκτώ ξεκίνησαν στις ... Πβ. βήμα.2. ΑΘΛ. στιγμιότυπο αγώνα· (συνήθ. στο ποδόσφαιρο) ευκαιρία για γκολ: αμφισβητούμενη/ενδιαφέρουσα/επικίνδυνη/συναρπαστική/ωραία ~. Επανάληψη της ~ης (: σε ριπλέι). Αποβλήθηκε για εκτός ~ης χτύπημα (: που δεν έγινε από κάτοχο της μπάλας). Ο αμυντικός διάβασε τη ~ (: ενήργησε έγκαιρα προβλέποντας την εξέλιξή της). Ο διαιτητής άφησε τη ~ να εξελιχθεί (: δεν τη διέκοψε με το να υποδείξει παράβαση που έγινε στη διάρκειά της).|| Χαμένη ~. Το τελείωμα των φάσεων (πβ. σκοράρισμα). Σε μια ~ από το πουθενά σκόραραν. Την πρώτη καλή ~ του αγώνα δημιούργησαν/έκαναν οι γηπεδούχοι. Το παιχνίδι ήταν ανιαρό, χωρίς φάσεις.3. (προφ.) αξιοσημείωτο περιστατικό, γεγονός: αξέχαστη ~. Ήμουν μπροστά στη ~, όταν έγινε. Η όλη ~ ξεκίνησε με ... Πβ. σκηνή, σκηνικό.4. ΦΥΣ. συγκεκριμένο στάδιο ή σημείο σε περιοδική κίνηση ή μεταβολή: ~ κύματος/ταλάντωσης. Σε ~ (: για περιοδικά φαινόμενα που εξελίσσονται παράλληλα έτσι ώστε οι φάσεις τους να συμπίπτουν).5. ΗΛΕΚΤΡ. καθένα από τα κυκλώματα πολυφασικού συστήματος: ρεύμα δύο/τριών φάσεων (= διφασικό/τριφασικό).6. ΦΥΣ.-ΧΗΜ. φυσικώς διακριτό και ομογενές τμήμα χημικού συστήματος· ποσότητα ομογενούς ύλης: αέρια/ρευστή/στερεά/σωματιδιακή ~. Αλλαγή φάσεως. Αποθήκευση υδρογόνου σε υγρή ~. Διάγραμμα/ισορροπία φάσεων. Ο νόμος των φάσεων.|| Ελαιώδης/υδάτινη ~.7. ΑΣΤΡΟΝ. καθεμία από τις όψεις που παρουσιάζουν η Σελήνη και ορισμένοι πλανήτες σε έναν παρατηρητή στη Γη, ανάλογα με τη θέση τους σε σχέση με τον Ήλιο ή τη Γη: οι φάσεις της Αφροδίτης. Βλ. σύμφαση. ● ΣΥΜΠΛ.: διαφορά φάσης1. ΦΥΣ. φαινόμενο κατά το οποίο δύο κύματα της ίδιας συχνότητας έχουν διαφορετικό πλάτος κατά την ίδια χρονική στιγμή. 2. (μτφ.) χρονική απόκλιση, καθυστέρηση: Η θεωρία από την πράξη έχει μια ~ ~. ● ΦΡ.: έχει φάση & έχει τη φάση του (αργκό): για κάποιον/κάτι που είναι αστείο, ενδιαφέρον, πρωτότυπο: Δεν έχω παίξει ονλάιν παιχνίδια, αλλά θα ~ ~., κάνω φάση & παίζεται φάση (νεαν. αργκό): φασώνομαι., περνάω μια φάση: βρίσκομαι σε συγκεκριμένη κατάσταση: ~ ~ άγχους/αναζήτησης/προσαρμογής., στην παρούσα φάση: προς το παρόν, για την ώρα: Το πρόγραμμα τίθεται, ~ ~, σε δοκιμαστική χρήση. [< αρχ. φάσις ‘καταγγελία, εμφάνιση πάνω από τον ορίζοντα’, φάσεις (της σελήνης) < φαίνω, γαλλ.-αγγλ. phase]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.