Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • φάση φά-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως} 1. καθένα από τα διαδοχικά στάδια στην εξελικτική πορεία γεγονότος, διαδικασίας ή φαινομένου: αναπτυξιακή/αρχική/ενδιάμεση/κρίσιμη/μεταβατική/προκαταρκτική/προκριματική/προπαρασκευαστική ~. Σε πρώτη ~. Οι διάφορες φάσεις του διαγωνισμού/της διδασκαλίας/(ΙΑΤΡ.) του καρδιακού κύκλου/του προγράμματος. ~ επεξεργασίας/συλλογής/σχεδιασμού/υλοποίησης. Κατά τη διάρκεια/ο στόχος της ~ης αυτής ... Σε ~ αλλαγής/αναδιοργάνωσης/πανικού. Στην τελική ~ (βρίσκεται) ο διάλογος για ... Ολοκληρώθηκε η τρίτη ~. Η χώρα έχει περάσει σε ανοδική/μια νέα ιστορική ~ (= περίοδο). Χωρισμός ενός έργου σε φάσεις.|| (ΑΘΛ.) Τα ζευγάρια της προημιτελικής ~ης είναι ... Τα αποτελέσματα/η κλήρωση/το πρόγραμμα της δεύτερης ~ης του Κυπέλλου. Την πρόκριση στην επόμενη ~ της διοργάνωσης πήρε ο ... Οι αγώνες στη ~ των οκτώ ξεκίνησαν στις ... Πβ. βήμα. 2. ΑΘΛ. στιγμιότυπο αγώνα· (συνήθ. στο ποδόσφαιρο) ευκαιρία για γκολ: αμφισβητούμενη/ενδιαφέρουσα/επικίνδυνη/συναρπαστική/ωραία ~. Επανάληψη της ~ης (: σε ριπλέι). Αποβλήθηκε για εκτός ~ης χτύπημα (: που δεν έγινε από κάτοχο της μπάλας). Ο αμυντικός διάβασε τη ~ (: ενήργησε έγκαιρα προβλέποντας την εξέλιξή της). Ο διαιτητής άφησε τη ~ να εξελιχθεί (: δεν τη διέκοψε με το να υποδείξει παράβαση που έγινε στη διάρκειά της).|| Χαμένη ~. Το τελείωμα των φάσεων (πβ. σκοράρισμα). Σε μια ~ από το πουθενά σκόραραν. Την πρώτη καλή ~ του αγώνα δημιούργησαν/έκαναν οι γηπεδούχοι. Το παιχνίδι ήταν ανιαρό, χωρίς φάσεις. 3. (προφ.) αξιοσημείωτο περιστατικό, γεγονός: αξέχαστη ~. Ήμουν μπροστά στη ~, όταν έγινε. Η όλη ~ ξεκίνησε με ... Πβ. σκηνή, σκηνικό. 4. ΦΥΣ. συγκεκριμένο στάδιο ή σημείο σε περιοδική κίνηση ή μεταβολή: ~ κύματος/ταλάντωσης. Σε ~ (: για περιοδικά φαινόμενα που εξελίσσονται παράλληλα έτσι ώστε οι φάσεις τους να συμπίπτουν). 5. ΗΛΕΚΤΡ. καθένα από τα κυκλώματα πολυφασικού συστήματος: ρεύμα δύο/τριών φάσεων (= διφασικό/τριφασικό). 6. ΦΥΣ.-ΧΗΜ. φυσικώς διακριτό και ομογενές τμήμα χημικού συστήματος· ποσότητα ομογενούς ύλης: αέρια/ρευστή/στερεά/σωματιδιακή ~. Αλλαγή φάσεως. Αποθήκευση υδρογόνου σε υγρή ~. Διάγραμμα/ισορροπία φάσεων. Ο νόμος των φάσεων.|| Ελαιώδης/υδάτινη ~. 7. ΑΣΤΡΟΝ. καθεμία από τις όψεις που παρουσιάζουν η Σελήνη και ορισμένοι πλανήτες σε έναν παρατηρητή στη Γη, ανάλογα με τη θέση τους σε σχέση με τον Ήλιο ή τη Γη: οι φάσεις της Αφροδίτης. Βλ. σύμφαση. ● ΣΥΜΠΛ.: διαφορά φάσης 1. ΦΥΣ. φαινόμενο κατά το οποίο δύο κύματα της ίδιας συχνότητας έχουν διαφορετικό πλάτος κατά την ίδια χρονική στιγμή. 2. (μτφ.) χρονική απόκλιση, καθυστέρηση: Η θεωρία από την πράξη έχει μια ~ ~. ● ΦΡ.: έχει φάση & έχει τη φάση του (αργκό): για κάποιον/κάτι που είναι αστείο, ενδιαφέρον, πρωτότυπο: Δεν έχω παίξει ονλάιν παιχνίδια, αλλά θα ~ ~., κάνω φάση & παίζεται φάση (νεαν. αργκό): φασώνομαι., περνάω μια φάση: βρίσκομαι σε συγκεκριμένη κατάσταση: ~ ~ άγχους/αναζήτησης/προσαρμογής., στην παρούσα φάση: προς το παρόν, για την ώρα: Το πρόγραμμα τίθεται, ~ ~, σε δοκιμαστική χρήση. [< αρχ. φάσις ‘καταγγελία, εμφάνιση πάνω από τον ορίζοντα’, φάσεις (της σελήνης) < φαίνω, γαλλ.-αγγλ. phase]

σύμφαση

σύμφαση σύμ-φα-ση ουσ. (θηλ.): ΑΣΤΡΟΝ. ταυτόχρονη εμφάνιση κομητών. [< αρχ. σύμφασις]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.