Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • φίλιος , α, ο φί-λι-ος επίθ. (σπάν.-λόγ.): που έχει φιλική διάθεση ή συμπεριφορά, ακίνδυνος: ~ο: έδαφος. ~ες: δυνάμεις. Πβ. συμμαχικός. ● ΣΥΜΠΛ.: φίλια πυρά 1. (μτφ.) λεκτική επίθεση, σκληρή κριτική από φιλικό πρόσωπο ή από άτομο του ίδιου χώρου: Βουλευτές της κυβέρνησης εκτόξευσαν ~ ~ κατά του Υπουργού. 2. βολές, πυροβολισμοί από συμμαχικές δυνάμεις: στρατιώτες νεκροί από ~ ~. [< αρχ. φίλιος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.