Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • φαρμακεία φαρ-μα-κεί-α ουσ. (θηλ.) (παρωχ.-λόγ.): δηλητηρίαση (ως εγκληματική πράξη), φαρμάκωμα. Βλ. μαγγανεία. [< αρχ. φαρμακεία]

μαγγανεία

μαγγανεία μαγ-γα-νεί-α ουσ. (θηλ.) : χρήση διαφόρων μαγικών μέσων, όπως βότανα, φίλτρα, ξόρκια, συνήθ. με σκοπό τη βλαπτική επίδραση σε κάποιον άνθρωπο· συνεκδ. τα ίδια τα μέσα: φυλαχτό για προστασία από τη ~. Προλήψεις, δεισιδαιμονίες και ~ες. Πβ. γητειά, μάγια. Βλ. αποκρυφισμός. [< αρχ. μαγγανεία ‘γητειά, γοητεία’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.