Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • φαρσί φαρ-σί επίρρ. (προφ.): άπταιστα, απέξω κι ανακατωτά: Τα μιλά ~ τα Αγγλικά. Είπε/έμαθε το μάθημα ~. [< τουρκ. farsi ‘περσικά’]
  • φαρσικός , ή, ό φαρ-σι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τη φάρσα: ~ό: χιούμορ. ~ές: καταστάσεις. ~ά: επεισόδια.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.