Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • φεγγάρι φεγ-γά-ρι ουσ. (ουδ.) {φεγγαρ-ιού} 1. σελήνη: λαμπρό/μισό (= μισοφέγγαρο)/στρογγυλό ~. Γεμάτο/(λογοτ.) ολόγιομο ~ (= πανσέληνος). Το αυγουστιάτικο ~. Στη γέμιση/φέξη/χάση του ~ιού. Διαστημική αποστολή στο ~. Ο πρώτος άνθρωπος που πάτησε στο ~.|| (λογοτ.) Ασημένιο/χλομό ~. Η θάλασσα λουσμένη στο φως του ~ιού. 2. (συνεκδ.) φεγγαρόφωτο: νύχτα με (= φεγγαρόλουστη)/χωρίς ~. Έχει ~ απόψε. 3. (κατ' επέκτ.) δορυφόρος πλανήτη: τα ~ια του Δία/Κρόνου. ● Υποκ.: φεγγαράκι (το) ● ΦΡ.: ανάλογα με τα φεγγάρια του (προφ.): ανάλογα με την ψυχολογική του διάθεση., Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μην κοιτάζεις/και μη ρωτάς φεγγάρι (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι ο Ιανουάριος είναι ο καταλληλότερος μήνας για κλάδεμα., είναι με τα φεγγάρια του (προφ.): για άτομο κυκλοθυμικό, με έντονες αλλαγές στη συμπεριφορά., ένα φεγγάρι (προφ.): κάποτε: Είχα βρεθεί κι εγώ (για) ~ ~ στη θέση σου. [< μεσν. φεγγάρι < αρχ. φέγγος]
  • φεγγαρίσιος , ια, ιο φεγ-γα-ρί-σιος επίθ. & φεγγαρένιος (λογοτ.): που αναφέρεται στο φεγγάρι: ~ιο: φως (= φεγγαρόφωτο). Πβ. σεληνιακός. Βλ. -ίσιος.

-ίσιος

-ίσιος, ια, ιο (λαϊκό): επίθημα που δηλώνει προέλευση ή γενικότ. σχέση με ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αλογ~/γουρουν~/κατσικ~/σκυλ~/τραγ~. Bαρελ~/σπιτ~. Βουν~/καμπ~/πελαγ~/ποταμ~. Παλικαρ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.