Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • φθαλικός , ή, ό φθα-λι-κός επίθ.: ΧΗΜ. που προέρχεται από το φθαλικό οξύ: ~ός: ανυδρίτης. ~οί εστέρες/~ές ενώσεις (: χρησιμοποιούνται ως πλαστικοποιητές, κυρ. για τη μετατροπή του PVC σε ευλύγιστο πλαστικό). Βλ. τερε~. ● ΣΥΜΠΛ.: φθαλικό οξύ: λευκή κρυσταλλική ουσία (σύμβ. C8H6O4), παράγωγο του ναφθαλινίου. [< γαλλ. phtalique]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.