Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • φθορισμός φθο-ρι-σμός ουσ. (αρσ.): ΦΥΣ. εκπομπή φωτός (φωταύγεια) από ένα σώμα, όταν προσπέσει σε αυτό ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, η οποία σταματά με τη διακοπή της ακτινοβολίας. Βλ. -ισμός, φωσφορισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: λάμπα/λαμπτήρας φθορισμού/φθορίου: ΗΛΕΚΤΡ. λαμπτήρας υψηλής απόδοσης, αποτελούμενος από γυάλινο σωλήνα ο οποίος φέρει εσωτερική επικάλυψη από φθορίζουσες ουσίες και περιέχει ευγενή αέρια και μικρή ποσότητα ατμών υδραργύρου· κάθε ηλεκτρική εκκένωση προκαλεί εκπομπή υπεριώδους ακτινοβολίας από τα άτομα υδραργύρου, την οποία οι φθορίζουσες ουσίες μετατρέπουν σε ορατό φως. [< γαλλ. lampe fluorescente] [< γαλλ. fluorescence]

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.