φθόγγος φθόγ-γος ουσ. (αρσ.) 1. ΓΛΩΣΣ. κάθε ήχος που παράγεται από τα φωνητικά όργανα του ανθρώπου κατά την ομιλία: έρρινος/λαρυγγικός/χειλικός ~. Άρθρωση (βλ. έναρθρος)/προφορά/σίγηση ενός ~ου. Στη φωνητική γραφή τα γράμματα συμβολίζουν ~ους. Βλ. δίφθογγος, ημίφωνο, φωνήεν, φώνημα, φωνητική.2. ΜΟΥΣ. μουσικός ήχος: δεσπόζοντες ~οι. Το ύψος, η ένταση και η χροιά ενός ~ου. Οι ~οι μιας κλίμακας. Συνήχηση ~ων. Εκτέλεση των ~ων μιας συγχορδίας. Πβ. νότα1. ● ΣΥΜΠΛ.: άηχα σύμφωνα βλ. άηχος, ηχηρά σύμφωνα βλ. ηχηρός [< αρχ. φθόγγος]
φθογγόσημο φθογ-γό-ση-μο ουσ. (ουδ.): ΜΟΥΣ. γραπτό σημείο με το οποίο παριστάνεται μουσικός ήχος. Πβ. νότα1. Βλ. -σημο. [< ιταλ. nota, γαλλ. note]
άηχος
άηχος, η, ο [ἄηχος] ά-η-χος επίθ.: που δεν έχει ή δεν παράγει ήχο: ~η: φωνή. ~ο: κλάμα (ΣΥΝ. βουβό). ~α: βήματα. Πβ. αθόρυβος, σιωπηλός. ΑΝΤ. ηχηρός (2) ● επίρρ.: άηχα ● ΣΥΜΠΛ.: άηχα σύμφωνα & (σπάν.) άηχοι φθόγγοι: ΓΡΑΜΜ. που αρθρώνονται χωρίς να τίθενται σε παλμική κίνηση οι φωνητικές χορδές: Στα ~ ~ ανήκουν τα κλειστά [p], [t], [k] και τα εξακολουθητικά [f], [θ], [x], [s]. ΑΝΤ. ηχηρά σύμφωνα [< γαλλ. consonnes sourdes] [< μτγν. ἄηχος]
δίφθογγος
δίφθογγοςδί-φθογ-γος ουσ. (θηλ.+ αρσ.) {διφθόγγ-ου | -ων, -ους}: ΓΡΑΜΜ. δύο φωνηεντικοί φθόγγοι που προφέρονται ως μία συλλαβή: κύριες ~οι (φωνήεν [a], [e], [o], [u] + [i] π.χ. βουητό, καημός, κορόιδο).|| (στην Αρχαία Ελληνική:) Κύριες ~οι (: αι, ει, οι, υι, αυ, ευ, ηυ, ου). Βλ. δίψηφο. ● ΣΥΜΠΛ.: καταχρηστική δίφθογγος: σύναψη ημίφωνου [j] και φωνήεντος [a, o, e, u], τα οποία συμπροφέρονται σε μια συλλαβή (π.χ. παιδιά/πρόφ. παιδjά). Βλ. συνίζηση.|| (στην Αρχαία Ελληνική:) ~ές ~οι (: ᾳ, ῃ, ῳ). [< γερμ. unechter Diphthong] [< μτγν. δίφθογγος]
ηχηρός
ηχηρός, ή, ό [ἠχηρός] η-χη-ρός επίθ. ΣΥΝ. βροντερός 1. (μτφ.) που προκαλεί αίσθηση, εντύπωση: ~ός: τίτλος (εντύπου). ~ή: αντίδραση/απάντηση/αποδοκιμασία/απουσία/διαμαρτυρία/μεταγραφή/νίκη/παρουσία. ~ό: μήνυμα/όνομα/όχι/παρόν/ράπισμα/ψέμα. ~ά: λόγια (= βαρύγδουπα, πομπώδη). ΣΥΝ. τρανταχτός (2) 2. που παράγει έντονο, δυνατό ήχο: ~ός: αναστεναγμός/βήχας/κρότος. ~ό: φιλί/(κυριολ. κ. μτφ.) χαστούκι. Πβ. θορυβώδης. ΑΝΤ. αθόρυβος (1), σιγανός (1) ● ΣΥΜΠΛ.: ηχηρά σύμφωνα & (σπάν.) ηχηροί φθόγγοι: ΓΡΑΜΜ. που παράγονται με παλμική κίνηση των φωνητικών χορδών: Στα ~ ~ ανήκουν τα [b], [d], [g], [v], [δ], [γ], [z], [l], [r], [m], [n] και [tz]. ΑΝΤ. άηχα σύμφωνα ● ΦΡ.: και άλλα ηχηρά παρόμοια (ειρων.): οτιδήποτε λέγεται με σκοπό να εντυπωσιάσει: ... να παταχθεί η φοροδιαφυγή, να υπάρξει αξιοκρατία ~ ~. [< γαλλ. sonore]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.