Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • φιλεύω φι-λεύ-ω ρ. (μτβ.) {φίλε-ψα, φιλέ-ψω, (σπάν.) -μένος} (λαϊκό): προσφέρω σε επισκέπτη ποτό ή φαγώσιμο, συνήθ. γλυκό, ως κέρασμα: Μας ~ψε (με) γλυκό του κουταλιού/λικέρ. Τι να σας ~ψω; ΣΥΝ. βγάζω (19), κερνώ (1), τρατάρω [< μεσν. φιλεύω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.