φιλόξενος , η, ο φι-λό-ξε-νος επίθ.: που διακρίνεται για τη φιλοξενία του: ~ος: λαός/οικοδεσπότης. ~η: χώρα. ~ο: προσωπικό. ~οι: κάτοικοι. ~α: χωριά. Ανοιχτόκαρδος και ~. Βλ. περιποιητικός.|| ~η: αγκαλιά/διάθεση/υποδοχή. ~ο: περιβάλλον/σπίτι. ~α: αισθήματα. Πβ. οικείος, φιλικός.|| ~ο: καταφύγιο/λιµάνι/στέκι. ~ες: παραλίες.|| ~ος: ξενώνας. ~ο: κατάλυμα/ξενοδοχείο. ~ες: εγκαταστάσεις.|| (μτφ.) ~ος: χώρος έκφρασης/τέχνης. ~ο: (τηλεοπτικό) κανάλι. ~ες: σελίδες (διαδικτύου). Βρήκε ~ο (= πρόσφορο) έδαφος, για ν' αναπτύξει τις απόψεις του. ΑΝΤ. άξενος, αφιλόξενος ● επίρρ.: φιλόξενα [< αρχ. φιλόξενος]
περιποιητικός
περιποιητικός, ή, ό πε-ρι-ποι-η-τι-κός επίθ.: (για πρόσ.) που περιποιείται: ~ό: προσωπικό (πβ. εξυπηρετικός). Είναι πολύ ~ με τους καλεσμένους του (πβ. φιλόξενος). Βλ. -ποιητικός. [< μτγν. περιποιητικός 'που μπορεί να παρέχει κάτι', γαλλ. empressé]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.