Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • φιλότιμο φι-λό-τι-μο ουσ. (ουδ.): αίσθημα φιλοτιμίας: άνθρωπος με ~ (= φιλότιμος). Δεν έχεις καθόλου ~ (πβ. ευθιξία, μπέσα, τσίπα); Του έθιξε το ~ (πβ. αξιοπρέπεια). Για ένα ~ ζούμε (πβ. τιμή). Έδειξε ~. Έρχεται στο ~ (= φιλοτιμείται). Από τότε που βγήκε η συγγνώμη χάθηκε το ~.|| Εργάζεται με ~ (πβ. ευσυνειδησία, υπευθυνότητα). ● ΦΡ.: φέρνω/ρίχνω κάποιον στο φιλότιμο (προφ.): φιλοτιμώ: Προσπάθησα να τον φέρω ~. Τον έριξε στο ~. [< αρχ. φιλότιμον 'αγάπη για τη δόξα, δοξομανία']
  • φιλότιμος , η, ο φι-λό-τι-μος επίθ.: που έχει φιλότιμο, που χαρακτηρίζεται από φιλοτιμία: ~ος: λαός/υπάλληλος. Αν ήταν ~, θα είχε παραιτηθεί (πβ. αξιοπρεπής, εύθικτος). Εργατικός και ~ (= ευσυνείδητος). ΑΝΤ. α~.|| (κατ' επέκτ.) ~η: διάθεση/εργασία/κίνηση. Παρά τις ~ες προσπάθειές της, ... ● επίρρ.: φιλότιμα & (λόγ.) φιλοτίμως [< αρχ. φιλότιμος ‘φιλόδοξος, γενναιόδωρος’]
  • φιλοτιμούμαι [φιλοτιμοῦμαι] φι-λο-τι-μού-μαι ρ. (αμτβ.) {φιλοτιμ-είται (σπάν.-προφ.) -ιέται, -ήθηκε, -ηθεί} 1. ενεργώ με φιλοτιμία: Κανείς δεν ~ήθηκε να τον βοηθήσει. Πολλοί ~ήθηκαν να δώσουν χρήματα. Πβ. προθυμοποιούμαι, προσφέρομαι. 2. (ειρων.) μπαίνω στον κόπο: Μόλις τώρα ~ήθηκε να μου επιστρέψει τα χρήματα που του δάνεισα.φιλοτιμώ (μτβ.) {φιλοτίμ-ησα, -ήσει} (προφ.): κεντρίζω τη φιλοτιμία κάποιου: Αν τον ~ήσεις, θα δώσει τον καλύτερό του εαυτό. ΣΥΝ. φέρνω/ρίχνω κάποιον στο φιλότιμο [< μτγν. φιλοτιμοῦμαι < αρχ. ~ 'επιζητώ τις τιμές']

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.