φιλότιμο φι-λό-τι-μο ουσ. (ουδ.): αίσθημα φιλοτιμίας: άνθρωπος με ~ (= φιλότιμος). Δεν έχεις καθόλου ~ (πβ. ευθιξία, μπέσα, τσίπα); Του έθιξε το ~ (πβ. αξιοπρέπεια). Για ένα ~ ζούμε (πβ. τιμή). Έδειξε ~. Έρχεται στο ~ (= φιλοτιμείται). Από τότε που βγήκε η συγγνώμη χάθηκε το ~.|| Εργάζεται με ~ (πβ. ευσυνειδησία, υπευθυνότητα). ● ΦΡ.: φέρνω/ρίχνω κάποιον στο φιλότιμο (προφ.): φιλοτιμώ: Προσπάθησα να τον φέρω ~. Τον έριξε στο ~. [< αρχ. φιλότιμον 'αγάπη για τη δόξα, δοξομανία']
φιλότιμος , η, ο φι-λό-τι-μος επίθ.: που έχει φιλότιμο, που χαρακτηρίζεται από φιλοτιμία: ~ος: λαός/υπάλληλος. Αν ήταν ~, θα είχε παραιτηθεί (πβ. αξιοπρεπής, εύθικτος). Εργατικός και ~ (= ευσυνείδητος). ΑΝΤ. α~.|| (κατ' επέκτ.) ~η: διάθεση/εργασία/κίνηση. Παρά τις ~ες προσπάθειές της, ... ● επίρρ.: φιλότιμα & (λόγ.) φιλοτίμως [< αρχ. φιλότιμος ‘φιλόδοξος, γενναιόδωρος’]
φιλοτιμούμαι [φιλοτιμοῦμαι] φι-λο-τι-μού-μαι ρ. (αμτβ.) {φιλοτιμ-είται (σπάν.-προφ.) -ιέται, -ήθηκε, -ηθεί} 1. ενεργώ με φιλοτιμία: Κανείς δεν ~ήθηκε να τον βοηθήσει. Πολλοί ~ήθηκαν να δώσουν χρήματα. Πβ. προθυμοποιούμαι, προσφέρομαι.2. (ειρων.) μπαίνω στον κόπο: Μόλις τώρα ~ήθηκε να μου επιστρέψει τα χρήματα που του δάνεισα. ● φιλοτιμώ (μτβ.) {φιλοτίμ-ησα, -ήσει} (προφ.): κεντρίζω τη φιλοτιμία κάποιου: Αν τον ~ήσεις, θα δώσει τον καλύτερό του εαυτό. ΣΥΝ. φέρνω/ρίχνω κάποιον στο φιλότιμο [< μτγν. φιλοτιμοῦμαι < αρχ. ~ 'επιζητώ τις τιμές']
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.