Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • φιρίκι φι-ρί-κι ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. ποικιλία μήλου, μικρού μεγέθους, κυρ. με πρασινοκίτρινο και λίγο κόκκινο χρώμα: γλυκό (του κουταλιού) ~. ● ΦΡ.: κουκούτσι μυαλό βλ. κουκούτσι [< τουρκ. ferik]
  • φιρικιά φι-ρι-κιά ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. ποικιλία μηλιάς (επιστ. ονομασ. Eleagnus angustifolia), καρπός της οποίας είναι το φιρίκι.

κουκούτσι

κουκούτσι κου-κού-τσι ουσ. (ουδ.) {κουκουτσ-ιού | -ιών}: το σκληρό, συνήθ. μικρό, στρογγυλό ή ελλειψοειδές τμήμα καρπού που βρίσκεται στο κέντρο του και αποτελεί τον σπόρο, πυρήνα του: μεγάλο ~ (βλ. αβοκάντο). Το ~ του βερίκοκου/της ελιάς/του κερασιού/του ροδάκινου. Τα ~ια του καρπουζιού/μήλου/σταφυλιού (= οι σπόροι). Απόσταγμα/εκχύλισμα ~ιών. Δαμάσκηνα/μανταρίνια χωρίς ~ια. Βγάζω/καθαρίζω/φτύνω τα ~ια. Εργαλείο αφαίρεσης ~ιών (βλ. ξεκουκουτσιάζω).|| Κομπολόι (με χάντρες) από αρωματικό ~. ● Υποκ.: κουκουτσάκι (το) ● ΦΡ.: κουκούτσι μυαλό & μυαλό κουκούτσι & (σπάν.) μυαλό φιρίκι: για άτομο ανόητο, άμυαλο: Δεν έχει ~ ~ (πβ. δράμι, ίχνος). Ωραίο παιδί, αλλά από μυαλό, κουκούτσι! Πβ. σαράντα πέντε Γιάννηδες, ενός κοκόρου γνώση. ΑΝΤ. το μυαλό του κόβει σαν ξυράφι & μυαλό ξ(ο)υράφι, γλώσσα παπούτσι, μυαλό κουκούτσι βλ. παπούτσι [< μεσν. κουκούτσι(ν)]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.