φιρίκι φι-ρί-κι ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. ποικιλία μήλου, μικρού μεγέθους, κυρ. με πρασινοκίτρινο και λίγο κόκκινο χρώμα: γλυκό (του κουταλιού) ~. ● ΦΡ.: κουκούτσι μυαλό βλ. κουκούτσι [< τουρκ. ferik]
φιρικιά φι-ρι-κιά ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. ποικιλία μηλιάς (επιστ. ονομασ. Eleagnus angustifolia), καρπός της οποίας είναι το φιρίκι.
κουκούτσι
κουκούτσι κου-κού-τσι ουσ. (ουδ.) {κουκουτσ-ιού | -ιών}: το σκληρό, συνήθ. μικρό, στρογγυλό ή ελλειψοειδές τμήμα καρπού που βρίσκεται στο κέντρο του και αποτελεί τον σπόρο, πυρήνα του: μεγάλο ~ (βλ. αβοκάντο). Το ~ του βερίκοκου/της ελιάς/του κερασιού/του ροδάκινου. Τα ~ια του καρπουζιού/μήλου/σταφυλιού (= οι σπόροι). Απόσταγμα/εκχύλισμα ~ιών. Δαμάσκηνα/μανταρίνια χωρίς ~ια. Βγάζω/καθαρίζω/φτύνω τα ~ια. Εργαλείο αφαίρεσης ~ιών (βλ. ξεκουκουτσιάζω).|| Κομπολόι (με χάντρες) από αρωματικό ~. ● Υποκ.: κουκουτσάκι (το) ● ΦΡ.: κουκούτσι μυαλό & μυαλό κουκούτσι & (σπάν.) μυαλό φιρίκι: για άτομο ανόητο, άμυαλο: Δεν έχει ~ ~ (πβ. δράμι, ίχνος). Ωραίο παιδί, αλλά από μυαλό, κουκούτσι! Πβ. σαράντα πέντε Γιάννηδες, ενός κοκόρου γνώση. ΑΝΤ. το μυαλό του κόβει σαν ξυράφι & μυαλό ξ(ο)υράφι, γλώσσα παπούτσι, μυαλό κουκούτσι βλ. παπούτσι [< μεσν. κουκούτσι(ν)]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.