φλέγμα φλέγ-μα ουσ. (ουδ.) {φλέγμ-ατα} 1. ΙΑΤΡ. & (προφ.) φλέμα: βλεννώδης ουσία που εκκρίνεται από το αναπνευστικό σύστημα σε ποσότητα μεγαλύτερη από τη φυσιολογική: βήχας με ~ατα. Φτύνω ~ατα. Πβ. απόχρεμψη, ροχάλα, πτύελο.Βλ. βλέννα.2. (μτφ.) απάθεια, αδιαφορία ή ψυχραιμία απέναντι σε δύσκολες καταστάσεις: Απάντησε στις κατηγορίες με αγγλικό/βρετανικό ~. Πβ. φλεγματικότητα. Βλ. ψυχρότητα. [< 2: αρχ. φλέγμα ‘φλόγα, φλεγμονή, βλέννα’, μεσν. φλέμα, αγγλ. phlegm, γαλλ. flegme]
φλεγμαίνει φλεγ-μαί-νει ρ. (αμτβ.) {φλεγμαίν-ουν, μτχ. -ων, -ουσα, -ον}: ΙΑΤΡ. (για όργανο ή σημείο του σώματος) υποφέρει από ερεθισμό ή φλεγμονή: Ο τένοντας ~ από υπερχρήση. ~ουσα: κύστη/περιοχή. [< αρχ. φλεγμαίνω]
φλεγματικότητα φλεγ-μα-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του φλεγματικού: βρετανική ~. Πβ. απάθεια, φλέγμα, ψυχραιμία.
φλεγματώδης , ης, ες φλεγ-μα-τώ-δης επίθ. {φλεγματώδ-ους | -εις (ουδ. -η)}: ΙΑΤΡ. που χαρακτηρίζεται από την παρουσία φλέγματος: ~ης: νόσος. Βλ. -ώδης. [< αρχ. φλεγματώδης]
βλέννα
βλέννα βλέν-να ουσ. (θηλ.) & βλέννη: ΒΙΟΛ. (για ανθρώπους και ζώα) γλοιώδες έκκριμα διαφόρων αδένων· κατ' επέκτ. κολλώδης ουσία που εκκρίνεται από φυτά: τραχηλική ~. ~ από τη μύτη (= μύξα).Βλ. φλέγμα. [< αρχ. βλέννα]
ψυχρότητα
ψυχρότητα ψυ-χρό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) έλλειψη οικειότητας, φιλικότητας, ψυχικής θέρμης: συναισθηματική ~. Κλίμα ~ας στις σχέσεις των δύο χωρών (πβ. παγωμάρα, χαμηλό βαρομετρικό). Με υποδέχτηκε με ~ (= ψυχρά). Πβ. αδιαφορία, απάθεια, κρυάδα, τυπικότητα, φλέγμα2. ΑΝΤ. διαχυτικ-, εγκαρδι-ότητα, ζεστασιά.2. (λόγ.) η ιδιότητα του πολύ κρύου: ~ των άκρων (: χεριών και ποδιών).|| (ΜΕΤΕΩΡ.) Δείκτης ~ας (βλ. δείκτης δυσφορίας). Βλ. -ότητα.3. ΨΥΧΟΛ.-ΙΑΤΡ. (σεξουαλική δυσλειτουργία) κατάσταση μη ανταπόκρισης της γυναίκας στη σεξουαλική δραστηριότητα (δυσκολία ερεθισμού, ανοργασμία ή γενικότ. υποτονική ερωτική διάθεση). Βλ. κολεοσπασμός. [< αρχ. ψυχρότης 3: γαλλ. frigidité]
-ώδης
-ώδης, ης, ες (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. χαρακτηρίζεται ή αποτελείται, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που δηλώνει το επίθετο: αιματ~/θορυβ~/θυελλ~/σαρκ~.|| Δενδρ~/ελ~/θαμν~.2. (μειωτ.) έχει την ιδιότητα που εκφράζει το πρώτο μέρος της λέξης: νηπι~/παιδαρι~.3. αναδίδει μυρωδιά: δυσ~/ευ~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.