Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 5 εγγραφές  [0-5]


  • φλέγμα φλέγ-μα ουσ. (ουδ.) {φλέγμ-ατα} 1. ΙΑΤΡ. & (προφ.) φλέμα: βλεννώδης ουσία που εκκρίνεται από το αναπνευστικό σύστημα σε ποσότητα μεγαλύτερη από τη φυσιολογική: βήχας με ~ατα. Φτύνω ~ατα. Πβ. απόχρεμψη, ροχάλα, πτύελο. Βλ. βλέννα. 2. (μτφ.) απάθεια, αδιαφορία ή ψυχραιμία απέναντι σε δύσκολες καταστάσεις: Απάντησε στις κατηγορίες με αγγλικό/βρετανικό ~. Πβ. φλεγματικότητα. Βλ. ψυχρότητα. [< 2: αρχ. φλέγμα ‘φλόγα, φλεγμονή, βλέννα’, μεσν. φλέμα, αγγλ. phlegm, γαλλ. flegme]
  • φλεγμαίνει φλεγ-μαί-νει ρ. (αμτβ.) {φλεγμαίν-ουν, μτχ. -ων, -ουσα, -ον}: ΙΑΤΡ. (για όργανο ή σημείο του σώματος) υποφέρει από ερεθισμό ή φλεγμονή: Ο τένοντας ~ από υπερχρήση. ~ουσα: κύστη/περιοχή. [< αρχ. φλεγμαίνω]
  • φλεγματικός , ή, ό φλεγ-μα-τι-κός επίθ.: ατάραχος, ψύχραιμος, απαθής: ~ός: τύπος. ~οί: Βρετανοί. (ως ουσ., ΨΥΧΟΛ.) Οι ~οί (ενν. χαρακτήρες).|| (κατ' επέκτ.) ~ή: ιδιοσυγκρασία. ~ό: ύφος/χιούμορ. ● επίρρ.: φλεγματικά [< αρχ. φλεγματικός, γαλλ. flegmatique, αγγλ. phlegmatic]
  • φλεγματικότητα φλεγ-μα-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του φλεγματικού: βρετανική ~. Πβ. απάθεια, φλέγμα, ψυχραιμία.
  • φλεγματώδης , ης, ες φλεγ-μα-τώ-δης επίθ. {φλεγματώδ-ους | -εις (ουδ. -η)}: ΙΑΤΡ. που χαρακτηρίζεται από την παρουσία φλέγματος: ~ης: νόσος. Βλ. -ώδης. [< αρχ. φλεγματώδης]

βλέννα

βλέννα βλέν-να ουσ. (θηλ.) & βλέννη: ΒΙΟΛ. (για ανθρώπους και ζώα) γλοιώδες έκκριμα διαφόρων αδένων· κατ' επέκτ. κολλώδης ουσία που εκκρίνεται από φυτά: τραχηλική ~. ~ από τη μύτη (= μύξα). Βλ. φλέγμα. [< αρχ. βλέννα]

ψυχρότητα

ψυχρότητα ψυ-χρό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) έλλειψη οικειότητας, φιλικότητας, ψυχικής θέρμης: συναισθηματική ~. Κλίμα ~ας στις σχέσεις των δύο χωρών (πβ. παγωμάρα, χαμηλό βαρομετρικό). Με υποδέχτηκε με ~ (= ψυχρά). Πβ. αδιαφορία, απάθεια, κρυάδα, τυπικότητα, φλέγμα2. ΑΝΤ. διαχυτικ-, εγκαρδι-ότητα, ζεστασιά. 2. (λόγ.) η ιδιότητα του πολύ κρύου: ~ των άκρων (: χεριών και ποδιών).|| (ΜΕΤΕΩΡ.) Δείκτης ~ας (βλ. δείκτης δυσφορίας). Βλ. -ότητα. 3. ΨΥΧΟΛ.-ΙΑΤΡ. (σεξουαλική δυσλειτουργία) κατάσταση μη ανταπόκρισης της γυναίκας στη σεξουαλική δραστηριότητα (δυσκολία ερεθισμού, ανοργασμία ή γενικότ. υποτονική ερωτική διάθεση). Βλ. κολεοσπασμός. [< αρχ. ψυχρότης 3: γαλλ. frigidité]

-ώδης

-ώδης, ης, ες (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. χαρακτηρίζεται ή αποτελείται, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που δηλώνει το επίθετο: αιματ~/θορυβ~/θυελλ~/σαρκ~.|| Δενδρ~/ελ~/θαμν~. 2. (μειωτ.) έχει την ιδιότητα που εκφράζει το πρώτο μέρος της λέξης: νηπι~/παιδαρι~. 3. αναδίδει μυρωδιά: δυσ~/ευ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.