Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


φλέγμα

φλέγμα φλέγ-μα ουσ. (ουδ.) {φλέγμ-ατα} 1. ΙΑΤΡ. & (προφ.) φλέμα: βλεννώδης ουσία που εκκρίνεται από το αναπνευστικό σύστημα σε ποσότητα μεγαλύτερη από τη φυσιολογική: βήχας με ~ατα. Φτύνω ~ατα. Πβ. απόχρεμψη, ροχάλα, πτύελο. Βλ. βλέννα. 2. (μτφ.) απάθεια, αδιαφορία ή ψυχραιμία απέναντι σε δύσκολες καταστάσεις: Απάντησε στις κατηγορίες με αγγλικό/βρετανικό ~. Πβ. φλεγματικότητα. Βλ. ψυχρότητα. [< 2: αρχ. φλέγμα ‘φλόγα, φλεγμονή, βλέννα’, μεσν. φλέμα, αγγλ. phlegm, γαλλ. flegme]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.