Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • φλοκάτη φλο-κά-τη ουσ. (θηλ.) 1. χοντρό μάλλινο υφαντό χαλί ή κλινοσκέπασμα με φλόκια. Βλ. απλάδι, βελέντζα, καρπέτα, κιλίμι, κουρελού. 2. ΛΑΟΓΡ. & φλοκάτα: σιγκούνι. [1: πβ. αγγλ. flokati (rug), 1967]

απλάδι

απλάδι [ἁπλάδι] α-πλά-δι ουσ. (ουδ.) 1. δίχτυ ψαρέματος, το οποίο διατηρείται στην επιφάνεια της θάλασσας ή σε ορισμένη απόσταση κάτω από αυτή με βαρίδια και φελλούς: παρασυρόμενο/στάσιμο ~. Αλιεία με σταθερό ~. Πβ. γρίπος, τράτα. 2. ΛΑΟΓΡ. μάλλινο στρωσίδι ή κλινοσκέπασμα, υφαντό. Βλ. κουβέρτα, φλοκάτη. [< μεσν. απλάδα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.