Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • φορολογικός , ή, ό φο-ρο-λο-γι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με τη φορολογία: ~ός: ανταγωνισμός/έλεγχος (= φοροέλεγχος)/κώδικας/νόμος/προγραμματισμός/σχεδιασμός. ~ή: αμνηστία/απάτη/εναρμόνιση (των ~ών συστημάτων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης)/ισότητα/κατοικία (: ο τόπος όπου ένα πρόσωπο υποχρεούται να δηλώνει το συνολικό του εισόδημα)/κλίμακα/μεταρρύθμιση/περίοδος/πολιτική/ταμειακή μηχανή. ~ό: απόρρητο/Δίκαιο/δικαστήριο/έτος/καθεστώς/νομοσχέδιο/σαφάρι (= φοροσαφάρι). ~ές: απαλλαγές (= φοροαπαλλαγές)/διαφορές/διευκολύνσεις/εκκρεμότητες/επιβαρύνσεις/παραβάσεις/περικοπές/ρυθμίσεις/υπηρεσίες/υποχρεώσεις. ~ά: βάρη/βιβλία/έντυπα/έσοδα/κίνητρα (για επενδύσεις)/μέτρα. Λογιστικό-~ό γραφείο.|| ~ός: διαιτητής/εκπρόσωπος/σύμβουλος. ~ές: Αρχές. ● Ουσ.: φορολογικά (τα) (προφ.): ενν. θέματα: Έχει αναθέσει τα ~ του σε φοροτεχνικό. ● επίρρ.: φορολογικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: φορολογική βάση: το εισόδημα, η περιουσία και οι δαπάνες του φορολογούμενου, βάσει των οποίων καθορίζεται ο φορολογικός συντελεστής: ενιαία ~ ~. Διεύρυνση της ~ής ~ης., φορολογική δήλωση: έγγραφη ή ηλεκτρονική δήλωση εισοδήματος που υποβάλλει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο στην αρμόδια φορολογική Αρχή κάθε χρόνο· συνεκδ. το αντίστοιχο έντυπο ή η ψηφιακή φόρμα: εκπρόθεσμη ~ ~. Εκκαθάριση ~ής ~ης.|| Προθεσμίες για την κατάθεση/υποβολή ~ών ~ώσεων. Οδηγίες για τη συμπλήρωση των ~ών ~ώσεων (: φορολογικός οδηγός). Βλ. φοροτεχνικός., φορολογικός μηχανισμός/εκτυπωτής: ΤΕΧΝΟΛ. ηλεκτρονική υπολογιστική συσκευή για την έκδοση παραστατικών. Πβ. ταμειακή μηχανή., φορολογικός συντελεστής: το ποσό του φόρου που αναλογεί σε κάθε μονάδα της φορολογικής βάσης, εκφραζόμενο ως ποσοστό επί τοις εκατό: ανώτατος/κεντρικός/μέσος ~ ~. Υψηλοί/χαμηλοί ~οί ~ές. Ενιαίος ~ ~ ...%. Αύξηση των ~ών ~ών., φορολογική ενημερότητα βλ. ενημερότητα, φορολογικό μητρώο βλ. μητρώο, φορολογικό ντάμπινγκ βλ. ντάμπινγκ1, φορολογικός παράδεισος βλ. παράδεισος [< μεσν. φορολογικός, γαλλ. fiscal, αγγλ. tax]

ενημερότητα

ενημερότητα [ἐνημερότητα] ε-νη-με-ρό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η κατάσταση του ενήμερου: ~ γύρω από θέματα εξοικονόμησης ενέργειας. Πβ. ενημέρωση. Βλ. -ότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: ασφαλιστική ενημερότητα: ΟΙΚΟΝ. επίσημη βεβαίωση που χορηγείται από ασφαλιστικό φορέα σε όσους έχουν εξοφλήσει τις ασφαλιστικές τους εισφορές: αποδεικτικό/πιστοποιητικό ~ής ~ας., ενημερότητα πτυχίου: πιστοποιητικό επαγγελματικής ικανότητας που χορηγείται κυρ. σε εργοληπτικές επιχειρήσεις., φορολογική ενημερότητα: ΟΙΚΟΝ. επίσημο έγγραφο που χορηγείται από την εφορία ή τα ΚΕΠ ύστερα από αίτηση και πιστοποιεί ότι ο αιτών δεν έχει φορολογικές εκκρεμότητες: έκδοση ~ής ~ας. [< αγγλ. tax clearance certificate] , γλωσσική επίγνωση βλ. επίγνωση, φωνολογική επίγνωση βλ. φωνολογικός

μητρώο

μητρώο [μητρῷο] μη-τρώ-ο ουσ. (ουδ.): επίσημος κατάλογος, κυρ. προσώπων με κοινή ιδιότητα· κατ' επέκτ. η δημόσια Αρχή, η υπηρεσία που είναι αρμόδια για την κατάρτιση, ενημέρωση ή και τήρησή του: γενικό/δημόσιο/εθνικό/ειδικό/ελληνικό/εμπορικό/ευρωπαϊκό/ηλεκτρονικό ~. ~ αγροτών/ανέργων/ανώνυμων εταιρειών/αξιολογητών/ασθενών/εκπαιδευτών/επιχειρήσεων/εργαζομένων/εργοδοτών/κοινωνικής ασφάλισης/µαθητών/μελών/πάγιων περιουσιακών στοιχείων/προπονητών/συμβούλων/συνταξιούχων/φοιτητών. Αριθμός/αρχεία/εκκαθάριση/συγκρότηση/σύνταξη ~ου. Απογραφή/εγγραφή στο ~ (π.χ. ασφαλισμένων). Διαγραφή από ένα ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ποινικό μητρώο: στο οποίο εγγράφονται όσοι έχουν καταδικαστεί, οι αξιόποινες πράξεις τους και οι αντίστοιχες ποινές· το σχετικό αντίγραφο: βεβαρημένο/λερωμένο ~ ~. Καθαρό/λευκό ~ ~ (: όταν δεν έχει καταδικαστεί κάποιος). Αντίγραφο/απόσπασμα/πιστοποιητικό ~ού ~ου. [< γερμ. Strafregister] , στρατολογικό μητρώο: ΣΤΡΑΤ. στο οποίο εγγράφονται οι στρατεύσιμοι πολίτες από τα στρατολογικά γραφεία., φορολογικό μητρώο: στο οποίο εγγράφονται οι φορολογούμενοι πολίτες από τις κατά τόπους εφορίες: αριθμός ~ού ~ου (ακρ. ΑΦΜ)., μητρώο αρρένων βλ. άρρην ● ΦΡ.: Βιβλίο Μητρώου Μαθητών/Μητρώο Μαθητών: μαθητολόγιο. [< αρχ. Μητρῷον, γαλλ. matricule]

ντάμπινγκ1

ντάμπινγκ1 ντά-μπινγκ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΟΙΚΟΝ. μέθοδος αθέμιτου ανταγωνισμού, η οποία συνίσταται στην πώληση αγαθών σε ξένες αγορές σε τιμές χαμηλότερες από εκείνες που ισχύουν στις χώρες εξαγωγής τους ή στη διεθνή αγορά, με σκοπό τον εκτοπισμό των εγχώριων προϊόντων ή των άλλων ανταγωνιστριών χωρών: περιθώριο ~ (: το ποσό με το οποίο η κανονική αξία υπερβαίνει την τιμή εξαγωγής). Βλ. αντι~. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινωνικό ντάμπινγκ: πρακτική μιας χώρας, συνήθ. αναπτυσσόμενης, να παράγει και να πωλεί προϊόντα σε χαμηλές τιμές, εκμεταλλευόμενη το φθηνό κόστος εργασίας (φθηνά εργατικά χέρια). [< αγγλ. social dumping, γαλλ. dumping social, 1989] , περιβαλλοντικό/οικολογικό ντάμπινγκ: μείωση του κόστους παραγωγής ενός προϊόντος σε βάρος του περιβάλλοντος. [< αγγλ. environmental/eco(logical) dumping] , σύνδρομο ντάμπινγκ: ΙΑΤΡ. επιπλοκή η οποία εκδηλώνεται με ναυτία, εφίδρωση, ταχυπαλμία, αίσθημα λιποθυμίας και διάρροια, ύστερα από την κατανάλωση συμπυκνωμένων γλυκών ή λιπαρών τροφών ή την ταυτόχρονη λήψη τροφής και υγρών και ενδέχεται να παρουσιαστεί έπειτα από μερική γαστρεκτομή. [< αγγλ. dumping syndrome, 1970] , φορολογικό ντάμπινγκ: επιβολή από μια χώρα ευνοϊκής φορολογίας, με σκοπό την προσέλκυση επενδύσεων. Βλ. φορολογικός παράδεισος. [< αγγλ. fiscal dumping] [< αγγλ. dumping, γαλλ. ~, περ. 1900]

παράδεισος

παράδεισος πα-ρά-δει-σος ουσ. (αρσ.) {-ου (συνήθ. λόγ.) -είσου} 1. ΘΡΗΣΚ. (με κεφαλ. Π) ουράνιος τόπος αιώνιας γαλήνης και ευτυχίας, όπου πηγαίνουν οι ψυχές των δικαίων και ενάρετων μετά τον θανατό τους. Βλ. Ηλύσια Πεδία. ΑΝΤ. κόλαση (1) 2. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. Π, στην ΠΔ) ο κήπος (της Εδέμ), όπου ζούσαν οι Πρωτόπλαστοι μέχρι το προπατορικό αμάρτημα. 3. (μτφ.) τόπος απαράμιλλου φυσικού κάλλους· ειδυλλιακό, ονειρεμένο μέρος ή τοπίο: (π.χ. για νησί:) Είναι ένας (μικρός) επίγειος ~. Εξωτικός/καλοκαιρινός/κρυφός/ορεινός/τροπικός/υδάτινος ~. Χαμένοι ~οι. 4. (μτφ.) χώρα, πόλη ή περιοχή ιδανική για κάποια δραστηριότητα: γαστρονομικός/επενδυτικός (πβ. ελντοράντο)/επιχειρηματικός ~. Ο ~ των αγορών/των παιδιών. ● ΣΥΜΠΛ.: φορολογικός παράδεισος & (σπάν.) φορολογικό καταφύγιο: κράτος που, για να προσελκύσει ξένους επενδυτές, έχει θεσπίσει ειδικό φορολογικό καθεστώς, σύμφωνα με το οποίο όποιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο συστήσει εταιρεία με έδρα το έδαφός του, θα καταβάλει φόρο πολύ μικρότερο σε σχέση με αυτόν που θα του επιβαλλόταν στη χώρα διαμονής του. Βλ. εξωχώρια εταιρεία, φορολογικό ντάμπινγκ. [< αγγλ. tax haven, 1960] , οι πύλες του Παραδείσου βλ. πύλη ● ΦΡ.: είμαι/βρίσκομαι στον παράδεισο (μτφ.): είμαι πανευτυχής., από την κόλαση στον παράδεισο βλ. κόλαση, ουρί του παραδείσου βλ. ουρί, πουλί του παραδείσου βλ. στερλίτσια, το κλειδί του Παραδείσου βλ. κλειδί, το ξύλο βγήκε απ' τον Παράδεισο βλ. ξύλο [< 1,2: αρχ. παράδεισος 3,4: γαλλ. paradis, αγγλ. paradise]

φοροτεχνικός

φοροτεχνικός, ή, ό φο-ρο-τε-χνι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με φορολογικά θέματα και τη διευθέτησή τους: ~ός: σύμβουλος/υπάλληλος. ~ή: υποστήριξη. ~ό: γραφείο. ~ές: υπηρεσίες. ● Ουσ.: φοροτεχνικά (τα): ενν. θέματα., φοροτεχνικός (ο/η): επαγγελματίας που αναλαμβάνει φορολογικές υποθέσεις, όπως σύνταξη και υποβολή φορολογικών δηλώσεων, βεβαίωση φόρων, τήρηση και ενημέρωση φορολογικών βιβλίων: λογιστής/οικονομολόγος-~. Ομοσπονδία ~ών. ΣΥΝ. φοροτέχνης

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.