Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • φούρκα [φοῦρκα] φούρ-κα ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.-προφ.) θυμός, οργή: Έχει ~ (με) τον ... Είπε δυο κουβέντες παραπάνω μέσα στη ~ του. Aπό τη ~ της, έβαλε τα κλάματα. Πβ. ζοχάδα, τσατίλα. 2. (λαϊκό) διχαλωτός πάσσαλος· δίκρανο. [< 2: μτγν. φοῦρκα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.