Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • φούρνος [φοῦρνος] φούρ-νος ουσ. (αρσ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. οικιακή ή επαγγελματική συσκευή ή τμήμα της για το ψήσιμο ή το ζέσταμα τροφίμων· (κυρ. παλαιότ.) κτιστή κατασκευή για ψήσιμο ψωμιού και φαγητού: αερόθερμος/αυτοκαθαριζόμενος/εντοιχιζόμενος/ηλεκτρικός/ηλιακός/πυρολυτικός ~. ~ άνω πάγκου/ατμού/γκαζιού/υγραερίου. Ο ~ της κουζίνας. ~οι αρτοποιίας (= αρτοκλίβανοι)/ζαχαροπλαστικής/εστιατορίου. Ανάβω τον ~ο. Προθερμαίνουμε τον ~ο στους 180 βαθμούς. (συνεκδ.) Ψήνουμε σε μέτριο ~ο (= σε μέτρια θερμοκρασία) για μισή ώρα. Βλ. εστία.|| (ΜΑΓΕΙΡ.-ΖΑΧΑΡ.) Μακαρονάδα/πατάτες/φασόλια/χαλβάς ~ου. Κρέας στον ~ο.|| Παραδοσιακός/πέτρινος/χωριάτικος ~ (βλ. ξυλόφουρνος). ~ πίτσας (: ~ τούνελ). Βλ. μπάρμπεκιου.|| (μτφ.-εμφατ.) Το σπίτι είναι ~ (: πολύ ζεστό)! 2. (συνεκδ.) αρτοποιείο: ο ~ της γειτονιάς. ΣΥΝ. φουρνάρικο 3. ΤΕΧΝΟΛ. ειδική εγκατάσταση ή συσκευή στην οποία αναπτύσσονται υψηλές θερμοκρασίες και η οποία χρησιμοποιείται για τεχνικές εργασίες: βιομηχανικοί ~οι. ~οι βαφής (αυτοκινήτων). Πβ. καμίνι, κλίβανος. 4. (ειδικότ.) κρεματόριο. ● Υποκ.: φουρνάκι (το): στη σημ. 1: ~-ρομπότ. ● ΣΥΜΠΛ.: κυκλοθερμικός φούρνος βλ. κυκλοθερμικός, φούρνος μικροκυμάτων βλ. μικροκύματα ● ΦΡ.: φούρνος να μην καπνίσει (προφ.): για δήλωση αδιαφορίας: Ας γίνει το δικό του και ~ ~ (: δεν τον νοιάζει για τα υπόλοιπα)! Πβ. δεν μου καίγεται καρφί, σκασίλα μου., κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε βλ. γκρεμίζω, σαν τον φούρνο του Χότζα βλ. χότζας [< μτγν. φοῦρνος < λατ. furnus]

γκρεμίζω

γκρεμίζω γκρε-μί-ζω ρ. (μτβ.) {γκρέμι-σα, -στηκε, -σμένος, γκρεμίζ-οντας} 1. ρίχνω κάτω, σωριάζω: ~ ένα αυθαίρετο (πβ. κατεδαφίζω)/τα θεμέλια (= ξεθεμελιώνω)/ένα κτίριο/έναν τοίχο. Ο ανεμοστρόβιλος/ο σεισμός ~σε τη σκεπή. Από τις κατολισθήσεις ~στηκαν (= κατέρρευσαν) έξι σπίτια και υπέστησαν ζημιές άλλα δέκα. ΣΥΝ. ισοπεδώνω (1) ΑΝΤ. κτίζω (1), οικοδομώ (1) 2. (μτφ.) ανατρέπω, καταλύω, καταστρέφω: ~ το καθεστώς/έναν μύθο (= απομυθοποιώ). ~ τα είδωλα (πβ. αποκαθηλώνω)/τα ινδάλματα/τα όνειρα κάποιου. Με μία κουβέντα τα ~σε όλα. Όταν το έμαθα, ένιωσα να ~εται ο κόσμος μου. Παραμένει ψύχραιμη, ενώ γύρω της ~εται το σύμπαν (πβ. χαλάει ο κόσμος). To θεωρητικό οικοδόμημα ~στηκε (= κατέρρευσε) σαν χάρτινος πύργος. ~στηκαν τα σύνορα/τα τείχη μεταξύ των λαών. Πβ. αναιρώ, καταργώ. 3. πετώ κάποιον κάτω συνήθ. από ψηλά: Τον ~σε από τον βράχο στη θάλασσα. ~στηκε από το άλογο. Πβ. γκρεμοτσακίζω, κατακρημνίζω.|| (μτφ.) ~στηκε από την κορυφή της βαθμολογίας. Πβ. κατρακυλώ. ● ΦΡ.: γκρεμίσου! (απειλητ.): φύγε να μη σε βλέπω: ~ από 'δω! ΣΥΝ. γκρεμοτσακίσου, ξεκουμπίσου, χάσου., κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε (ειρων.): για κάτι που συμβαίνει απροσδόκητα, αντίθετα με τα αναμενόμενα: Πώς και ξύπνησες τόσο νωρίς; ~ ~!, κόβει/γκρεμίζει τις γέφυρες βλ. γέφυρα [< μεσν. γκρεμνίζω]

εστία

εστία [ἑστία]ε-στί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. θάλαμος, τμήμα συσκευής ή κατασκευής όπου γίνεται καύση ή αναπτύσσεται υψηλή θερμοκρασία, κυρ. για θέρμανση ή μαγείρεμα· τζάκι: αερόθερμη/ανοικτή/κλειστή/μαντεμένια ~. Ενεργειακές ~ες. Είδη/σχεδιασμός ~ών. Βλ. κλίβανος, φούρνος.|| Κουζίνα αερίου με εμαγιέ/κεραμικές ~ες. ~ γκαζιού. Ηλεκτρική ~ (: ακτινοβολίας, αλογόνου). Επαγωγική ~ (: διαθέτει ειδικά πηνία παραγωγής μαγνητικού πεδίου το οποίο μετατρέπεται σε θερμότητα). Φουρνάκι τριών ~ών. Πβ. μάτι. 2. (με κεφαλ. Ε) ονομασία ορισμένων ιδρυμάτων ή δημόσιων κυρ. υπηρεσιών: Ελληνική/Κρητική/Μαθητική/Νεανική ~. 3. (μτφ.) σημείο, τόπος, χώρος όπου εκδηλώνεται κάτι και από τον οποίο μπορεί να επεκταθεί: πολιτιστική/ρυπογόνος/τουριστική ~. ~ αντιπαράθεσης/γρίπης/διαφθοράς/έντασης/μικροβίων/μόλυνσης/πολέμου/(ΓΕΩΛ.) σεισμού (βλ. επίκεντρο)/φωτιάς/φωτός (πβ. πηγή). Πόλεις που υπήρξαν βασικές ~ες ελληνισμού (πβ. κοιτίδα, λίκνο).|| (ΙΑΤΡ.) Μεγάλη/μικρή ~ μιας νόσου. Η πρωτοπαθής ~ του καρκίνου παραμένει αδιάγνωστη (βλ. μετάσταση). 4. ΑΘΛ. (στο ποδόσφαιρο) τέρμα: ανυπεράσπιστη ~. Έστειλε την μπάλα άουτ προ κενής ~ας (ενν. αφύλαχτης από τον τερματοφύλακα). Πβ. γκολπόστ. 5. το σπίτι ή γενικότ. ο τόπος διαμονής κάποιου: πατρική/συζυγική ~. Ζει μακριά από την οικογενειακή ~.|| Μετανάστες/πρόσφυγες που εγκατέλειψαν τις ~ες τους (: ενν. την πατρίδα ή τα σπίτια τους). Πβ. γωνιά, (κατ)οικία, οίκος. 6. ΓΕΩΜ. σταθερό σημείο το οποίο μαζί με δεδομένη ευθεία (διευθετούσα) προσδιορίζει το είδος και το μέγεθος των κωνικών τομών: ~ έλλειψης/παραβολής/υπερβολής. 7. ΟΠΤ. σημείο σύγκλισης δέσμης παράλληλων αρχικά φωτεινών ακτίνων κατόπιν ανάκλασης ή διάθλασης: ~ τηλεσκοπίου/φακού. ● ΣΥΜΠΛ.: Εργατική Εστία (παλαιότ.): νομικό πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης που παρέχει κοινωνικές, ψυχαγωγικές, πολιτιστικές και επιμορφωτικές υπηρεσίες στους δικαιούχους του: Οργανισμός ~ής ~ας (ΟΕΕ). Πρόγραμμα κοινωνικού τουρισμού από την ~ ~., Φοιτητική Εστία & πανεπιστημιακή εστία: κτίριο ή κτιριακό συγκρότημα όπου στεγάζονται φοιτητές: νέα/υπερσύγχρονη ~ ~. ● ΦΡ.: υπέρ βωμών και εστιών βλ. βωμός [< 1: αρχ. ἑστία 2-7: γαλλ. foyer]

κυκλοθερμικός

κυκλοθερμικός, ή, ό κυ-κλο-θερ-μι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: κυκλοθερμικός φούρνος: ΤΕΧΝΟΛ. που διαθέτει σύστημα ομοιόμορφης κυκλοφορίας της θερμότητας. [< αγγλ. cyclothermic oven]

μικροκύματα

μικροκύματα μι-κρο-κύ-μα-τα ουσ. (ουδ.) (τα): ΦΥΣ. ηλεκτρομαγνητικά κύματα πολύ μικρού μήκους, μεταξύ περ. ενός χιλιοστόμετρου και τριάντα εκατοστών: ακτινοβολία/δέσμη/εκπομπή/ραντάρ/συσκευή/συχνότητα ~άτων. Ευρεία χρήση των ~άτων στις τηλεπικοινωνίες, τη ραδιοφωνία, τη λειτουργία των ραντάρ και σε οικιακές συσκευές μαγειρικής. ● ΣΥΜΠΛ.: φούρνος μικροκυμάτων: που χρησιμοποιεί ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία υψηλής συχνότητας για πολύ γρήγορη θέρμανση τροφίμων. [< αγγλ. microwave oven, 1955, four à micro-ondes, 1970] [< αγγλ. microwaves, 1931, γαλλ. micro-ondes, 1984]

μπάρμπεκιου

μπάρμπεκιου μπάρ-μπε-κιου ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ψησταριά που μεταφέρεται ή είναι κτιστή σε εξωτερικό χώρο: ηλεκτρικό ~. Εστία ~. Σετ ~ 4 τεμαχίων. Βλ. γκριλ. 2. (συνεκδ.) συγκεκριμένος τρόπος ψησίματος στη φωτιά, κατά τον οποίο τα κρεατικά κυρ. σκεπάζονται και καπνίζονται για αρκετή ώρα, μέχρι να ψηθούν. 3. συνάθροιση ατόμων σε κοινωνική εκδήλωση που περιλαμβάνει ψήσιμο φαγητού στη φωτιά και κατανάλωσή του: Κάνει ~. Πρόσκληση για ~. ● ΣΥΜΠΛ.: σάλτσα/σος μπάρμπεκιου: ΜΑΓΕΙΡ. καυτερή γλυκόξινη σάλτσα που συνοδεύει κυρ. ψητά. [< αγγλ. barbecue sauce] [< 1, 2: αμερικ. barbecue, γαλλ. ~, 1913]

χότζας

χότζας χό-τζας ουσ. (αρσ.) {-ες κ. -άδες}: ΘΡΗΣΚ. (στη μουσουλμανική θρησκεία) ιεροδιδάσκαλος: ο ~ του τζαμιού. Βλ. ιμάμης, μουεζίνης, μουφτής. ● ΦΡ.: σαν τον γάιδαρο του Χότζα: σε περιπτώσεις που κάποιος προσπαθεί με διάφορους τρόπους να εξοικονομήσει χρήματα, αλλά στο τέλος αποτυγχάνει., σαν τον φούρνο του Χότζα: για πληθώρα αντικρουόμενων απόψεων ή συμβουλών. [< τουρκ. hoca]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.