Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • φραγγέλιο φραγ-γέ-λι-ο ουσ. (ουδ.) (παλαιότ.): μαστίγιο με λωρίδες, στην άκρη των οποίων είναι δεμένα μεταλλικά ή αιχμηρά αντικείμενα. Πβ. κνούτο.|| (μτφ.) Εδώ χρειάζεται ~ (= αυστηρή τιμωρία). Πβ. βούρδουλας, καμουτσίκι. [< μτγν. φραγγέ(λ)λιον, φραγέλιον]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.