Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • φραντζόλα φρα-ντζό-λα ουσ. (θηλ.) & φρατζόλα: μακρόστενο ψωμί· κατ' επέκτ. το αντίστοιχο σχήμα: χωριάτικη ~. Πβ. μπαγκέτα. Βλ. καρβέλι.|| Τυρί ~. ● Υποκ.: φραντζολάκι (το), φραντζολίτσα (η) [< τουρκ. francala]

καρβέλι

καρβέλι καρ-βέ-λι ουσ. (ουδ.): στρογγυλό ψωμί. Βλ. κουλούρα, μπαγκέτα, φραντζόλα. ● Υποκ.: καρβελάκι (το) ● ΦΡ.: θα φάει/έχει να φάει πολλά ψωμιά/καρβέλια ακόμα βλ. ψωμί, ο πεινασμένος/ο νηστικός/όποιος πεινάει καρβέλια ονειρεύεται βλ. ονειρεύομαι, τα έφαγε (τα 'φαγε)/είναι λίγα/είναι μετρημένα/τέλειωσαν τα ψωμιά του βλ. ψωμί [< μεσν. καρβέλι]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.