Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • φρεάτιο φρε-ά-τι-ο ουσ. (ουδ.) {φρεατί-ου} 1. (επίσ.) τεχνητό όρυγμα που εξυπηρετεί την πρόσβαση σε υπόγεια συστήματα αγωγών: βουλωμένα ~α. ~α απορροής/αποχέτευσης (βλ. βόθρος)/ελέγχου (διαρροών)/εξαερισμού/επίσκεψης (δικτύων)/ομβρίων υδάτων/ύδρευσης. Κάλυμμα/καπάκι του ~ου. Καθαρισμός/συντήρηση ~ων. Έφραξαν τα ~α. 2. ΑΡΧΙΤ. κλειστός χώρος, ο οποίος διαπερνά κατακόρυφα όλους τους ορόφους ενός κτιρίου, μέσα στον οποίο κινείται ο ανελκυστήρας. Πβ. φρέαρ. [< 1: μτγν. φρεάτιον 'πηγαδάκι' 2: αγγλ. well]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.