Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • φρου φρου ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & φρουφρού (προφ.) 1. φραμπαλάς: φούστα με ~. 2. (μτφ.) υπερβολική πολυτέλεια, ανούσια επίδειξη πλούτου: Είναι απλός άνθρωπος, δεν τον ενδιαφέρουν τα ~. ● ΦΡ.: φρου φρου κι αρώματα (προφ.-ειρων.): περιττά πράγματα που αποσκοπούν στον εντυπωσιασμό· λούσα: λιτό ντύσιμο χωρίς (πολλά) ~ ~.|| (για πρόσ., συνήθ. γυναίκα, που κάνει ακριβό ντύσιμο:) Είναι όλο ~ ~. [< γαλλ. froufrou (λ. ηχομιμητ.)]
  • φρου φρου βλ. φρου

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.