αγριοφράουλα [ἀγριοφράουλα] α-γρι-ο-φρά-ου-λα ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. ποώδες φυτό (επιστ. ονομασ. Fragaria vesca) που μοιάζει με φράουλα. ΣΥΝ. χαμοκέρασο
ακτινίδιο [ἀκτινίδιο] α-κτι-νί-δι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου}: ΒΟΤ. μικρό ωοειδές φρούτο, πλούσιο σε βιταμίνη C, που έχει καστανό χνουδωτό φλοιό και γλυκόξινη πράσινη σάρκα με μικρούς, μαύρους σπόρους· σπανιότ. ο φυλλοβόλος, αναρριχητικός θάμνος (επιστ. ονομασ. Actinidia chinensis) από τον οποίο παράγεται το ομώνυμο φρούτο: τάρτα με ~ια. Βλ. καρύδα, μάνγκο. ΣΥΝ. κίουι (1) [< νεολατ. actinidium· πβ. ιταλ. actinidia, 1950]
αχιβάδα [ἀχιβάδα] α-χι-βά-δα ουσ. (θηλ.) & αχηβάδα 1. ΖΩΟΛ. δίθυρο μαλάκιο (οικογ. Veneridae, Cardiidae) που ζει στην άμμο ή τη λάσπη και συνεκδ. η μαλακή εδώδιμη σάρκα του: μαγειρευτές/ωμές ~ες. Πβ. κυδώνι. Βλ. οστρακοειδή, φρούτα της θάλασσας. 2. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε έχει το σχήμα αχιβάδας: καραμέλα/πιατέλα ~. Βλ. κοχύλι. 3. ΑΡΧΙΤ. κοίλωμα, κόγχη συνήθ. με διακοσμητικές ή γλυπτές παραστάσεις: ~ οροφής/τοίχου. ~ του ιερού της εκκλησίας. Βλ. σηκός. [< 1,2: μεσν. αχηβάδα 3: γαλλ. conque]
βερίκοκο βε-ρί-κο-κο ουσ. (ουδ.): ο σφαιρικός σαρκώδης καρπός της βερικοκιάς, με χρώμα κίτρινο ή πορτοκαλί, βελούδινο περικάρπιο και ξυλώδη πυρήνα: μαρμελάδα ~. Πβ. καΐσι. ● ΦΡ.: τι εστί βερίκοκο (προφ.): σε περιπτώσεις απειλής ή προειδοποίησης για τις δυσκολίες μιας κατάστασης: Έλα, αν τολμάς, να σου δείξω ~ ~! Να στρωθεί να δουλέψει, να δει ~ ~! Πβ. πόσα απίδια πιάνει ο σάκος. [< μεσν. βερίκοκκον – παλαιότ. ορθογρ. βερύκοκο]
-θεραπεία: β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν θεραπεία με βάση συγκεκριμένη τεχνική ή μέθοδο: αντιβιο~/ορμονο~/φαρμακο~. Αερο~/ακτινο~/βελονο~/ηλεκτρο~/θαλασσο~/θερμο~/κινησιο~/κρυο~/λουτρο~/μεσο~/οζονο~/ραδιο~/υδρο~/φυσικο~/φωτο~/χημειο~. Aρωματο~/βοτανο~/γεμο~/κρυσταλλο~/σοκολατο~/φυτο~/χρωματο~. Δραματο~/εργασιο~/εργο~/μουσικο~/χορο~. Λογο~/ψυχο~. Ιππο~.|| Απο~.
κομπόστα κο-μπό-στα ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. γλύκισμα από βρασμένα φρέσκα ή ξερά κομμάτια φρούτου μέσα σε αραιό σιρόπι: ~ ανανά/αχλάδι/βερίκοκο/δαμάσκηνο/ροδάκινο. ~ες και γλυκά κουταλιού/μαρμελάδες. [< ιταλ. composta]
λίτσι λί-τσι ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΒΟΤ. αειθαλές δέντρο (επιστ. ονομασ. Litchi chinensis) που προέρχεται από τη νότια Κίνα, αλλά καλλιεργείται γενικά σε τροπικά κλίματα, έχει μικρά άνθη και αρωματικούς, σφαιρικούς καρπούς με τραχύ, καφέ-κόκκινο περίβλημα και γλυκιά, λευκή σάρκα· κυρ. συνεκδ. ο καρπός του. [< αγγλ. litchi]
λουλούδι λου-λού-δι ουσ. (ουδ.) 1. & (λαϊκό-λογοτ.) λούλουδο & (σπάν.-λαϊκότ.) λελούδι: άνθος· συνεκδ. ανθισμένο κλαδί ή κάθε ποώδες ή θαμνώδες φυτό που βγάζει άνθη: κίτρινα/κόκκινα/λευκά/ροζ ~ια. Ευωδιαστά ~ια. Τα ~ια της αμυγδαλιάς. Άρωμα ~ιών. Η γύρη των ~ιών. Άνθισαν/άνοιξαν (βλ. μπουμπούκι)/μαράθηκαν/μοσχοβολούν τα ~ια.|| Αληθινά/αποξηραμένα (βλ. ποτ πουρί)/διακοσμητικά/εποχιακά/πλαστικά/πολύχρωμα/τεχνητά/υφασμάτινα/φρέσκα/χάρτινα/ψεύτικα ~ια. Συνθέσεις ~ιών (= ανθοσυνθέσεις· βλ. ανθοδετική, ικεμπάνα, κορσάζ, κουάφ). Βάζο/λιβάδι/παρτέρι/στεφάνι (βλ. μαγιάτικος) με ~ια. Μπαλκόνι με ~ια (= αλτάνα). Αποστολή ~ιών (βλ. ανθοδέσμη). Μια αγκαλιά ~ια. Κόβω/μαζεύω ~ια. Της πρόσφερε (ένα μπουκέτο) ~ια.|| Μάιος, ο μήνας των ~ιών. Τριαντάφυλλο, ο βασιλιάς των ~ιών. Γιορτή των ~ιών (βλ. Πρωτομαγιά). Έκθεση ~ιών. Οι μέλισσες πετούν από ~ σε ~. Ποτίζω/φροντίζω τα ~ια του κήπου (βλ. ανθοκαλλιέργεια, βραγιά, πρασιά). Πβ. φιόρο. Βλ. αγριο-, νεκρο-, νυχτο-λούλουδο. 2. (μτφ.-οικ.) για αγαπημένο, όμορφο ή αγνό πρόσωπο, συνήθ. παιδί: ~ μου! Πβ. αστέρι, καμάρι, ομορφιά. 3. (μτφ.-ειρων.) αλήτης, κάθαρμα, πονηρός. ΣΥΝ. μπουμπούκι (4) ● Υποκ.: λουλουδάκι (το): στις σημ. 1, 2. ● ΣΥΜΠΛ.: παιδιά των λουλουδιών (παλαιότ.): χίπηδες. [< αγγλ. flower children, 1967] , λουλούδι του πάθους βλ. πάθος ● ΦΡ.: αγάπες και λουλούδια βλ. αγάπη [< μεσν. λουλούδι(ν)]
μονοφαγία μο-νο-φα-γί-α ουσ. (θηλ.): το να τρώει κάποιος για ορισμένο χρονικό διάστημα ένα μόνο είδος φαγητού ή να περιορίζει την επιλογή σε συγκεκριμένα είδη: δίαιτα ~ας. Βλ. -φαγία, φρουτοφαγία. [< μτγν. μονοφαγία 'το να τρώει κάποιος μόνος του']
μύγα μύ-γα ουσ. (θηλ.) {μυγών}: ΖΩΟΛ. κοινό όνομα διαφόρων ειδών εντόμων της τάξης των διπτέρων, με χαρακτηριστικότερο είδος τη μυία την οικιακή (επιστ. ονομασ. Musca domestica), που έχει έξι πόδια, δύο φτερά, μαύρο χρώμα, κιτρινωπή κοιλιά, δύο μεγάλα σύνθετα μάτια και κοντή προβοσκίδα: ~ της Μεσογείου & μεσογειακή ~/της ελιάς (= δάκος). Ισπανική ~ (= κανθαρίδα). Βλ. αλογό-, κρεατό-, χρυσό-μυγα, τσε τσε. ● Υποκ.: μυγίτσα (η), μυγούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: κατηγορία μύγας: ΑΘΛ. μεσαία κατηγορία βάρους (περ. 51 κιλά) στην πυγμαχία. [< αγγλ. flyweight, 1911] , μύγα των φρούτων/του ξιδιού: ΖΩΟΛ. δροσόφιλα. [< αγγλ. fruit fly, γαλλ. mouche du vinaigre] ● ΦΡ.: (κολλάω) σαν τη μύγα (μες) στο μέλι: για κάποιον που προσκολλάται, αφοσιώνεται σε κάτι, συνήθ. ευχάριστο: Υπάρχουν άνθρωποι που, όταν δουν δημοσιότητα, πέφτουν ~ ~., βαράω/κυνηγάω/σκοτώνω μύγες (μτφ.-προφ.): (κυρ. για επιχείρηση) δεν έχω δουλειά, πελατεία και γενικότ. χάνω τον χρόνο μου, είμαι αργόσχολος: Το μαγαζί τις καθημερινές ~ει ~. Το προσωπικό δεν έχει τι να κάνει, ~ει ~. Πβ. κάθομαι, τεμπελιάζω., δεν σηκώνει/δεν δέχεται μύγα στο σπαθί του: δεν δέχεται κουβέντα, κριτική. ΣΥΝ. έχει λυμένο/λυτό το ζωνάρι του για καβγά, έχω τη μύγα (του ...) (προφ.): έχω σε έντονο βαθμό ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: ~ ~ της αμφιβολίας/του γραψίματος/της ειρωνείας., θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι (παροιμ.): για αναμενόμενη καταστροφική σύγκρουση., κάνω τη μύγα βόδι: μεγαλοποιώ μια κατάσταση. ΣΥΝ. κάνω την τρίχα τριχιά, σαν τις μύγες: πολλοί μαζί: Οι άνθρωποι στον Τρίτο Κόσμο πεθαίνουν ~ ~ από ασθένειες. Πβ. σωρηδόν., σαν τις μύγες στο σκατό (λαϊκό-μειωτ.): για πλήθος ανθρώπων που έλκονται από κάτι προσοδοφόρο: Έπεσαν πάνω στο πλιάτσικο ~ ~., βγάζει από/απ' τη μύγα ξίγκι βλ. ξίγκι, έκανε (και) η μύγα κώλο και/κι’ έχεσε τον κόσμο όλο βλ. κώλος, όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται βλ. μυγιάζομαι, ούτε κουνούπι/μύγα βλ. κουνούπι, σαν τη μύγα μες στο γάλα βλ. γάλα, τον βλέπει σαν μύγα/κουνούπι βλ. βλέπω, τον τσίμπησε (μύγα) τσε τσε/μύγα/αλογόμυγα βλ. τσετσέ, χάφτω μύγες βλ. χάφτω [< μεσν. μύγα]
νέκταρ νέ-κταρ ουσ. (ουδ.) {νέκταρος} 1. ΒΟΤ. ο σακχαρούχος χυμός των λουλουδιών, ο οποίος βρίσκεται στο βάθος της στεφάνης τους. Βλ. ανθόμελο, μέλι, μελίτωμα. 2. ΜΥΘ. το ποτό των θεών του Ολύμπου. Βλ. αμβροσία. 3. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. μη αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται από φρουτοχυμό με την προσθήκη νερού και ζάχαρης ή μελιού: ~ πορτοκάλι/ροδάκινο. Βλ. φρουτοποτό, φυσικός χυμός. 4. (μτφ.) γλυκό και απολαυστικό ποτό, κυρ. κρασί. 5. (μτφ.) γλυκιά, όμορφη αίσθηση: το ~ της ζωής. Γεύτηκαν το ~ της επιτυχίας. Πβ. γλύκα. [< αρχ. νέκταρ, γαλλ.-αγγλ. nectar]
-φάγος & -φαγος, ος, ο (λόγ.) επίθημα επιθέτων ή ουσιαστικών με αναφορά σε 1. άνθρωπο ή ζώο που τρέφεται με συγκεκριμένη κατηγορία ή ποσότητα τροφής: κρεατο-φάγος/χορτο~.|| Λιγό-φαγος (πβ. λιτο-δίαιτος).|| Μυρμηγκο-φάγος/ξυλο~/πτωματο~/σαρκο~/φυλλο~.|| (περιληπτ.) (Τα) παµ-φάγα/φυτο~. 2. (μτφ.) άτομο με πάθος για ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: βιβλιο-φάγος (βλ. -φιλος). 3. καταπατητή: οικοπεδο~. 4. ασθένεια: τριχο~.
φρουκτόζη φρου-κτό-ζη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. φυσικός µονοσκχαρίτης (σύμβ. C6H12O6) που περιέχεται σε φρούτα, λαχανικά και στο μέλι: διφωσφορική ~. Μαρμελάδα/σιρόπι ~ης. Δυσανεξία στη ~. Βλ. ασπαρτάμη, γλυκόζη, μαννόζη. [< γαλλ.-αγγλ. fructose]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ