Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


φτερνίζομαι

φτερνίζομαι φτερ-νί-ζο-μαι ρ. (αμτβ.) {φτερνί-στηκα, -στεί} & φταρνίζομαι: εκπνέω αέρα από τη μύτη και το στόμα ξαφνικά και ηχηρά, κυρ. ως αντανακλαστική αντίδραση σε ερεθισμό του βλεννογόνου της μύτης: Είναι κρυωμένος και ~εται όλη την ώρα. Η σκόνη με κάνει να ~. Βλ. βήχω. [< αρχ. πτάρνυμαι, μτγν. πτέρνομαι]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.