φτυάρι φτυά-ρι ουσ. (ουδ.) {φτυαρ-ιού} 1. εργαλείο χειρός με μακριά λαβή στην οποία στερεώνεται πλατιά συνήθ. μεταλλική επιφάνεια, που χρησιμοποιείται για μετατόπιση διαφόρων υλικών, κυρ. χώματος: ~ κήπου.|| ~ φούρνου/χιονιού.|| Μηχανικά ~ια (= σκαπτικά μηχανήματα). Βλ. πατόφτυαρο.2. (μτφ.-προφ.) θάψιμο, κουτσομπολιό: Όποτε βγαίνουν για καφέ πέφτει ~.|| (συνεκδ., για πρόσ.) Είναι μεγάλο ~ (= κουτσομπόλης). ● Υποκ.: φτυαράκι (το) [< μεσν. φτυάρι < μτγν. πτυάριον < αρχ. πτύον]
φτυαριά φτυα-ριά ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. η ενέργεια της μεταφοράς υλικού με φτυάρι· συνεκδ. η ποσότητα που χωρά σε αυτό: Ρίξτε μερικές ~ιές, για να τελειώσουμε γρήγορα.|| Μια ~ χώμα.2. χτύπημα με φτυάρι: Έφαγε μια ~ στην πλάτη.
φτυαρίζω φτυα-ρί-ζω ρ. (μτβ.) {φτυάρι-σα} 1. μεταφέρω υλικό με το φτυάρι: ~ την άμμο/το χιόνι/το χώμα. Ο εργάτης ~ει το κάρβουνο.2. (μτφ.-προφ.) κακολογώ κάποιον: Ο ένας ~ει (= θάβει) τον άλλο σ' αυτή την παρέα. Πβ. κουτσομπολεύω.
φτυάρισμα φτυά-ρι-σμα ουσ. (ουδ.): η ενέργεια του φτυαρίζω: ~ του χιονιού.
πατόφτυαρο
πατόφτυαρο πα-τό-φτυα-ρο ουσ. (ουδ.): είδος τετράγωνου συνήθ. φτυαριού με λαβή, που χρησιμοποιείται στην κηπουρική.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.