Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 4 εγγραφές  [0-4]


  • φτυάρι φτυά-ρι ουσ. (ουδ.) {φτυαρ-ιού} 1. εργαλείο χειρός με μακριά λαβή στην οποία στερεώνεται πλατιά συνήθ. μεταλλική επιφάνεια, που χρησιμοποιείται για μετατόπιση διαφόρων υλικών, κυρ. χώματος: ~ κήπου.|| ~ φούρνου/χιονιού.|| Μηχανικά ~ια (= σκαπτικά μηχανήματα). Βλ. πατόφτυαρο. 2. (μτφ.-προφ.) θάψιμο, κουτσομπολιό: Όποτε βγαίνουν για καφέ πέφτει ~.|| (συνεκδ., για πρόσ.) Είναι μεγάλο ~ (= κουτσομπόλης). ● Υποκ.: φτυαράκι (το) [< μεσν. φτυάρι < μτγν. πτυάριον < αρχ. πτύον]
  • φτυαριά φτυα-ριά ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. η ενέργεια της μεταφοράς υλικού με φτυάρι· συνεκδ. η ποσότητα που χωρά σε αυτό: Ρίξτε μερικές ~ιές, για να τελειώσουμε γρήγορα.|| Μια ~ χώμα. 2. χτύπημα με φτυάρι: Έφαγε μια ~ στην πλάτη.
  • φτυαρίζω φτυα-ρί-ζω ρ. (μτβ.) {φτυάρι-σα} 1. μεταφέρω υλικό με το φτυάρι: ~ την άμμο/το χιόνι/το χώμα. Ο εργάτης ~ει το κάρβουνο. 2. (μτφ.-προφ.) κακολογώ κάποιον: Ο ένας ~ει (= θάβει) τον άλλο σ' αυτή την παρέα. Πβ. κουτσομπολεύω.
  • φτυάρισμα φτυά-ρι-σμα ουσ. (ουδ.): η ενέργεια του φτυαρίζω: ~ του χιονιού.

πατόφτυαρο

πατόφτυαρο πα-τό-φτυα-ρο ουσ. (ουδ.): είδος τετράγωνου συνήθ. φτυαριού με λαβή, που χρησιμοποιείται στην κηπουρική.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.