Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • φτώχεμα φτώ-χε-μα ουσ. (ουδ.) (σπάν.-προφ.): η ενέργεια και κυρ. το αποτέλεσμα του φτωχαίνω: το ~ του λαού. Βλ. πτώχευση.|| (μτφ.) ~ της σκέψης. [< μεσν. πτώχεμα]

πτώχευση

πτώχευση πτώ-χευ-ση ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. αδυναμία φυσικού ή νομικού προσώπου που διενεργεί εμπορικές πράξεις να ανταποκριθεί στις οικονομικές υποχρεώσεις του με απόφαση δικαστηρίου (Πρωτοδικείου): δόλια/ελεγχόμενη ~. Αίτηση ~ης. Βαδίζει/οδεύει ολοταχώς προς την ~. Η διεθνής κρίση οδήγησε την επιχείρηση σε ~. Ο οφειλέτης κηρύσσεται σε/τελεί υπό ~. Βρίσκεται στα πρόθυρα της ~ης/ένα βήμα πριν την ~. Πβ. φαλιμέντο, φαλίρισμα. Βλ. εκποίηση, πιστωτικός κίνδυνος.|| Η ~ της χώρας. ΣΥΝ. χρεοκοπία (1) [< μεσν. πτώχευσις, γαλλ. faillite]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.