Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • φυγάδευση φυ-γά-δευ-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φυγαδεύω: επιχείρηση/σχέδιο ~ης. Οι συνεργάτες του κακοποιού οργάνωσαν τη ~ή του.|| (μτφ.) ~ κεφαλαίων. [< μεσν. φυγάδευσις ‘εξορία’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.