Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • φυματίωση φυ-μα-τί-ω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. λοιμώδες νόσημα που οφείλεται σε μυκοβακτηρίδια και προσβάλλει διάφορα όργανα του σώματος ανθρώπων και ζώων: διάσπαρτη/καλπάζουσα/(εξω)πνευμονική ~. ~ του δέρματος/των οστών/του ουροποιητικού συστήματος. ~ των βοοειδών. Έξαρση της/κρούσμα ~ης. Ο βάκιλος της ~ης (= του Κοχ). Αιμοπτύσεις λόγω ~ης. Εμβόλιο για τη ~ (βλ. μαντού). Βλ. δερμοαντίδραση, σανατόριο, στρεπτομυκίνη, φυματίνη. ΣΥΝ. φθίση (1), χτικιό (3) 2. ΓΕΩΠ. καρκίνωση. [< γερμ. Tuberkulose, γαλλ. tuberculose]

δερμοαντίδραση

δερμοαντίδρασηδερ-μο-α-ντί-δρα-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. διαγνωστικό τεστ κατά το οποίο εισάγεται στο δέρμα κάποια ουσία (φυτική, ζωική ή χημική) και ελέγχεται η ευαισθησία του οργανισμού σε αυτή· συμβάλλει στη διάγνωση αλλεργιών και ορισμένων ασθενειών (π.χ. φυματίωση): αρνητική/θετική ~. ~ μαντού. [< γαλλ. cutiréaction, 1907]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.