αγωγή [ἀγωγή] α-γω-γή ουσ. (θηλ.) 1. συστηματική διαδικασία για την ψυχική, πνευματική μόρφωση και σωματική διάπλαση του ανθρώπου, εκπαίδευση, κατάρτιση σε ένα ορισμένο αντικείμενο ή ανατροφή: αισθητική/διαπολιτισμική/εικαστική/ελληνική/επαγγελματική/ηθική/θεατρική/θρησκευτική/καλλιτεχνική/κοινωνική/μουσειακή/πολυπολιτισμική/προγεννητική (: προετοιμασία για τον γονεϊκό ρόλο)/προσχολική/στρατιωτική/συμβουλευτική/συναισθηματική/υποχρεωτική/χριστιανική ~. ~ νου και ψυχής (πβ. γαλούχηση). ~ του καταναλωτή. Προβλήματα ~ής και παιδείας (πβ. διαπαιδαγώγηση).|| (για άνθρωπο:) με/χωρίς ~ (: με καλή ανατροφή/ανάγωγος). Έχει λάβει ~/στερείται ~ής από το σπίτι. Έδωσε καλή ~ στα παιδιά του. Βλ. δι~. 2. ΝΟΜ. αίτηση δικαστικής προστασίας με σκοπό την ικανοποίηση προσβαλλόμενου δικαιώματος και συνεκδ. το έγγραφο με το οποίο υποβάλλεται η ανωτέρω αίτηση (το δικόγραφό της): δικαστική/ένδικη/ποινική ~. ~ διαζυγίου/έξωσης (λόγω ιδιοχρησίας). ~ για ηθική βλάβη/καταβολή αποζημίωσης/συκοφαντική δυσφήμιση. ~ εναντίον/κατά/σε βάρος (κάποιου). Ασκώ/εγείρω/κάνω (πβ. ενάγω)/καταθέτω/κινώ/προβαίνω σε/προχωρώ σε/υποβάλλω ~. Απορρίπτεται/γίνεται δεκτή/κοινοποιείται/συζητείται στο Πολυμελές Πρωτοδικείο η ~. Αξίωσε με ~ την αναγνώριση της πατρότητας. Βλ. αναφορά, αντ~, καταγγελία, μήνυση, προσ~. 3. ΙΑΤΡ. συστηματική αντιμετώπιση ενός προβλήματος υγείας: αντιμικροβιακή/αντιπηκτική/εναλλακτική/θεραπευτική/ιατροφαρμακευτική/παρηγορητική/προληπτική/συντηρητική/φαρμακευτική ~. ~ για αντιμετώπιση επιπλοκών/οστεοπόρωση/υπέρταση. Ο γιατρός όρισε ~ με δίαιτα/φάρμακα. Πβ. θεραπεία, κούρα. 4. ΦΥΣ. μετάδοση ενέργειας μέσα από ένα υλικό μέσο: ~ ηλεκτρισμού/θερμότητας. Βλ. αγώγιμος, εισ~, εξ~, περι~. ● ΣΥΜΠΛ.: αγωγή κακοδικίας: ΝΟΜ. που ασκεί κάποιος εναντίον δικαστικού λειτουργού ή δικηγόρου για ζημία σε βάρος του, λόγω αμέλειας ή παραδρομής κατά την άσκηση των καθηκόντων του: Δικαστήριο Αγωγών ~., αγωγή του πολίτη & Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή: σχολικό μάθημα και βιβλίο που αναφέρεται στη λειτουργία της κοινωνίας και τη διοίκηση των δήμων, καθώς και στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πολιτών., αγωγή υγείας: δραστηριότητα που στοχεύει στη βελτίωση της ποιότητας ζωής μέσω της ενημέρωσης και της ευαισθητοποίησης σε θέματα υγείας: προγράμματα ~ής ~ στα σχολεία., γλωσσική αγωγή: που στοχεύει στην καλλιέργεια της γλώσσας και συγκεκριμένα του προφορικού λόγου, της ακρόασης, της ανάγνωσης και της γραφής: ~ ~ στο νηπιαγωγείο. Αξιοποίηση των υπολογιστών στη ~ ~., ειδική αγωγή/εκπαίδευση: αγωγή ατόμων που αποκλίνουν σε σημαντικό βαθμό διανοητικά, σωματικά, κοινωνικά ή συναισθηματικά από αυτόν που θεωρείται φυσιολογικός: ~ ~ κωφών. ~ ~ και αυτισμός. [< αγγλ. special education, 1921] , κυκλοφοριακή αγωγή: που αποσκοπεί στην εκμάθηση της σωστής οδικής κυκλοφορίας οχημάτων και πεζών: ~ ~ παιδιών ηλικίας ως δώδεκα ετών., περιβαλλοντική αγωγή: διαδικασία που οδηγεί στην ανάπτυξη ικανοτήτων και στάσεων απαραίτητων για την κατανόηση και την εκτίμηση της σχέσης ανάμεσα στον άνθρωπο, τον πολιτισμό του και το βιοφυσικό περιβάλλον και κυρ. την προστασία του τελευταίου: οικολογική παιδεία και ~ ~. Βιώσιμη ανάπτυξη με την ~ ~. Ευαισθητοποίηση των μαθητών σε θέματα ~ής ~ής. [< αγγλ. environmental education] , πολιτική αγωγή: ΝΟΜ. (σε ποινικό δικαστήριο) αξιώσεις αστικής φύσεως (για αποζημίωση, αποκατάσταση, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης), όπως και ποινικές, οι οποίες προκύπτουν από έγκλημα· ειδικότ. ο παθών ή κυρ. καταχρ. ο δικηγόρος του παθόντος: Ο εκπρόσωπος/ο συνήγορος της ~ής ~ής. Οι συγγενείς των θυμάτων μπορούν να παραστούν στο δικαστήριο ως ~ ~., σεξουαλική αγωγή/διαπαιδαγώγηση: που έχει ως στόχο την εξοικείωση με τη σεξουαλικότητα του ανθρώπου, με θέματα ανατομίας και υγιεινής και την ενημέρωση σχετικά με την αντισύλληψη και την αναπαραγωγή: ~ ~ στα σχολεία. Διαφυλικές σχέσεις/έφηβοι και ~ ~. [< αγγλ. sex(ual) education, 1920, γαλλ. éducation sexuelle] , φυσική/σωματική/αθλητική αγωγή: σύνολο κινητικών και αισθητικών δραστηριοτήτων που αποβλέπουν στη βιολογική, κοινωνική και πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου και την καλλιέργεια της συνεργασίας, της ομαδικότητας και της πειθαρχίας, γυμναστική· ειδικότ. το αντίστοιχο σχολικό μάθημα: ~ ~ των νέων/στο σχολείο. Βλ. αθλητισμός.|| Διδάσκω/σπούδασε ~ ~. [< αγγλ. physical education] , αναγνωριστική αγωγή βλ. αναγνωριστικός, αντισταθμιστική αγωγή/εκπαίδευση βλ. αντισταθμιστικός, διεκδικητική αγωγή βλ. διεκδικητικός, καταψηφιστική αγωγή βλ. καταψηφιστικός, ρυθμική αγωγή βλ. ρυθμικός ● ΦΡ.: αγωγή περί κλήρου βλ. κλήρος [< 1: αρχ. ἀγωγή, 2: μτγν. 3: γαλλ. procès, 4: αγγλ. conduction]
αέριο [ἀέριο] α-έ-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {αερί-ου | -ων}: κατάσταση ή φάση της ύλης κατά την οποία τα άτομα συνδέονται ασθενώς· σώμα που διαχέεται ακαθόριστα, καταλαμβάνοντας όλο τον χώρο στον οποίο εισάγεται ή περιέχεται: άοσμο/αποπνικτικό/άχρωμο/δακρυγόνο/δηλητηριώδες/δύσοσμο/εκρηκτικό/εύφλεκτο/καύσιμο/καυστικό/προωθητικό/πτητικό (: που εξαερώνεται γρήγορα)/ραδιενεργό/τοξικό ~. Θειούχα/φθοριούχα/φυσικά/χημικά ~α. ~α καύσης (πβ. απ-, καπν-αέρια). Εκπομπή ~ων. Κινητική θεωρία/νόμοι των ~ων. Βλ. βιο~, υγρ~, υδρ~, φωτ~, στερεό, υγρό. ● ΣΥΜΠΛ.: αέρια του θερμοκηπίου & θερμοκηπιακά αέρια: τα αέρια συστατικά της ατμόσφαιρας (κυρ. το διοξείδιο του άνθρακα, το μεθάνιο και οι υδρατμοί) που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου: αύξηση/εκπομπές/μείωση των ~ων ~. [< αγγλ. greenhouse gases] , εντερικά αέρια/αέρια (του εντέρου): ΙΑΤΡ. αυτά που σχηματίζονται στο έντερο με τη ζύμωση των τροφών και μέρος τους αποβάλλεται από τον πρωκτό· (ευφημ.) πορδές: Τα περισσότερα ~ ~ παράγονται από την πέψη των υδατανθράκων.|| Έχει βαρυστομαχιά και ~., ευγενή/αδρανή/σπάνια αέρια: ΧΗΜ. στοιχεία που σχηματίζουν πολύ λίγες χημικές ενώσεις: Τα ~ ~ (: αργό, ήλιο, κρυπτό, νέον, ξένο, ραδόνιο) αποτελούν τη μηδενική ομάδα του περιοδικού πίνακα. [< γαλλ. inerte, noble, rare gaz] , ιδανικό αέριο & (σπάν.) τέλειο αέριο: ΦΥΣ.-ΧΗΜ. υποθετικό αέριο στο οποίο δεν ασκούνται δυνάμεις έλξης μεταξύ των μορίων. [< αγγλ. ideal gas] , υγροποιημένο αέριο πετρελαίου: υγραέριο. [< αγγλ. Liquefied Petroleum Gas - LPG, 1943, γαλλ. gaz de pétrole liquéfié] , υγροποιημένο φυσικό αέριο (συντομ. ΥΦΑ): ΧΗΜ. που ψύχεται σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία, προκειμένου να μετατραπεί σε υγρό, ώστε να διευκολύνεται η αποθήκευση και μεταφορά του. [< αγγλ. Liquefied Natural Gas - LNG, 1940, γαλλ. gaz naturel liquéfié] , φυσικό αέριο: ΧΗΜ. μείγμα αέριων κορεσμένων υδρογονανθράκων που χρησιμοποιείται ως (οικολογικό) καύσιμο και ως πρώτη ύλη της χημικής βιομηχανίας: αγωγός ~ού ~ου (πβ. αεριαγωγός). Βλ. μεθάνιο. [< γαλλ. gaz naturel, αγγλ. natural gas] , χημικά/πολεμικά αέρια: ΣΤΡΑΤ. αέριες ή υγρές χημικές ουσίες που βλάπτουν τον ανθρώπινο οργανισμό και χρησιμοποιούνται ως όπλο στον πόλεμο: Μάσκες που προστατεύουν από ~ ~. [< αγγλ. war gas, 1934, γαλλ. gaz de combat] , αέριο του γέλιου βλ. υποξείδιο του αζώτου, αέριο της μουστάρδας βλ. μουστάρδα, αντιασφυξιογόνα/αντιασφυξιογόνος μάσκα & μάσκα αερίων βλ. αντιασφυξιογόνος, ασφυξιογόνα (αέρια) βλ. ασφυξιογόνος, θάλαμος αερίων βλ. θάλαμος, κροτούν αέριο βλ. κροτεί [< γαλλ. gaz]
ανθρωπολογία [ἀνθρωπολογία] αν-θρω-πο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Α) 1. ΑΝΘΡΩΠ. επιστήμη που μελετά το ανθρώπινο είδος και ειδικότ. τα φυσικά του χαρακτηριστικά, την προέλευση, την κατανομή του σε φυλές, τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές σχέσεις του και τον πολιτισμό του: αστική/δομική/εξελικτική/ιατρική/ιστορική/οικολογική (: εξετάζει τη σχέση κοινωνίας και περιβάλλοντος)/οικονομική (: μελετά τη σχέση ανθρώπου και οικονομικού συστήματος)/παιδαγωγική/πολιτική (: ερευνά το φαινόμενο της πολιτικής εξουσίας)/συμβολική/φιλοσοφική (: διερευνά την ουσία του ανθρώπου, τη θέση του στο Σύμπαν, τη συμπεριφορά του στο περιβάλλον) ~. (H) ~ της εκπαίδευσης/των φύλων/του χορού. Βλ. -λογία, παλαιο~. 2. ΘΕΟΛ. τομέας της χριστιανικής θεολογίας που εξετάζει τη γένεση, τη φύση και το μέλλον του ανθρώπου σε σχέση με τον Θεό: ορθόδοξη/πατερική ~. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινωνική ανθρωπολογία: επιστημονικός κλάδος που μελετά τις δομές των απλών, μη βιομηχανικών, πολιτισμών και κοινωνιών. ΣΥΝ. εθνολογία, πολιτισμική ανθρωπολογία & πολιτιστική ανθρωπολογία: εξετάζει τους ανθρώπινους πολιτισμούς με μεγαλύτερη έμφαση στις κοινωνικές δομές, τη γλώσσα, τους νόμους, την πολιτική, τη θρησκεία, την τέχνη και την τεχνολογία. [< αγγλ. cultural anthropology, γαλλ. anthropologie culturelle] , φυσική ανθρωπολογία: ερευνά την καταγωγή, τις ποικιλίες και την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Βλ. ανθρωπομετρία. ΣΥΝ. ανθρωποβιολογία [< γαλλ. anthropologie physique] [< γερμ. Anthropologie, γαλλ. anthropologie]
αντικείμενο [ἀντικείμενο] α-ντι-κεί-με-νο ουσ. (ουδ.) {αντικειμέν-ου} 1. πράγμα με συγκεκριμένη μορφή, που συνήθ. γίνεται αντιληπτό μέσω των αισθήσεων, δεν αποτελεί ζωντανό οργανισμό και προορίζεται για συγκεκριμένη χρήση: αιχμηρό/μεταλλικό/πολύτιμο ~. Άψυχα/μεταχειρισμένα/υλικά ~α. ~α εξοπλισμού γραφείου/καθημερινής χρήσης. Άγνωστης Ταυτότητας Ιπτάμενα ~α (ακρ. ΑΤΙΑ, UFO, πβ. ούφο). Δεν σου επιτρέπω να ψάχνεις τα προσωπικά μου ~α! Βλ. μικρο~. 2. οτιδήποτε αποτελεί το θέμα, τον σκοπό ή την αιτία (ενέργειας, δραστηριότητας, συναισθήματος): γνωστικό/επιστημονικό/ερευνητικό ~. ~ αγάπης/εκμετάλλευσης/εργασίας/έρευνας/θαυμασμού/κριτικής (= στόχος)/πολιτικής αντιπαράθεσης/σπουδών/σχολίων/χλευασμού. Μόνιμο ~ συζήτησης.|| (ΝΟΜ.) ~ δικαιοπραξίας/δικαιώματος/πώλησης/σύμβασης. 3. ΓΡΑΜΜ. συντακτικός όρος πρότασης ή φράσης που δηλώνει τον αποδέκτη της ενέργειας του ρήματος: πτώση του ~ένου (: αιτιατική, γενική). ● ΣΥΜΠΛ.: άμεσο αντικείμενο: ΓΡΑΜΜ. πρόσωπο, πράγμα ή αφηρημένη έννοια στην οποία μεταβαίνει απευθείας η ενέργεια του υποκειμένου: π.χ. Πλένω τα πιάτα. Πβ. συμπλήρωμα., έμμεσο αντικείμενο: ΓΡΑΜΜ. πρόσωπο ή πράγμα που συμπληρώνει την έννοια του ρήματος ή σχετίζεται με το άμεσο αντικείμενο: λ.χ. Του χάρισε ένα βιβλίο (: η λ. "του" είναι ~ ~)., εσωτερικό/σύστοιχο αντικείμενο: ΓΡΑΜΜ. που παράγεται ετυμολογικά από το ρήμα με το οποίο συντάσσεται ή φανερώνει το αποτέλεσμα που προκύπτει από την ενέργεια του ρήματος: π.χ. Τραγουδώ ένα τραγούδι., οικονομικό αντικείμενο: το κόστος για την υλοποίηση ενός έργου., φυσικό αντικείμενο: σύνολο εργασιών που πρέπει να ολοκληρωθούν για την υλοποίηση ενός έργου., αντικείμενο αναφοράς βλ. αναφορά, μεταβατικό αντικείμενο βλ. μεταβατικός ● ΦΡ.: εξ αντικειμένου (λόγ.): αντικειμενικά, εκ των πραγμάτων, από ή με βάση τις αντικειμενικές συνθήκες: ~ ~ δυσκολίες. ΑΝΤ. εξ υποκειμένου [< αρχ. ἀντικείμενον, γαλλ. objet, αγγλ. object]
ασφάλεια [ἀσφάλεια] α-σφά-λει-α ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -είας | -ών} 1. προστασία από κίνδυνο, τραυματισμό, βλάβη, ζημιά, καθώς και τα συναφή προστατευτικά μέτρα: δημόσια/διεθνής/εθνική/εναέρια/εργασιακή/κρατική/νομική/οικονομική/περιβαλλοντική/υγειονομική ~. Πυρηνική/στρατιωτική/συλλογική ~. ~ αεροσκάφους/πλοίου/φορτίου. ~ τροφίμων. Τεχνικοί ~είας. Για μεγαλύτερη ~. Για λόγους ~είας. Η ~ της πόλης/του σπιτιού/των συνόρων. Η στατική ~ της κατασκευής. ~ των καταναλωτών/των πολιτών. Η υγιεινή και ~ των εργαζομένων. Υποδείξεις για ~ από ηλεκτρισμό/σεισμό. Πρόληψη και ~. Βρίσκω/παρέχω ~. Δεν ετέθη σε κίνδυνο η ~ των επιβατών. Απειλείται/διακυβεύεται/εδραιώνεται η ~. Βλ. βιο~, πυρ~. 2. κατάσταση ή αίσθηση απουσίας κινδύνου: συναισθηματική ~. Αίσθημα ~ας. ~ και σιγουριά. Νιώθω ~ στο σπίτι μου. ΑΝΤ. ανασφάλεια 3. (ειδικότ.) διασφάλιση, κατοχύρωση, διαφύλαξη του απορρήτου: (ΝΟΜ.) εμπράγματη ~. Περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται ως ~ (= εγγύηση) για την αγορά.|| Απόλυτη/αυξημένη/υψηλή ~. ~ επικοινωνίας. ~ πληροφοριών/στοιχείων. Ηλεκτρονικές συναλλαγές με ~ των δεδομένων. 4. βεβαιότητα, σιγουριά: Πρόβλημα που δεν μπορεί να υπολογιστεί με ~. Συμπέρασμα που προκύπτει με ~. Με ~ προβλέπεται ότι … 5. (με κεφαλ. το αρχικό Α) υπηρεσία της Ελληνικής Αστυνομίας, αρμόδια για τη διαφύλαξη της δημόσιας τάξης· συνεκδ. το κτίριο όπου εδρεύει: Γενική/(παλαιότ.) Ειδική ~. Η ~ ερευνά την υπόθεση και εξετάζει όλα τα ενδεχόμενα.|| Ο δράστης/κατηγορούμενος κρατείται/προσήχθη στην ~. Μάρτυρες που κλήθηκαν στην ~, για να εξεταστούν. 6. φρουρά: ιδιωτική ~. Η προσωπική ~ του Υπουργού. Ειδοποιώ την ~ του κτιρίου. Βλ. σεκιούριτι. 7. ασφαλιστική εταιρεία, σύμβαση, ασφαλιστικό ταμείο, γενικότ. ασφάλιση: Η ~ καλύπτει τη ζημιά.|| Ιδιωτική/μικτή/ομαδική/προαιρετική/ταξιδιωτική/υποχρεωτική ~. ~ κλοπής/περίθαλψης/περιουσίας/σύνταξης/υγείας. ~ αυτοκινήτου/μοτοσικλέτας/σκάφους. Εμπειρογνώμονες/μεσίτες ~ών. Κάνω ~ (: υπογράφω συμβόλαιο).|| (για ασφάλιστρα) Πληρώνω την ~. Ακριβή/φτηνή ~.|| (προφ.) Θα εισπράξει την ~ (= την αποζημίωση).|| Έχω ~ (δημοσίου). Βλ. αντ~, τραπεζοασφάλειες. 8. ΗΛΕΚΤΡ. συσκευή που χρησιμοποιείται για την προστασία ενός ηλεκτρικού κυκλώματος από ρεύμα με ένταση μεγαλύτερη από το κανονικό: Έπεσε/κάηκε η ~ (του γενικού διακόπτη). Συσκευές με ενσωματωμένη αυτόματη ~ κατά της υπερθέρμανσης. Βλ. ρελέ. 9. μηχανισμός για προστασία, αποτροπή βλάβης, ανεπιθύμητης ή επικίνδυνης λειτουργίας: Η ~ του όπλου (: που εμποδίζει την τυχαία εκπυρσοκρότησή του).|| (σε αυτοκίνητο) Κλείνω την πόρτα και βάζω ~. ● ασφαλείας (λόγ.): για να χαρακτηριστεί κάτι που παρέχει προστασία: διακόπτης/συναγερμός/φωτιστικά ~. Ρολά ~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Αντίγραφα ~ (= μπακ-απ). Κενό ασφαλείας. Κωδικός ~ (= πάσγουορντ ή πιν). ● ΣΥΜΠΛ.: ασφάλεια ζωής: σύμβαση με ασφαλιστική εταιρεία η οποία αναλαμβάνει τα έξοδα ιατρικής περίθαλψης ή την καταβολή αποζημίωσης, σε περίπτωση θανάτου ή ατυχήματος του ασφαλισμένου. [< γαλλ. assurance (sur la) vie] , ασφάλεια πυρός: ασφάλιση που καλύπτει ενδεχόμενη πυρκαγιά: ~ ~ και άλλων κινδύνων (π.χ. κλοπής/σεισμού). ~ ~ αυτοκινήτου/επιχείρησης/σπιτιού. Παρέχεται ~ ~. (βλ. πυρασφάλεια), δυνάμεις Ασφαλείας: αστυνομικές δυνάμεις επιφορτισμένες με τη διασφάλιση της τάξης. Βλ. ΜΑΤ. [< αγγλ. security forces, 1948] , ενεργειακή ασφάλεια: προστασία από τον κίνδυνο εξάντλησης των αποθεμάτων ενέργειας. [< αγγλ. energy security, 1960], ενεργητική ασφάλεια: που παρέχεται στον οδηγό από τα διάφορα συστήματα του αυτοκινήτου για την αποφυγή ατυχήματος (π.χ. σύστημα πέδησης, ABS, TCS)., κοινωνική ασφάλεια (συνήθ. με κεφαλ. τα αρχικά Κ,Α): παροχή οικονομικής βοήθειας και υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας από ένα κράτος στους πολίτες: ~ ~ και κοινωνική αρωγή. Δίκαιο (της) ~ής ~ας. Πβ. κοινωνική ασφάλιση., μέτρα ασφαλείας: σύνολο μέτρων για την πρόληψη επαπειλούμενης διατάραξης της δημόσιας τάξης (όπως: κλοπής, κατασκοπείας, τρομοκρατικών ενεργειών): αυστηρά/δρακόντεια/έκτακτα/ισχυρά ~ ~. Ειδικά ~ ~ έλαβε η αστυνομία κατά τη διεξαγωγή του αγώνα. [< αγγλ. security measures, 1952] , οδική ασφάλεια: το σύνολο των μέτρων που αποσκοπούν στην προστασία όσων κινούνται στο οδικό δίκτυο: ~ ~ και κυκλοφοριακή αγωγή. [< αγγλ. road safety, γαλλ. sécurité routière] , παθητική ασφάλεια: που παρέχει η καμπίνα και γενικότ. το αμάξωμα στους επιβάτες σε περίπτωση σύγκρουσης. [< αγγλ. passive security] , πληροφορίες ασφαλείας: (κυρ. σε προϊόντα ή υπηρεσίες) οδηγίες για την διασφάλιση της σωστής χρήσης τους και την προστασία του καταναλωτή ή του χρήστη., Συμβούλιο Ασφαλείας: ΠΟΛΙΤ. μόνιμο Συμβούλιο των Ηνωμένων Εθνών, υπεύθυνο για τη διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης και ασφάλειας, με πέντε μόνιμα κράτη-μέλη και δέκα επιλεγμένα εκ περιτροπής μεταξύ άλλων κρατών-μελών: Αποφάσεις/ψηφίσματα του ~ίου ~είας. [< αγγλ. Security Council, 1946] , συστήματα ασφαλείας {σπανιότ. στον εν.}: τεχνολογικά προϊόντα διαφόρων ειδών που έχουν ως σκοπό την αποτροπή κινδύνου: ηλεκτρονικά/προηγμένα/σύγχρονα ~ ~. ~ ~ και πυρανίχνευσης/συναγερμού. Πβ. σύστημα προστασίας. [< αγγλ. security systems] , Σώματα Ασφαλείας: το Αστυνομικό, το Λιμενικό και το Πυροσβεστικό Σώμα και το προσωπικό που υπηρετεί στα Σώματα αυτά: Οι Ένοπλες Δυνάμεις και τα ~ ~ (= δημόσια δύναμη)., τιμή ασφαλείας: (κυρ. για αγροτικά προϊόντα) τιμή κάτω από την οποία δεν μπορεί να πωληθεί κάτι: κατώτατη ~ ~., υψίστης ασφαλείας (λόγ.): για να χαρακτηριστεί κάτι που παρέχει τη μέγιστη ασφάλεια: μέτρα/φυλακές ~ ~., φυσική ασφάλεια: το σύνολο των μέτρων που λαμβάνονται για την προστασία του προσωπικού και των δεδομένων μιας επιχείρησης, ενός οργανισμού από φυσικές καταστροφές. [< αγγλ. physical security] , αντίγραφο ασφαλείας βλ. αντίγραφο, απόσταση ασφαλείας βλ. απόσταση, ασφαλιστική δικλείδα/δικλείδα ασφαλείας βλ. δικλείδα, ζώνη ασφαλείας βλ. ζώνη, κάμερα ασφαλείας βλ. κάμερα, κλειδαριά ασφαλείας βλ. κλειδαριά, πιστοποιητικό ασφαλείας βλ. πιστοποιητικό, πόρτα ασφαλείας βλ. πόρτα, προσωπικό ασφαλείας βλ. προσωπικό, Τάγματα Ασφαλείας βλ. τάγμα, φως ασφαλείας βλ. φως ● ΦΡ.: με ασφάλεια: με τρόπο που να παρέχει προστασία από κίνδυνο: Οδηγώ/ταξιδεύω ~ ~., ησυχία, τάξη και ασφάλεια βλ. ησυχία [< 1: αρχ. ἀσφάλεια 2,3,4,6,7: γαλλ. sécurité, sûreté 5: αγγλ. insurance, γαλλ. assurance]
αυτουργός [αὐτουργός] αυ-τουρ-γός ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΝΟΜ. δράστης ή υποκινητής αξιόποινης πράξης: Κατηγορείται/κρίθηκε ένοχος/φέρεται (: θεωρείται) ως ~ του εγκλήματος/της επίθεσης. Βλ. συμμέτοχος, συν~, συνεργός. Βλ. υπαίτιος, υπεύθυνος. ● ΣΥΜΠΛ.: ηθικός/έμμεσος αυτουργός (o/η): αυτός που παρακινεί συνειδητά ή εξαναγκάζει άλλον να εκτελέσει αξιόποινη πράξη. [< γαλλ. responsable moral] , φυσικός αυτουργός & άμεσος αυτουργός: πρόσωπο που εκτελεί αξιόποινη πράξη, δράστης. [< αρχ. αὐτουργός]
βοτανική βο-τα-νι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Β): ΒΟΤ. κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με την επιστημονική μελέτη των φυτών· συνεκδ. το αντίστοιχο πανεπιστημιακό μάθημα και βιβλίο: δασική/εφαρμοσμένη/φαρμακευτική ~. Βλ. γεω~, παλαιο~, μυκητολογία. ΣΥΝ. βοτανολογία, φυτοβιολογία, φυτολογία [< γαλλ. botanique, αγγλ. botany]
γέφυρα γέ-φυ-ρα ουσ. (θηλ.) {γεφυρ-ών} 1. κατασκευή που συνδέει περιοχές, οι οποίες χωρίζονται από φυσικά ή τεχνητά εμπόδια (ποταμούς, διώρυγες, δρόμους, σιδηροδρομικές γραμμές) και δημιουργεί πέρασμα για πεζούς και οχήματα: ανισόπεδη/κινητή/κρεμαστή (βλ. αερο~)/μεταλλική/ξύλινη/περιστρεφόμενη/πέτρινη (πβ. γεφύρι)/πλωτή/σιδηροδρομική/σταθερή/τοξωτή ~. ~ διάβασης/μεταφοράς/σήμανσης (: περνάει πάνω από αυτοκινητόδρομο και φέρει οδικές πινακίδες). ~ από σκυρόδεμα. Η ~ (ζεύξης) Ρίου-Αντιρρίου. ~ες και σήραγγες. Βλ. κοιλαδο~, οδο~, πεζο~, υδατο~.|| ~ φόρτωσης (φορτηγών πλοίων) Πβ. γερανο~.|| (μτφ.) Η ~ της ομορφιάς (= πασαρέλα). 2. (μτφ.) μέσο επαφής, σύνδεσης: ~ ειρήνης/πολιτισμού/συνεργασίας/σωτηρίας/φιλίας. Ενεργειακή ~ μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η κυβέρνηση ρίχνει ~ για συναινετική λύση. Στήνουμε/χτίζουμε ~ες εμπιστοσύνης. 3. ΙΑΤΡ. προσθετική κατασκευή (σταθερή ή κινητή) για αναπλήρωση ενός ή περισσότερων δοντιών, η οποία υποστηρίζεται από τα διπλανά φυσικά ή τεχνητά δόντια ή τις ρίζες: οδοντική ~. Βλ. στεφάνη. 4. ΝΑΥΤ. υπερυψωμένη πλατφόρμα, συνήθ. πάνω από το κατάστρωμα, όπου στεγάζεται ο θάλαμος διακυβέρνησης μηχανοκίνητου σκάφους: ~ ναυσιπλοΐας. Αξιωματικός ~ας. Ο πλοίαρχος βρίσκεται στη ~. 5. ΓΥΜΝ. άσκηση κατά την οποία το σώμα από ύπτια θέση παίρνει τοξοειδές σχήμα, στηριζόμενο στις παλάμες και τα πέλματα: Κάνω ~. 6. ΜΟΥΣ. σταθερό υποστήριγμα που ανασηκώνει ελαφρά τις χορδές μουσικού οργάνου, ώστε να είναι τεντωμένες. ΣΥΝ. καβαλάρης (2) 7. ΗΛΕΚΤΡ. συσκευή για τη μέτρηση ηλεκτρικών μεγεθών (αντιστάσεων, συχνοτήτων): κύκλωμα ~ας. Βλ. γαλβανόμετρο. 8. ΠΛΗΡΟΦ. υπολογιστής που συνδέει μεταξύ τους δύο δίκτυα του ίδιου ή διαφορετικού πρωτοκόλλου: ~ δικτύου. 9. (μτφ.) μεταβατικό κομμάτι (μουσικό, σχολιαστικό, διαλογικό), το οποίο συνδέει τα μέρη ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού συνήθ. προγράμματος: μουσική ~. 10. ΑΝΑΤ. τμήμα του εγκεφαλικού στελέχους που ενώνει τον προμήκη μυελό με τον μεσεγκέφαλο· γενικότ. τμήμα ιστού που συνδέει δύο μέρη ενός οργάνου. ● Υποκ.: γεφυράκι (το), γεφυρούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: γέφυρα επικοινωνίας (μτφ.): μέσο που διευκολύνει την επικοινωνία: ~ ~ και γνωριμίας. Η γλώσσα της μουσικής ως ~ ~ μεταξύ των λαών. Το διαδίκτυο είναι η ~ ~ των νέων. ~ ~ με τον απανταχού Ελληνισμό. Έχει κόψει κάθε ~ ~ μαζί τους., καλωδιωτή γέφυρα: που αποτελείται από έναν ή περισσότερους πυλώνες, οι οποίοι στηρίζουν με καλώδια το οδόστρωμα., φυσική γέφυρα: ΓΕΩΜΟΡΦ. τοξοειδής σχηματισμός από βράχο ή κομμάτι γης που ενώνει δύο περιοχές. ● ΦΡ.: κόβει/γκρεμίζει τις γέφυρες (μτφ.): διακόπτει κάθε επαφή, επικοινωνία: ~ ~ με το παρελθόν. ~ουν ~ του διαλόγου/της συνεννόησης. Πβ. κόβω (τους) δεσμούς. [< αρχ. γέφυρα, γαλλ. pont, αγγλ. bridge]
γεωγραφία γε-ω-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΓΕΩΓΡ. (κ. με κεφαλ. το αρχικό Γ) επιστήμη η οποία μελετά τη διαμόρφωση και μεταβολή της επιφάνειας της Γης, δηλ. του φυσικού περιβάλλοντος, με την αλληλεπίδραση φυσικών (ανάγλυφο, βλάστηση, κλίμα) και κοινωνικο-πολιτισμικών, οικονομικών, ιδεολογικών και πολιτικών διεργασιών· συνεκδ. το αντίστοιχο (σχολικό) μάθημα ή και βιβλίο: αγροτική/αστική/γενική/ιστορική/κοινωνική/περιβαλλοντική/περιφερειακή/πληθυσμιακή/πολιτιστική ~. Βλ. ανθρωπο~, βιο~, γλωσσο~, ζωο~, παλαιο~, φυτο~, ψυχο~, -γραφία. 2. (κ. με κεφαλ. το αρχικό Γ) τα φυσικά χαρακτηριστικά μιας περιοχής (βουνά, πεδιάδες, ποτάμια), τα οποία αποτελούν το αντικείμενο μελέτης της σχετικής επιστήμης: ελληνική/ευρωπαϊκή/παγκόσμια ~. Πβ. μορφολογία. 3. (σπάν.-μτφ.) διάταξη, διαρρύθμιση: η ~ του εγκεφάλου. Πβ. χάρτης. ● ΣΥΜΠΛ.: φυσική γεωγραφία 1. ΓΕΩΓΡ. κλάδος που μελετά τα φυσικά χαρακτηριστικά, τη δομή και τα φαινόμενα της γήινης επιφάνειας. Βλ. γεωμορφο-, κλιματο-λογία. 2. το σύνολο των φυσικών χαρακτηριστικών μιας περιοχής: ~ ~ τoυ βουνού., οικονομική γεωγραφία βλ. οικονομικός, πολιτική γεωγραφία βλ. πολιτικός [< μτγν. γεωγραφία, γαλλ. géographie, αγγλ. geography]
δάκρυ δά-κρυ ουσ. (ουδ.) {δακρύ-ου | δάκρυ-α, δακρύ-ων} & (λογοτ.) δάκρυο 1. διαυγές αλατούχο υγρό που εκκρίνεται από τους δακρυϊκούς αδένες λόγω συγκίνησης ή εξωτερικού ερεθισμού στα μάτια: ~α λύπης/χαράς. Συγκινήθηκε μέχρι ~ων (= υπέρμετρα). Αναλύθηκε/ξέσπασε σε ~α. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα ~ά του. Κυλούσαν τα ~α βροχή/ποτάμι στα μάγουλά της. Τα μάτια της πλημμύρισαν με/είναι γεμάτα ~α. 2. (μτφ.) σταγόνα που μοιάζει με δάκρυ: το ~ του πεύκου (= ρετσίνι). ● ΣΥΜΠΛ.: τεχνητά δάκρυα & φυσικά δάκρυα: ΦΑΡΜΑΚ. ειδικό κολλύριο που υγραίνει την επιφάνεια των ματιών. Βλ. ξηροφθαλμία, σταγόνες, φυσιολογικός ορός., κροκοδείλια δάκρυα βλ. κροκοδείλιος ● ΦΡ.: έχει τα δάκρυα/το δάκρυ στο τσεπάκι/στην τσέπη (ειρων.): κλαίει πολύ εύκολα, με ασήμαντη αφορμή., κλαίω με μαύρο δάκρυ & χύνω μαύρο/πικρό δάκρυ: κλαίω πολύ και κατ΄επέκτ. μετανιώνω πικρά για κάτι που έκανα., κοιλάδα των δακρύων & (λόγ.) κοιλάδα του κλαυθμώνος (ΠΔ): για χώρο όπου επικρατούν εξαιρετικά άσχημες συνθήκες ή για δυσάρεστη κατάσταση. Βλ. κόλαση., με πήραν τα δάκρυα/κλάματα (προφ.): άρχισα να κλαίω., στεγνώνω τα δάκρυα κάποιου: τον παρηγορώ: Ο χρόνος στέγνωσε ~ ~ά της κι επούλωσε τις πληγές της.|| Ακόμη δεν έχουν στεγνώσει ~ ~ά τους (: είναι νωπός ο πόνος). [< γαλλ. sécher les larmes] , (πάει/πέφτει/τρέχει) το δάκρυ κορόμηλο/κορόμηλο το δάκρυ βλ. κορόμηλο, γελάω με την καρδιά μου/με την ψυχή μου/μέχρι δακρύων βλ. γελώ, ξένος πόνος, ξένα δάκρυα βλ. ξένος, χύνω δάκρυα βλ. χύνω [< αρχ. δάκρυ]
δίκαιο δί-και-ο ουσ. (ουδ.) {δικαί-ου | -ων} 1. ΝΟΜ. (κ. με κεφαλ. Δ) το σύνολο των νόμων και των κανόνων που θεσμοθετεί και αναγνωρίζει το κράτος και οι οποίοι καθορίζουν δεσμευτικά την κοινωνική συμπεριφορά των ανθρώπων: αεροπορικό/αθλητικό/ασφαλιστικό/γραπτό/διοικητικό/εκκλησιαστικό/εκλογικό/ενεργειακό/ηλεκτρονικό/ιατρικό/κοινό/κοινοβουλευτικό/κοινωνικό/στρατιωτικό/συγκριτικό/σωφρονιστικό/τραπεζικό/φορολογικό/χρηματιστηριακό/χωροταξικό ~. ~ αλλοδαπών/αναγκαστικής εκτέλεσης/ανηλίκων/ανταγωνισμού/ανωνύμων εταιρειών/αξιογράφων/βιομηχανικής ιδιοκτησίας/διεθνών συναλλαγών/ιθαγένειας/Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης/περιβάλλοντος/πληροφορικής/πνευματικής ιδιοκτησίας/συμβάσεων/συνεταιρισμών/της υγείας. Διάταξη/επιβολή/ισχύς/καταστρατήγηση/παράβαση (του) ~ου. Η εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών είναι ζήτημα ~ου. (ΙΣΤ.) Βυζαντινό/ελληνιστικό/ρωμαϊκό ~. Κέντρον Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού ~ου (της Ακαδημίας Αθηνών). 2. το σύνολο των αρχών που διασφαλίζουν τα δικαιώματα προσώπου ή ομάδας και κατ' επέκτ. το σωστό: αποκατάσταση του ~ου. Οι κοινωνικές σχέσεις πρέπει να έχουν ως γνώμονα το ~ (= τη δικαιοσύνη). Να υπηρετείς το ~. Βλ. δίκιο.|| (στον πληθ., δικαιωματικές απαιτήσεις) Αγωνίζομαι για/διεκδικώ τα/πολεμώ για τα ~ά μου. Τα ~α του έθνους (= εθνικά ~α)/του ελληνισμού/του λαού. Πβ. αξίωση. ΑΝΤ. άδικο 3. ΝΟΜ. η νομική επιστήμη: θεωρία του ~ου. Πβ. Επιστήμη του Δικαίου. ● ΣΥΜΠΛ.: Αστικό Δίκαιο: το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τα δικαιώματα και τις διαφορές των πολιτών και το αντίστοιχο πανεπιστημιακό μάθημα και σύγγραμμα. [< γερμ. Zivilrecht, γαλλ. droit civil] , Αστικό Δικονομικό Δίκαιο/Πολιτική Δικονομία: το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τη διαδικασία επίλυσης ιδιωτικών διαφορών ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. [< γερμ. Zivilprozeß] , Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο & Διεθνές Δίκαιο: που διέπει τις σχέσεις ανάμεσα στα κράτη, και τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. [< γερμ. Völkerrecht] , Δημόσιο Δίκαιο : ΝΟΜ. το σύνολο των κανόνων της έννομης τάξης και εκείνων που ρυθμίζουν την οργάνωση, λειτουργία και γενικά τη δραστηριότητα των πολιτειακών οργάνων, όπως και τις σχέσεις των διοικούμενων με τη δημόσια διοίκηση. Βλ. Ιδιωτικό Δίκαιο. [< γερμ. Staatsrecht] , Εμπορικό Δίκαιο: το σύνολο γραπτών ή εθιμικών κανόνων Ιδιωτικού Δικαίου που ρυθμίζουν το Δίκαιο των εμπορικών πράξεων και των εμπόρων. [< γερμ. Handelsrecht] , Ενδοτικό Δίκαιο & ενδοτικός κανόνας δικαίου: που η εφαρμογή των κανόνων του είναι προαιρετική, η ισχύς του μπορεί να αρθεί από την ιδιωτική βούληση. Βλ. κανόνες αναγκαστικού Δικαίου. [< λατ. jus dispositivum] , Ενοχικό Δίκαιο: το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τις ενοχικές σχέσεις (: συμβάσεις, αδικοπραξίες): γενικό/ειδικό ~ ~. Βλ. προστασία (του) καταναλωτή. [< γερμ. Schuldrecht] , Επιστήμη του Δικαίου: Νομική Επιστήμη που εξετάζει το ισχύον Δίκαιο., Ευρωπαϊκό Δίκαιο & Κοινοτικό Δίκαιο: το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [< γερμ. Europarecht] , θετικό δίκαιο: οι γραπτοί συνήθ. κανόνες δικαίου., Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο: το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ πολιτών διαφορετικών χωρών. [< γερμ. internationales Privatrecht] , Κληρονομικό Δίκαιο: το σύνολο των διατάξεων του Αστικού Δικαίου που ρυθμίζουν τους όρους μεταβίβασης περιουσίας λόγω θανάτου· το αντίστοιχο νομικό μάθημα και σύγγραμμα. [< γερμ. Erbrecht] , κράτος δικαίου: ΝΟΜ. που λειτουργεί με βάση το γραπτό δίκαιο., Ναυτικό/Ναυτιλιακό Δίκαιο: το δίκαιο της θαλασσοπλοΐας. [< γερμ. Seerecht] , Οικογενειακό Δίκαιο & (προφ.) Οικογενειακό: οι κανόνες που ρυθμίζουν τις σχέσεις που συνδέονται με τον γάμο, τη συγγένεια εξ αίματος και την υιοθεσία. [< γερμ. Familienrecht] , Ποινικό Δίκαιο: ΝΟΜ. το σύνολο των κανόνων που αναφέρονται στις εγκληματικές πράξεις και στις αντίστοιχες ποινές για τους δράστες: ~ ~ ανηλίκων. Αγωγή ~ού ~ου. Το ~ ~ διακρίνεται στο Ουσιαστικό ~ ~ και στην Ποινική Δικονομία.|| (προφ.) Αδίκημα/εγκληματίες του κοινού ~ού ~ου. [< γερμ. Strafrecht] , φυσικό δίκαιο: που πηγάζει από τη φύση του ανθρώπου και τις αρχές του για το ηθικό και το σωστό., άγραφος νόμος βλ. άγραφος, Δημοσιονομικό Δίκαιο βλ. δημοσιονομικός, εθιμικό δίκαιο βλ. εθιμικός, Εμπράγματο Δίκαιο βλ. εμπράγματος, Εργατικό Δίκαιο/Εργατική Νομοθεσία/Εργατικός Κώδικας βλ. εργατικός, Ιδιωτικό Δίκαιο βλ. ιδιωτικός, ικανότητα δικαίου βλ. ικανότητα, κανόνες αναγκαστικού Δικαίου βλ. αναγκαστικός, Κανονικό Δίκαιο βλ. κανονικός, Οικονομικό Δίκαιο βλ. οικονομικός, Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο βλ. ποινικός, Πειθαρχικό Δίκαιο βλ. πειθαρχικός, πλάσμα δικαίου βλ. πλάσμα, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο/Ποινική Δικονομία βλ. ποινικός, Πτωχευτικό Δίκαιο βλ. πτωχευτικός, Συνταγματικό Δίκαιο βλ. συνταγματικός, Υπαλληλικό Δίκαιο βλ. υπαλληλικός ● ΦΡ.: το δίκαιο του ισχυρότερου/του ισχυροτέρου & ο νόμος/το δίκαιο του ισχυρού & το δίκαιο της πυγμής: σε περιπτώσεις που επιβάλλεται η βούληση εκείνου που έχει τη μεγαλύτερη (υλική, οικονομική, πολιτική) δύναμη, σε βάρος των αδυνάτων. ΣΥΝ. ο νόμος της ζούγκλας (2), το δίκαιο των πολλών: όταν υπερισχύει η θέληση των περισσοτέρων., το αίσθημα δικαίου/το περί δικαίου αίσθημα βλ. αίσθημα [< αρχ. δίκαιον, γαλλ. droit < λατ. directum ‘ορθή κατεύθυνση’, γερμ. Recht, Rechts-, αγγλ. law]
δικαστής δι-κα-στής ουσ. (αρσ. + θηλ.) {γεν. θηλ. δικαστού· κλητ. δικαστά | (προφ.) θηλ. δικαστίνα} 1. ΝΟΜ. δημόσιος λειτουργός που ασκεί τη δικαστική εξουσία: αδέκαστος/αμερόληπτος/ανώτατος/αρμόδιος/αυστηρός/δίκαιος/διοικητικός/επίορκος/κοινοτικός/ποινικός/πολιτικός/στρατιωτικός ~. ~ ανηλίκων. Εισηγητής ~. Διορισμός ~ή. Η ακεραιότητα/ανεξαρτησία/ευθυκρισία/το κύρος του ~ή. Ο εναγόμενος θα εμφανιστεί σήμερα ενώπιον του ~ή. Ο προεδρεύων ~. ~ές και ένορκοι. Οι ~ές (= το δικαστήριο) τον αθώωσαν. Εθνική Σχολή ~ών. Ένωση Eλλήνων ~ών και Εισαγγελέων. Πβ. δικαστικός. Βλ. αρχι~, ευρω~. 2. (μτφ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) κριτής: ~ των πράξεων/της συμπεριφοράς (κάποιου). Αυτόκλητος ~ των πάντων (πβ. τιμητής). Με ύφος ~ή (= επικριτικό, σοβαρό, αυστηρό). Βλ. τηλε~. ● ΣΥΜΠΛ.: αθλητικός δικαστής: ΝΟΜ. που επιβάλλει ποινές για πειθαρχικά παραπτώματα σε αθλητικά σωματεία, παράγοντες και αθλητές., τακτικός δικαστής: ΝΟΜ. που ασκεί τη δικαστική εξουσία ως κύριο έργο. Βλ. ένορκος., φυσικός δικαστής: ΝΟΜ. που ορίζεται από τον νόμο πριν και ανεξάρτητα από την εκδίκαση συγκεκριμένης υπόθεσης. [< αρχ. δικαστής, μτγν. δικάστρια, πβ. αγγλ. dicast, γαλλ. juge]
επιλογή [ἐπιλογή] ε-πι-λο-γή ουσ. (θηλ.) 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιλέγω: αποτυχημένη/ασυνήθιστη/ασφαλής/δύσκολη/ελεύθερη/ενδεικτική/εξαιρετική/κορυφαία/κρίσιμη/τελική/τολμηρή ~. ~ επαγγέλματος/προϊόντος/προορισμού (για διακοπές)/στελεχών/συντρόφου. Αποτελέσματα/διαγωνισμός/διαδικασία/επιτροπή/κριτήρια/οδηγός/προϋποθέσεις/τρόπος ~ής (υποψηφίων). Συνέντευξη ~ής προσωπικού. ~ μεταξύ δύο εναλλακτικών (λύσεων). Κωδικός πρόσβασης δικής σας ~ής. Μαθήματα ~ής (= επιλεγόμενα, ΑΝΤ. υποχρεωτικά). Σχολές πρώτης/δεύτερης ~ής. Υποτροφίες κατόπιν ~ής (: χωρίς διαγωνισμό). Θέλω να έχω το δικαίωμα στην ~. Έκανες τη σωστή ~ (= διάλεξες σωστά, πβ. απόφαση). Πβ. εκλογή, διάλεγμα, προτίμηση. Βλ. προ~.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) Μοχλός ~ής. 2. (συνεκδ.-συνήθ. στον πληθ.) το αντικείμενο ή η δυνατότητα επιλογής: άπειρες/απεριόριστες/διαθέσιμες/διατροφικές/εκπαιδευτικές/επαγγελματικές/ιδεολογικές/μουσικές/πολιτικές/προσωπικές ~ές. ~ές για διασκέδαση. Μεγάλη γκάμα/πληθώρα/ποικιλία ~ών.|| Δίχως/χωρίς ~. Είναι ~ μου να ... Έχεις δύο ~ές, ή ... ή ... (πβ. δίλημμα). Δεν έχετε/δεν σας μένει άλλη ~ από το να ... Δεν μου άφησε πολλές ~ές.|| (ΓΛΩΣΣ.) ~ές και αποκλίσεις από τη νόρμα.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Ενεργή ~. (Απ)ενεργοποιώ/ρυθμίζω μια ~. Εκτέλεση/κατάργηση μιας ~ής. ● ΣΥΜΠΛ.: πολλαπλών επιλογών/πολλαπλής επιλογής & (σπάν.) πολλαπλών απαντήσεων/πολλαπλής απάντησης: για θέματα, συνήθ. εξετάσεων, που αποτελούνται από την κύρια ερώτηση και διαφορετικές απαντήσεις-επιλογές, από τις οποίες μία συνήθ. είναι η σωστή: ασκήσεις/ερωτηματολόγιο/ερωτήσεις/κουίζ/σύστημα/τεστ ~ ~.|| (κατ' επέκτ.) Λίστα/μενού ~ επιλογών. [< αγγλ. multiple-choice, 1926] , φυσική επιλογή: ΒΙΟΛ. διαδικασία εξέλιξης των ειδών κατά την οποία επιβιώνουν οι οργανισμοί που έχουν προσαρμοστεί καλύτερα στο περιβάλλον, σε βάρος των λιγότερο προσαρμοσμένων: μεταλλάξεις και ~ ~. Φυσική και τεχνητή (: που γίνεται από τον άνθρωπο) ~. Βλ. δαρβινισμός. [< αγγλ. natural selection] , Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού βλ. συμβούλιο, μενού (επιλογών) βλ. μενού ● ΦΡ.: κατ' επιλογή(ν) (λόγ.): με επιλογή: ~ ~ μαθήματα (= επιλεγόμενα). Εφαρμογή των οδηγιών ~ ~ των κρατών-μελών. Προαγωγή ~ ~ (ΑΝΤ. κατ' αρχαιότητα). [< μτγν. ἐπιλογή, γαλλ. sélection, choix, αγγλ. selection, choice]
θάνατος θά-να-τος ουσ. (αρσ.) {θανάτ-ου | -ων, -ους} 1. οριστική, μη αναστρέψιμη παύση όλων των βιολογικών λειτουργιών ζωντανού οργανισμού, τερματισμός της ζωής: άδικος/αδόκητος/αιφνίδιος/ακαριαίος/ανεξήγητος/ανώδυνος/αξιοπρεπής (βλ. ευθανασία)/ηρωικός/μαρτυρικός/μυστηριώδης/ξαφνικός/πρόωρος/σωματικός/τυχαίος ~. ~ από ασφυξία (= ασφυκτικός). Ληξιαρχική πράξη ~ου. Αναγγελία/δήλωση/είδηση/επέτειος (του) ~ου της ... Η αγωνία/ο φόβος του ~ου. Παγίδα ~ου (: κυρ. για δρόμο). Βουτιά ~ου από τον πέμπτο όροφο (βλ. αυτοκτονία). Θρήνος για τον ~ο του ... (πβ. απώλεια, τέλος, χαμός). Καταδίκη σε ~ο/(λόγ.) εις ~ον. Μείωση του αριθμού των παιδικών ~ων. ~ που αποδίδεται σε/οφείλεται σε/προκλήθηκε από φυσικά αίτια. Βρήκε/είχε τραγικό ~ο. Παλεύει με τον ~ο (= χαροπαλεύει, βλ. ετοιμο~.). Αυξήθηκαν οι ~οι από ναρκωτικά. Αδιευκρίνιστες παραμένουν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες επήλθε ο ~ του ... (πβ. το μοιραίο). (εμφατ.) Κάπνισμα ίσον ~! (έκφρ.) Ελευθερία ή ~!|| (ειδικότ.) Αποτρόπαιος/βασανιστικός/βίαιος ~. Οι λίστες ~ου των εκβιαστών. Έστησαν ενέδρα/καρτέρι ~ου. Καταγγέλλει τον ~ο αμάχων. Πενθούν για τον ~ο αθώων. Καμικάζι έσπειρε τον ~ο. Πβ. ανθρωποκτονία, δολοφονία, φόνος.|| Μαζικοί ~οι ψαριών από χημικά. Πβ. εξόντωση. ΑΝΤ. γέννηση (1) 2. (μτφ.) καταστροφή, τέλος: ιδεολογικός/πνευματικός/πολιτικός/ψυχικός ~ (πβ. αφανισμός, όλεθρος). Ο ~ μιας αυτοκρατορίας (πβ. παρακμή, πτώση). Ο ~ μιας θεωρίας/μιας ιδεολογίας/ενός πολιτικού συστήματος (πβ. κατάρρευση). Οικονομική ύφεση: Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος ~ου. 3. θανατική ποινή: (ως σύνθημα) ~ στους δολοφόνους! 4. (συνήθ. με κεφαλ. Θ) Χάρος: Ο ~ πλανιόταν πάνω από τα ερείπια. ● ΣΥΜΠΛ.: αργός θάνατος 1. (μτφ.) εξάρτηση από ουσίες που οδηγούν τον ανθρώπινο οργανισμό στη φθορά: Η ηρωίνη/το κάπνισμα/το ποτό είναι ~ ~. 2. που δεν επέρχεται γρήγορα: ~ ~ από ραδιενεργά υλικά. [< γαλλ. mort lente] , βιολογικός θάνατος: ΙΑΤΡ. διακοπή του μεταβολισμού των κυττάρων, κυρ. των νευρικών. [< γαλλ. mort biologique] , γλωσσικός θάνατος: ΓΛΩΣΣ. διαδικασία περιορισμού χρήσης μιας γλώσσας, συνήθ. μειονοτικής, με αποτέλεσμα τη σταδιακή εξαφάνισή της. [< αγγλ. language death, 1972] , εγκεφαλικός θάνατος: ΙΑΤΡ. μη αναστρέψιμη βλάβη του εγκεφάλου, με απώλεια όλων των λειτουργιών που σχετίζονται με την αναπνοή και την κυκλοφορία του αίματος. [< αγγλ. brain death, 1964] , κλινικός θάνατος: ΙΑΤΡ. στάδιο πριν από τον οριστικό ή βιολογικό θάνατο, κατά το οποίο παρατηρείται παύση της καρδιοαναπνευστικής λειτουργίας και απώλεια των αισθήσεων: Ο ~ ~ είναι αναστρέψιμος. Βλ. κώμα, φυτό. [< γαλλ. mort clinique] , λευκός θάνατος: η ηρωίνη και γενικότ. τα ναρκωτικά: διακίνηση/κύκλωμα ~ού ~ου. Έμποροι/θύμα του ~ού ~ου. Ξέφυγε από τα δίχτυα του ~ού ~ου., μαύρος θάνατος: ονομασία ενδημικής και επιδημικής νόσου του 14ου αι., της οποίας τα συμπτώματα συνδέθηκαν με εκείνα της βουβωνικής πανώλης. Πβ. πανούκλα. [< αγγλ. black death] , συμβόλαιο θανάτου: συμφωνία με επαγγελματία συνήθ. εκτελεστή για τη δολοφονία ατόμου: πληρωμένα ~α ~. Ανέλαβε/έκανε/εκτέλεσε ~ ~ κατά επιχειρηματία/για ξεκαθάρισμα λογαριασμών.|| (μτφ.) Με την καταστροφή του περιβάλλοντος υπογράφουμε ~ ~ για τα παιδιά μας (= τη θανατική τους καταδίκη). [< αγγλ. contract killing, 1977] , φυσικός/φυσιολογικός θάνατος: που δεν είναι πρόωρος, δεν οφείλεται σε ατύχημα ή έγκλημα. [< γαλλ. mort naturelle] , άγγελος θανάτου βλ. άγγελος, κίνδυνος-θάνατος βλ. κίνδυνος, κούρσα θανάτου βλ. κούρσα, μπλε οθόνη (θανάτου) βλ. οθόνη, ο γύρος του θανάτου βλ. γύρος, στρατόπεδα θανάτου/εξόντωσης βλ. στρατόπεδο ● ΦΡ.: δεν είναι και για θάνατο/προς θάνατο(ν): (προφ.) για κάτι που δεν είναι τόσο τραγικό: Εντάξει, ένα λαθάκι έκανα ~ ~., μετά θάνατο(ν): αφού πεθάνει κάποιος: ~ ~ αναγνώριση/δικαίωση. Πιστεύεις στη ~ ~ ζωή; ΣΥΝ. μεταθανάτιος ΑΝΤ. εν ζωή, μέχρι/έως θανάτου: μέχρι να πεθάνει κάποιος: Βασανίστηκε/ξυλοκοπήθηκε ~ ~.|| (μτφ.) Αγώνας/μάχη ~ ~ (πβ. μέχρις εσχάτων, μέχρι τελικής πτώσεως)., ο θάνατός σου, η ζωή μου!: σε περιπτώσεις μεγάλου ανταγωνισμού, επικράτησης του ενός σε βάρος του άλλου., αγώνας (μεταξύ) ζωής και θανάτου βλ. αγώνας, ακολούθησε (κάποιον) στον τάφο/στον θάνατο βλ. ακολουθώ, έχασε τη μάχη για/με τη ζωή/με το(ν) θάνατο βλ. μάχη, ζήτημα/θέμα ζωής ή/και θανάτου βλ. ζήτημα, μεταξύ ζωής και θανάτου βλ. ζωή, παλεύει με τον θάνατο/τον Χάρο βλ. παλεύω, στη ζωή και στο(ν) θάνατο βλ. ζωή, φλερτάρω με τον θάνατο/τον κίνδυνο βλ. φλερτάρω [< αρχ. θάνατος]
ιατρική [ἰατρική] ι-α-τρι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Ι): ΙΑΤΡ. επιστήμη που μελετά τη δομή και τις λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού καθώς και τις διάφορες νόσους, με στόχο τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της υγείας· συνεκδ. η αντίστοιχη πανεπιστημιακή σχολή ή οι ιατρικές σπουδές: γενική/διαγνωστική/εξατομικευμένη/εργαστηριακή/του κοινωνικού φύλου/ορθομοριακή/πειραματική/τροπική (: για τις νόσους που εκδηλώνονται στις τροπικές περιοχές του πλανήτη)/ψυχοσωματική (: μελετά τις σχέσεις ανάμεσα στις ψυχικές και σωματικές διαδικασίες) ~. ~ ακριβείας. Ασκεί την ~ (= το ιατρικό επάγγελμα).|| Τελείωσε την ~. Σπουδάζει ~. Βλ. βαρ~, γηρ~, οδοντ~, φων~, ψυχ~, βιο-, τηλε-ϊατρική. ● ΣΥΜΠΛ.: αεροπορική/(αερο)διαστημική ιατρική: κλάδος που μελετά τις σωματικές και ψυχολογικές επιδράσεις των διαστημικών πτήσεων στον ανθρώπινο οργανισμό. [< αγγλ. aviation/space medicine, 1949] , επείγουσα ιατρική: κλάδος που ασχολείται με επείγοντα περιστατικά τα οποία απαιτούν άμεση ιατρική παρακολούθηση. [< αγγλ. emergency medicine, 1966] , ιατρική της εργασίας: κλάδος ο οποίος ασχολείται με την πρόληψη, διάγνωση και θεραπεία των ασθενειών και τραυματισμών που προκύπτουν στο περιβάλλον εργασίας: Κέντρο Διάγνωσης ~ής ~ (ΚΔΙΕ) του ΙΚΑ. Βλ. επαγγελματική ασθένεια., κλινική ιατρική: που σχετίζεται με την άμεση εξέταση του ασθενή για τη διάγνωση της νόσου· συνεκδ. οι σπουδές των δύο τελευταίων χρόνων στην ιατρική σχολή. {< αρχ. κλινική (τέχνη), αγγλ. clinical medicine], μεταφραστική ιατρική: διεπιστημονικός κλάδος του βιοϊατρικού τομέα που συνδέει τη βασική έρευνα με την κλινική πράξη με στόχο την ανάπτυξη και εφαρμογή νέων τρόπων πρόληψης, διάγνωσης και θεραπείας ασθενειών. [< αγγλ. translational medicine/research, 1986] , παρηγορητική ιατρική: επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με την ανακούφιση του σωματικού πόνου, καθώς και την ψυχολογική και ηθική υποστήριξη ασθενών, των οποίων η νόσος δεν ανταποκρίνεται στη θεραπευτική αγωγή, με στόχο την όσο το δυνατόν καλύτερη ποιότητα ζωής για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Βλ. ιατρείο πόνου. , φυσική ιατρική (και αποκατάσταση): κλάδος που ασχολείται με την αποκατάσταση μιας σειράς παθήσεων, χρησιμοποιώντας κυρίως φυσικά μέσα, τεχνικά βοηθήματα και συμπληρωματικές θεραπείες. ΣΥΝ. φυσιατρική [< αγγλ. Physical medicine and rehabilitation, 1939], αισθητική/κοσμητική ιατρική βλ. αισθητικός, αναγεννητική ιατρική βλ. αναγεννητικός, εναλλακτική ιατρική βλ. εναλλακτικός, λαϊκή ιατρική βλ. λαϊκός, ολιστική ιατρική βλ. ολιστικός, περιβαλλοντική ιατρική βλ. περιβαλλοντικός, περιγεννητική ιατρική βλ. περιγεννητικός, προληπτική ιατρική βλ. προληπτικός, πυρηνική ιατρική βλ. πυρηνικός, συμπληρωματική ιατρική βλ. συμπληρωματικός, φυλοειδική ιατρική βλ. φυλοειδικός [< αρχ. ἰατρική, γαλλ. médecine, αγγλ. medicine]
καλλιέργεια καλ-λι-έρ-γει-α ουσ. (θηλ.) {καλλιεργει-ών} 1. σύνολο αγροτικών εργασιών που αποσκοπούν στην προετοιμασία του εδάφους για σπορά και, μετά το φύτρωμα των φυτών, στη σωστή ανάπτυξή τους, με σκοπό την καλύτερη δυνατή συγκομιδή: (μέθοδοι/τεχνικές ~ας:) αρδευόμενη (/ποτιστική)/ξηρή (/ξερική) ~. Εκτατική/ενδιάμεση/εντατική/μηχανική (βλ. εκμηχάνιση)/συμβατική ~. Δευτερεύουσες/κύριες ~ες. Εναλλασσόμενες (= αμειψισπορά· βλ. αγρανάπαυση)/μόνιμες ~ες. Βλ. μονο~, πολυ~, συγ~.|| ~ του αγρού/της γης/του κήπου.|| Υπαίθρια ~ ή ~ σε θερμοκήπιο (βλ. υπό κάλυψη). Η ~ της ελιάς (= ελαιο~). ~ βαμβακιού (= βαμβακο~)/λαχανικών/μανιταριών/μεταλλαγμένων (πβ. παραγωγή). Βλ. -καλλιέργεια. 2. {χωρ. πληθ.} (μτφ.) δημιουργία κατάλληλων συνθηκών για την ανάπτυξη ορισμένης πνευματικής ή συναισθηματικής ιδιότητας ή κατάστασης: αισθητική/γλωσσική/ψυχική ~ (βλ. αυτο~). ~ του γούστου/της κρίσης/της μνήμης/του νου/της φαντασίας. ~ των γραμμάτων/της μουσικής/των τεχνών (πβ. ενασχόληση, εντρύφηση, επίδοση).|| ~ προτύπων.|| ~ (κλίματος) μίσους/φόβου (βλ. συντήρηση, υπόθαλψη). 3. {χωρ. πληθ.} (κατ' επέκτ.) παιδεία, μόρφωση: άνθρωπος με/χωρίς ~ (= καλλιεργημένος/ακαλλιέργητος). 4. εκτροφή: ~ μυδιών/πέστροφας/στρειδιών (= οστρεο~). Βλ. ιχθυο~, υδατο~.|| ~ μαργαριταριών. 5. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. εργαστηριακή ανάπτυξη και πολλαπλασιασμός βιολογικού υλικού (μικροοργανισμών, κυττάρων, ιστών) πάνω σε ειδικό θρεπτικό υλικό, για επιστημονικούς ή διαγνωστικούς σκοπούς: (ως έρευνα:) ~ βακτηριδίων/ιών/μυκήτων.|| (ως εξέταση:) Αρνητική/θετική ~. ~ αίματος/κολπικού υγρού/κοπράνων/ούρων (= ουρο~)/πτυέλων. Βλ. ανα~, ιστο~, κυτταρο~. ● καλλιέργειες (οι): εκτάσεις στις οποίες καλλιεργούνται φυτά και συνεκδ. τα ίδια τα φυτά: αγροτικές (= αγρο~)/γενετικά τροποποιημένες/γεωργικές/δασικές/εμπορικές/θερμοκηπιακές ~. ~ οπωροφόρων (= οπωρο~, οπωρώνες). Άρδευση ~ών. Η παγωνιά έκαψε τις ~. Πβ. περιβόλι, φυτεία, χωράφι. Βλ. λίπασμα. ● ΣΥΜΠΛ.: φυσική καλλιέργεια: ΓΕΩΠ. γεωργική μέθοδος στην οποία δεν χρησιμοποιούνται λιπάσματα και φυτοφάρμακα και δεν γίνεται κατεργασία της γης. [< αγγλ. natural farming] , βιολογική/οικολογική/οργανική γεωργία/καλλιέργεια βλ. γεωργία, ενεργειακά φυτά/ενεργειακές καλλιέργειες βλ. φυτό [< 1: μεσν. καλλιέργεια 2-5: γαλλ. culture]
καλλονή καλ-λο-νή ουσ. (θηλ.) 1. {σπανιότ. αρσ. προφ. καλλονός} πάρα πολύ όμορφη γυναίκα: εξωτικές/καλλίγραμμες/μαύρες ~ές. Είναι πραγματική ~! Πβ. θεά, κούκλα, κουκλάρα.|| (αρσ.) Πβ. κούκλος, παίδαρος. 2. (απαιτ. λεξιλόγ.) ομορφιά: κοπέλα σπάνιας ~ής. ΣΥΝ. κάλλος ● ΣΥΜΠΛ.: φυσικές καλλονές: ομορφιές του φυσικού περιβάλλοντος: απαράμιλλες/μοναδικές ~ ~. Aνάδειξη/αξιοποίηση/προβολή/προστασία των ~ών ~ών ενός τόπου. Καταπράσινο νησί με σπάνιες ~ ~., ινστιτούτο ομορφιάς βλ. ομορφιά ● ΦΡ.: εκπάγλου καλλονής βλ. έκπαγλος [< 2: αρχ. καλλονή, γαλλ. beauté]
καταλληλότητα κα-ταλ-λη-λό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του κατάλληλου: ~ των μεθόδων διδασκαλίας/των σχολικών βιβλίων. Μελέτη ~ας. Οικιστική ~ εδάφους. Σήματα ~ας τηλεοπτικών εκπομπών. Άδεια/δείκτης/έλεγχος/εξέταση/κριτήρια/πιστοποιητικό/προδιαγραφές/σήμανση ~ας (τροφίμων/υλικών). (σε δημοσκόπηση:) Υπερέχει στην ~ για την πρωθυπουργία. Ελέγχθηκε η ~ του κτιρίου (μετά τον σεισμό). Αμφισβητήθηκε/διαπιστώθηκε/εξακριβώθηκε/επισημάνθηκε η ~ (και η ποιότητα) του προϊόντος/χώρου (για τη διεξαγωγή της συναυλίας).|| Η ~ των διδασκόντων/του υποψηφίου. Πβ. επάρκεια. Βλ. -ότητα. ΑΝΤ. ακαταλληλότητα ● ΣΥΜΠΛ.: φυσική καταλληλότητα: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. (ως προϋπόθεση διορισμού) σωματική ικανότητα εκτέλεσης των καθηκόντων που απαιτεί η συγκεκριμένη θέση εργασίας: υγεία και ~ ~. Πβ. αρτιμέλεια. [< πβ. μτγν. καταλληλότης ‘ορθή σύνταξη’ (γραμμ.)]
καταστροφή κα-τα-στρο-φή ουσ. (θηλ.) 1. πρόκληση φθοράς, βλάβης ή αλλοίωσης: βαθμιαία/μαζική/μερική/οικολογική (= οικο~)/ολική/ολοσχερής (πβ. Αρμαγεδδώνας) ~. Εκτεταμένες/τεχνολογικές ~ές. ~ των αρχαιοτήτων/βιβλίων/δεδομένων/του κτιρίου (πβ. κατάρρευση)/της πόλης (πβ. ρήμαγμα)/του πολιτισμού. ~ του περιβάλλοντος. Αιτίες/θύματα ~ής. Έπαθε μεγάλη ~. Η παγωνιά/το χαλάζι έκανε/προκάλεσε/προξένησε ~ές. Πβ. αφανισμός, όλεθρος.|| Οικονομική ~ επιχείρησης (πβ. χρεοκοπία). Οδηγούμαι στην ~ (: καταλήγω σε πολύ άσχημη κατάσταση). Πβ. αχρήστευση, διάλυση, εξαφάνιση. Βλ. αυτο~. 2. (συνεκδ.-προφ.) καθετί που έχει ολέθρια, πολύ αρνητικά αποτελέσματα: Τα ναρκωτικά/το ποτό/η χαρτοπαιξία ήταν η ~ του. Η ταινία ήταν σκέτη ~ (πβ. απογοήτευση, αποτυχία). (επιφών.) ~! Τι θα κάνω τώρα; Πβ. δυστυχία, συμφορά. Βλ. ευτύχημα. ● ΣΥΜΠΛ.: θεωρία των καταστροφών: ΦΥΣ.-ΜΑΘ. θεωρητικό μοντέλο που περιγράφει τις ασυνεχείς συστημικές αλλαγές, οι οποίες εξαρτώνται από εξωτερικές παραμέτρους, τις λεγόμενες καταστροφές, που είναι μεμονωμένα συμβάντα. [< αγγλ. catastrophe theory, 1971, γαλλ. théorie des catastrophes, 1972] , φυσική καταστροφή 1. {συνήθ. στον πληθ.} εκτεταμένη φθορά που προκαλείται από ακραία και συνήθ. απρόβλεπτα φυσικά φαινόμενα: ~ές ~ές από παλιρροϊκά κύματα (βλ. τσουνάμι)/πλημμύρες/πυρκαγιές/σεισμούς/τυφώνες. Ζημιές από τις ~ές ~ές. Τα θύματα/οι πληγέντες των ~ών ~ών. Η περιοχή υπέστη ολοκληρωτική ~ ~. Πβ. θεομηνία. 2. ζημιά, βλάβη· κατ' επέκτ. εξόντωση: ~ ~ προϊόντος (= αλλοίωση).|| ~ ~ του εχθρού. [< αγγλ. natural disaster] , βιβλική καταστροφή βλ. βιβλικός, όπλα μαζικής καταστροφής βλ. όπλο, υποβρύχιες καταστροφές βλ. υποβρύχιος ● ΦΡ.: φέρνει την καταστροφή & φέρνει τον κατακλυσμό: παρουσιάζει μια κατάσταση περισσότερο δραματική απ' ό,τι είναι στην πραγματικότητα., στο χείλος του γκρεμού/της αβύσσου/της καταστροφής βλ. γκρεμός [< αρχ. καταστροφή, γαλλ.-αγγλ. catastrophe]
λογικός, ή, ό λο-γι-κός επίθ. 1. που συμφωνεί με τη λογική, υπακούει στους κανόνες της ή αναφέρεται σε αυτή: ~ή: απάντηση/απόφαση/λύση/σκέψη/συνέχεια (των πραγμάτων). ~ό: επακόλουθο (πβ. φυσικό)/συμπέρασμα. ~ά: επιχειρήματα. Χωρίς ~ή συνέπεια και συνέχεια. Η μόνη ~ή (: πειστική) εξήγηση που μπορώ να δώσω είναι ... Αξιώσεις που δεν έχουν κανένα ~ό έρεισμα. Θύμωσε κι είναι (απολύτως/πολύ) ~ό. Το βρίσκεις ~ό αυτό που κάνει;|| (ως ουσ.) Το (πιο) ~ό (: σωστό) είναι να ... Πβ. βάσιμος, δικαιολογημένος, εύλογος. ΑΝΤ. παράλογος.|| ~ή: ακολουθία/αλληλουχία (γεγονότων)/οργάνωση (κειμένου)/σκέψη. Πβ. ορθο~. Βλ. εξω~.|| ~ή: ικανότητα. 2. (κατ' επέκτ.) που δεν είναι υπερβολικός· φυσιολογικός: ~ή: αντίδραση (= αναμενόμενη). ~ές: απαιτήσεις/τιμές. ~ά: αιτήματα (: δίκαια). Κατανάλωση εντός ~ών ορίων (= με μέτρο). Αυξήσεις σε ~ά επίπεδα. Πβ. κανονικός, λελογισμένος, μετρημένος, νορμάλ. Βλ. αλόγιστος. ΑΝΤ. παράλογος 3. που διαθέτει λογική, που σκέφτεται και κρίνει ορθά: Αν είναι ~, θα σε καταλάβει. Νομίζω ότι κάθε ~ό άτομο θα συμφωνούσε μαζί μου. Ας είμαστε/πρέπει να φανούμε ~οί. Πβ. γνωστικός, έμ-, εχέ-, σώ-φρων, μυαλωμένος, νοήμων, συνετός, φρόνιμος. ΑΝΤ. παράλογος.|| ~ό (= έλλογο· ΑΝΤ. άλογο) ον (= ο άνθρωπος). 4. που σχετίζεται με τη Λογική: ~ή: απόδειξη/πλάνη. ~οί: συλλογισμοί. ~ές: αρχές/προτάσεις (: μπορούν να χαρακτηριστούν ως αληθείς ή ψευδείς).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ός: προγραμματισμός/σχεδιασμός. ~ή: πύλη. ~ό: σφάλμα. ~οί: τελεστές. ~ές: εκφράσεις/μεταβλητές/πράξεις/συναρτήσεις. ~ά: δεδομένα. Αριθμητική-~ή μονάδα υπολογιστή (: εκτελεί αριθμητικούς και ~ούς υπολογισμούς).|| (ΜΑΘ.) ~ός: πολλαπλασιασμός. ~ή: πρόσθεση. ~οί: σύνδεσμοι. ~ά: σύμβολα. ● επίρρ.: λογικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: στη σημ. 1: ~ (= κανονικά), θα έπρεπε να είχε έρθει. ● ΣΥΜΠΛ.: διάγραμμα ροής/λογικό διάγραμμα βλ. διάγραμμα, λογική ισοδυναμία βλ. ισοδυναμία, λογικό κύκλωμα βλ. κύκλωμα ● ΦΡ.: σε λογικά πλαίσια βλ. πλαίσιο [< αρχ. λογικός, γαλλ. logique, αγγλ. logic(al)]
λόγος λό-γος ουσ. (αρσ.) 1. ΓΛΩΣΣ. η ανθρώπινη ικανότητα για έκφραση σκέψεων, συναισθημάτων, γνώσεων, πληροφοριών μέσω της γλώσσας· η πραγμάτωση και οι διάφορες μορφές της: έναρθρος ~. Διαταραχές (βλ. αλαλία, α-, δυσ-φασία, αφωνία, τραυλ-, ψευδ-ισμός)/θεραπεία (πβ. λογοθεραπεία)/κατανόηση/όργανα (πβ. φωνή)/παραγωγή ~ου.|| Αρθρώνω/εκφέρω ~ο (= μιλώ). Συνηθισμένα λάθη στον καθημερινό ~ο. Έχει την ευχέρεια/το χάρισμα του ~ου. Είναι άριστος χειριστής του ~ου.|| Είδη ~ου. Δείκτες ~ου (= κειμενικοί δείκτες). Γραπτός (πβ. γραφή, γράψιμο)/δημοσιογραφικός/έμμετρος ή ποιητικός (= ποίηση)/επιστημονικός/ηλεκτρονικός/πολιτικός/προφορικός (= ομιλία) ~. Αρχαίος/αττικός (βλ. διάλεκτος)/δημοτικός (= δημοτική)/νεοελληνικός (= νεοελληνική) ~ (= γλώσσα). Έντεχνος ~/η τέχνη του ~ου (= λογοτεχνία). 2. αιτία ή σκοπός, πρόθεση: Για τον άλφα ή βήτα ~ο (= για τον ένα ή τον άλλο ~ο) ... Για ~ους αρχής/ασφαλείας/εκδίκησης/σκοπιμότητας/συμφέροντος/τιμής/υγείας ... Για ειδικούς/επαγγελματικούς/ευνόητους/οικογενειακούς/οικονομικούς/πολιτικούς/πολλούς/σοβαρούς/συναισθηματικούς ~ους. Ένας ~ παραπάνω να ... Διερεύνηση των ~ων/συνηθέστεροι ~οι αποτυχίας στο σχολείο. Ο κύριος ~ είναι ότι ... Υπάρχει ~ που ... Δεν συντρέχει/υπάρχει ~ (για) να .../ανησυχίας. Αυτός δεν είναι ~ να αγχώνεσαι. Εξ αυτού του ~ου. Αισθάνεται ότι δεν έχει ~ο ύπαρξης (πβ. νόημα, προορισμό, βλ. κενό). Για ποιο ~ο (πβ. αφορμή) έλειπες; Για κανένα ~ο (να) μη με ενοχλήσετε (: σε καμία περίπτωση). Ζητάει και τον ~ο (= και τα ρέστα) από πάνω. Δεν έχω ~ο να αμφιβάλλω. Ποιοι ~οι επιβάλλουν/ευνοούν/οδηγούν/ωθούν ...; Άγνωστοι παραμένουν οι ~οι (= τα αίτια, κίνητρα) του εγκλήματος. Δέκα ~οι για να κόψετε το κάπνισμα. Επικαλέστηκε προσωπικούς ~ους. Έχω ~ο/τον ~ο μου/τους ~ους μου που το αναφέρω. Δεν είχε ~ο να πει ψέματα. Εξήγησε τους ~ους για τους οποίους (= γιατί) ... Έχει βάσιμους ~ους να πιστεύει ότι ... Το θυμάμαι αυτό που λες, για άσχετο όμως ~ο. Πβ. αιτιο-, δικαιο-λογία. 3. αγόρευση, ομιλία: αποχαιρετιστήριος/αυτοσχέδιος/εναρκτήριος/επικήδειος/θρησκευτικός/καταγγελτικός/πολιτικός/(συνήθ. για κόμμα) προγραμματικός/προεκλογικός ~. Πανηγυρικός ~ για την 25η Μαρτίου. Βγάζω/εκφωνώ ~ο (στη Βουλή/στο δικαστήριο). Γράφω/ετοιμάζω ένα ~ο. Βλ. διάλεξη, διδαχή, κήρυγμα.|| (ΦΙΛΟΛ.-ΡΗΤΟΡ.) Δικανικοί/επιδεικτικοί/συμβουλευτικοί ~οι. Οι ~οι του Δημοσθένη (βλ. φιλιππικός)/Κικέρωνα. Αγώνας ~ων. 4. ό,τι λέει κάποιος: η αλήθεια των ~ων του. Αναντιστοιχία/συνέπεια ~ων και έργων/πράξεων. Όλοι είχαν να πουν έναν καλό ~ο για το φαγητό (πβ. εγκώμιο, έπαινος). Τι ~ο ξεστόμισες (: βρισιά, ύβρις)! Έχει πάντα έτοιμο τον κακό τον ~ο (= την κακία).|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Πνευματικοί ~οι. ~οι Αγίων. ΣΥΝ. λόγια (1) 5. συζήτηση, αναφορά: Γίνεται (πολύς) ~ για πρόωρες εκλογές/ότι (σπάν. να) ... (: συζητιέται, σχεδιάζεται) Τον ~ο σου είχαμε (: μιλούσαμε, κουβεντιάζαμε για σένα). Πβ. μνεία. 6. υπόσχεση, διαβεβαίωση, δέσμευση: Αθέτησε/κράτησε/τήρησε τον ~ο της. Έχεις τον ~ο μου (πβ. δίνω τον λόγο μου, λόγω τιμής/στον ~ο της τιμής μου). Έμεινε πιστός/φάνηκε συνεπής στον ~ο του. Βασίζομαι στον ~ο σου.|| Είναι άνθρωπος με ~ο (: τιμή). 7. το δικαίωμα να μιλήσει κάποιος: Απευθύνω/αποτείνω/δίνω τον ~ο (σε κάποιον). Του αφαίρεσε τον ~ο. Κύριε ..., έχετε τον ~ο. Και τώρα ο ~ στον πρόεδρο. (ΝΟΜ.) Δικαίωμα ~ου.|| (κατ' επέκτ.) Τον ~ο έχει τώρα η δικαιοσύνη (: είναι η σειρά της να αποφασίσει). 8. άποψη, γνώμη με ισχύ: Ο ~ του ακούγεται/μετράει/περνάει (: είναι σεβαστός, τον εκτιμούν). Θα έχει βαρύνοντα ~ο στην τελική απόφαση.|| Δεν υπάκουσε στον ~ο του πατέρα του. Πβ. διαταγή, εντολή, προσταγή. 9. λογική: ορθός ~ (πβ. ορθολογισμός). Η μετάβαση του ανθρώπου από τον μύθο στον ~ο. Πβ. έλλογο, μυαλό, νους. Βλ. υπέρλογο. ΣΥΝ. λογικό ΑΝΤ. άλογο(ν), παράλογο 10. ΜΑΘ. σχέση μεταξύ δύο μεγεθών, η οποία εκφράζεται ως το πηλίκο που προκύπτει, όταν διαιρεθούν μεταξύ τους: 3/4, ο ~ του 3 προς το 4. Ας υποθέσουμε ότι ο ~ α/β είναι σταθερός ... ΣΥΝ. αναλογία (5) ● Υποκ.: λογάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ανάλυση (του) λόγου: ΓΛΩΣΣ. μελέτη της δομής και των κανόνων που διέπουν γλωσσικές μονάδες μεγαλύτερες από την πρόταση (π.χ. παράγραφος, κείμενο, συνομιλία) κυρ. με γραμματικά και σημασιολογικά κριτήρια· κατ΄επέκτ. ο αντίστοιχος κλάδος: κριτική ~ ~. Βλ. ανάλυση συνομιλίας, αναφορικ-, συνεκτικ-ότητα, συνοχή. [< αγγλ. discourse analysis, 1952] , (τα) μέρη του λόγου βλ. μέρος, αποχρών λόγος βλ. αποχρών, ελευθερία (της) γνώμης/(της) έκφρασης/(των) ιδεών/(του) λόγου βλ. ελευθερία, ενδιάθετος λόγος βλ. ενδιάθετος, εστιακός λόγος βλ. εστιακός, ευθύς λόγος βλ. ευθύς, καθυστέρηση του λόγου/της ομιλίας βλ. καθυστέρηση, ο Λόγος (του Θεού) βλ. θεός, ο λόγος της τιμής βλ. τιμή, πεζός λόγος βλ. πεζός, πλάγιος λόγος βλ. πλάγιος, σπερματικός λόγος βλ. σπερματικός, σχήμα (λόγου) βλ. σχήμα, υποθετικός λόγος βλ. υποθετικός, υποτεταγμένος λόγος βλ. υποταγμένος ● ΦΡ.: από λόγου μου/σου/του ... (λαϊκό): από μένα, σένα ...: Μάθαμε ~ του ότι ..., για λόγου μου/σου/του ... (λαϊκό): για τον εαυτό μου/σου/του ...: ~ σου καλά έπραξες., για τον λόγο ότι ... & (σπάν.-λόγ.) επί τω λόγω ότι ...: γιατί, επειδή, εφόσον., δεν είναι σχήμα λόγου (προφ.): για κάτι που λέγεται κυριολεκτικά, όχι μεταφορικά ή τυπικά: Θα χαρώ να τα ξαναπούμε· κι αυτό που λέω ~ ~ (: το εννοώ πραγματικά)., δεν μου πέφτει λόγος (προφ.): δεν με αφορά: Αν και (εμένα) ~ ~, θα σε συμβούλευα να φύγεις. Είναι προσωπική της επιλογή και δεν πέφτει ~ σε κανένα., δίνω λόγο 1. δίνω εξηγήσεις για τις ενέργειές μου, απολογούμαι, δικαιολογούμαι: Δεν έχω να δώσω ~ σε κανένα. ΣΥΝ. δίνω (σε κάποιον) λογαριασμό, λογοδοτώ 2. λογοδίνομαι: Έδωσαν ~ κι ετοιμάζονται να παντρευτούν. Πβ. αρραβωνιάζομαι, μνηστεύομαι. 3. υπόσχομαι: Δώσαμε ~ να ξαναβρεθούμε στο ίδιο μέρος., έχω λόγο: εκφράζω την άποψή μου, συμμετέχω στη λήψη αποφάσεων: Δεν ~ει ~ στη διοίκηση της εταιρείας., ζητώ τον λόγο 1. ζητώ από κάποιον να εξηγήσει τις πράξεις του, τη συμπεριφορά του: Κανείς δεν πρόκειται να σου ζητήσει ~. 2. (σε επίσημη συζήτηση, συνέλευση) ζητώ το δικαίωμα να μιλήσω: Κύριε Πρόεδρε, ~ ~. Ζήτησε και πήρε ~. [< γαλλ. demander la parole] , κάνω λόγο για ...: αναφέρομαι σε κάτι: Στην ανακοίνωσή/δήλωσή/έκθεσή/συνέντευξή του έκανε ~ για άμεση λήψη μέτρων., λόγο (σ)τον λόγο: κατά την εξέλιξη της συζήτησης: ~ ~ άναψαν τα αίματα., λόγος (και) αντίλογος: διατύπωση άποψης και προβολή της αντίθετής της, στο πλαίσιο του διαλόγου, της ελευθερίας έκφρασης: ~ ~ για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Αγώνες ~ου (και) ~ου (πβ. αντιλογία, επιχειρηματολογία). Βλ. ντιμπέιτ., λόγου χάρη/χάριν (συντομ. λ.χ.): για παράδειγμα., λόγω και έργω & λόγω ή έργω (λόγ.): με λόγια και/ή πράξεις: Είναι χαρισματική προσωπικότητα ~ ~.|| (ΝΟΜ.) ~ ~ εξύβριση., λόγω τιμής & στο(ν) λόγο (της τιμής) μου (προφ.): ως έκφραση διαβεβαίωσης για την αλήθεια, την αξιοπιστία, την εγκυρότητα των λόγων κάποιου: Λόγω τιμής, δεν ξέρω τίποτα. Σου υπόσχομαι, στον λόγο της τιμής μου, δεν θα το ξανακάνω. [< γαλλ. (ma) parole d'honneur] , μετά λόγου γνώσεως (απαιτ. λεξιλόγ.): με πλήρη επίγνωση της κατάστασης, με σύνεση και λογική, εκ πείρας, υπεύθυνα: Το λέω ~ ~., ο/η/το εν λόγω (λόγ.): για πρόσωπο ή πράγμα που έχει ήδη αναφερθεί, προς αποφυγή επανάληψης ή με ειρωνική χροιά: Με βάση τις διατάξεις του ~ ~ νόμου ... Η επιτροπή διαπίστωσε ότι ο ~ ~ υποψήφιος δεν διαθέτει προϋπηρεσία. Το ~ ~ προϊόν παρουσιάζει συνεχώς προβλήματα. Πβ. ο περί ου ο λόγος., ούτε λόγος/κουβέντα/συζήτηση (εμφατ.-προφ.): σε περιπτώσεις που δεν τίθεται καν θέμα συζήτησης: ~ ~ για ξεκούραση, αύριο φεύγουμε. -Μπορείς να με βοηθήσεις; -~ ~ (: βέβαια, θέλει και ρώτημα;)! Συναντηθήκαμε σήμερα, αλλά ~ ~ (: δεν μιλήσαμε καθόλου) για τα χθεσινά. Λίγες μέρες πριν τις διακοπές και για εισιτήρια φυσικά ~ ~ να γίνεται (: έχουν εξαντληθεί)., παίρνω/λαμβάνω τον λόγο: μιλώ ή παρεμβαίνω σε συζήτηση, αφού έρθει η σειρά μου: Πήρε ~ και είπε ... Πρώτος έλαβε ~ ο ..., ποιος ο λόγος να ...;: είναι άσκοπο, ανώφελο, ανούσιο: ~ ~ να πάω, αφού δεν θα έρθει; Πβ. ποιο το όφελος/(προς) τι το όφελος;, που λέει ο λόγος & (σπάν.) ο λόγος το λέει (προφ.): μιλώντας υποθετικά, για να αναφερθεί ένα παράδειγμα ή μια παροιμία, λαϊκή ρήση: Kαι πενήντα να μαζευτούμε, ~ ~, χωράμε στην αίθουσα. Πβ. ας πούμε, τρόπος του λέγειν.|| Δεν θέλει κόπο, αλλά τρόπο, ~ ~., του λόγου/(κι) ελόγου μου/σου/του ... (λαϊκό, συνήθ. ειρων.-μειωτ. για το β' κ. γ' πρόσ.): αντί της προσ. αντων. εγώ, εσύ, αυτός: Έτσι μεγάλωσα και ~ μου (= κι εγώ). Από πού 'ρχεσαι ~ σου; Καλό κουμάσι είναι κι ~ του! ΣΥΝ. αφεντιά, φυσικώ τω λόγω (λόγ.): όπως είναι λογικό, φυσικό., χωρίς/δίχως λόγο (και αιτία) & χωρίς αιτία/λόγο κι αφορμή & (λόγ.) άνευ λόγου (και αιτίας): χωρίς λογική εξήγηση: Κατηγορεί ο ένας τον άλλο ~ ~. Υποστήκαμε τα πάνδεινα ~ λόγο. ΣΥΝ. αδικαιολόγητα, αναίτια ΑΝΤ. δικαιολογημένα, ανάξιος λόγου βλ. ανάξιος, άξιος λόγου βλ. άξιος, για του λόγου το αληθές/το ασφαλές βλ. αληθής, δεν βλέπω (τον λόγο) γιατί βλ. βλέπω, δίνω τον λόγο μου/τον λόγο της τιμής μου βλ. δίνω, εν τη ρύμη του λόγου βλ. ρύμη, ένας λόγος/μια κουβέντα είναι βλ. ένας, μία/μια, ένα, επ' ουδενί (λόγω) βλ. ουδείς, ουδεμία, ουδέν, έχει τον πρώτο (και τον τελευταίο) λόγο βλ. πρώτος, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, ζωή σε (λόγου) σας βλ. ζωή, κατά δεύτερο λόγο/κατά δεύτερον βλ. δεύτερος, κατά κύριο/πρώτο/μείζονα λόγο βλ. κύριος, κουβέντα στην κουβέντα/λόγο στον λόγο βλ. κουβέντα, κουβέντα/λόγος να γίνεται βλ. γίνομαι, με άλλα λόγια βλ. λόγια, με λίγα/δυο λόγια βλ. λόγια, μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα/μεγάλο λόγο μην λες/πεις βλ. μπουκιά, ο περί ου/η περί ης/το περί ου ο λόγος βλ. περί, όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος βλ. πίπτω, περί ορέξεως (ουδείς λόγος/κολοκυθόπιτα) βλ. όρεξη, τα λόγια σου με χόρτασαν/ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο βλ. χορταίνω, τι μέρος του λόγου είναι ...; βλ. μέρος, το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση βλ. φέρνω [< αρχ. λόγος, γαλλ. langue, parole, raison]
μέγεθος μέ-γε-θος ουσ. (ουδ.) {μεγέθ-ους | -η, -ών} 1. μήκος, ύψος, πλάτος ή όγκος φυσικού αντικειμένου ή σώματος, οι διαστάσεις του: ~ μπαταρίας/οθόνης. Το ~ της Γης. Χαρτί ~ους/σε ~ Α4. Ενδύματα σε διάφορα/μεγάλα (βλ. (έξτρα) λαρτζ)/όλα τα ~η. Γλυπτό σε φυσικό ~ (: σε πραγματικές διαστάσεις). Δεν βρίσκει ρούχα στο ~ός του (= στα μέτρα, στο νούμερό του). Ψάρια που εκτρέφονται μέχρι να φτάσουν το εμπορικό ~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ αρχείου. Αλλαγή/επιλογή ~ους εικονιδίων/χαρακτήρων (βλ. γραμματοσειρά). Κάντε κλικ, για να δείτε τη φωτογραφία στο κανονικό της ~ (: όπως έχει αποθηκευτεί στο σχετικό αρχείο). 2. (μτφ.) έκταση, ένταση, εύρος ή πλήθος: το (αληθινό/πραγματικό) ~ ενός προβλήματος/της καταστροφής. Το ~ της ζημιάς/της κατάντιας.|| Σεισμική δόνηση ~ους 5,9 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ.|| Επιχειρήσεις μεσαίου/μικρού ~ους.|| Το ~ μιας οικογένειας (: ο αριθμός των μελών της). 3. ΦΥΣ. φυσικό μέγεθος: διανυσματικά (π.χ. δύναμη, επιτάχυνση, ορμή, ταχύτητα)/ενεργειακά (π.χ. θερμίδα)/εντατικά/ηλεκτρικά (π.χ. αντίσταση, ενέργεια, ένταση, ισχύς, συχνότητα, τάση)/θεμελιώδη (π.χ. ένταση ηλεκτρικού ρεύματος/φωτεινής πηγής, θερμοκρασία, μάζα, μήκος, χρόνος)/μονόμετρα (ή βαθμωτά)/παράγωγα (π.χ. πυκνότητα) ~η. ● μεγέθη (τα): κέρδη, έσοδα· γενικότ. οικονομικά ποσά: αύξηση/μείωση ~ών για τις βιομηχανίες τροφίμων. Αρνητικά/βελτιωμένα/θετικά τα ~η της εταιρείας για το πρώτο εξάμηνο.|| Βασικά ~η του προϋπολογισμού. ● ΣΥΜΠΛ.: απόλυτο μέγεθος: ΑΣΤΡΟΝ. η φυσική λαμπρότητα ουράνιου σώματος (σύμβ. M), όπως αυτή θα γινόταν αντιληπτή από απόσταση δέκα παρσέκ. Βλ. φαινόμενο μέγεθος. [< αγγλ. absolute magnitude, 1902] , αριθμητικό μέγεθος: ΜΑΘ. κάθε ποσότητα που μειώνεται ή αυξάνεται, μπορεί να μετρηθεί και να εκφραστεί με κάποιον αριθμό. Βλ. εμβαδό, μήκος, όγκος, πλάτος, ύψος., τάξη μεγέθους: κατά προσέγγιση τιμή, ποσό(τητα), μέγεθος: Για να έχετε μία ~ ~, το συνολικό κόστος των έργων ανέρχεται στις ... χιλιάδες ευρώ. Πβ. της τάξεως/τάξης., φαινόμενο μέγεθος: ΑΣΤΡΟΝ. η φαινόμενη λαμπρότητα ουράνιου σώματος (σύμβ. m), όπως αυτή γίνεται αντιληπτή από έναν παρατηρητή στη Γη. Βλ. απόλυτο μέγεθος. [< αγγλ. apparent magnitude] , φυσικό μέγεθος: ΦΥΣ. φυσική έννοια, ιδιότητα, φαινόμενο που μπορεί να εκφραστεί ποσοτικά και έχει ορισμένη μονάδα μέτρησης., ανάλογα μεγέθη/ποσά βλ. ανάλογος, αντιστρόφως ανάλογα μεγέθη/ποσά βλ. ανάλογος, νομισματικά μεγέθη βλ. νομισματικός, οικογενειακό μέγεθος βλ. οικογενειακός, οικονομικά μεγέθη βλ. οικονομικός ● ΦΡ.: σε μέγεθος τσέπης: για κάτι που μπορεί να μεταφερθεί μέσα σε τσέπη: φορητό ραδιόφωνο ~ ~. [< αγγλ. pocket-size, 1909] , πρώτου μεγέθους βλ. πρώτος [< αρχ. μέγεθος]
μητέρα μη-τέ-ρα ουσ. (θηλ.) & (αρχαιοπρ.) μήτηρ {μητρ-ός} 1. γυναίκα που έχει γεννήσει ή υιοθετήσει παιδί ή παιδιά: άγαμη/ανύπαντρη/θετή/θηλάζουσα/εργαζόμενη/μέλλουσα/πολύτεκνη/στοργική/χωρισμένη ~. ~ ανήλικων παιδιών/διδύμων. Το γάλα της ~ας. Η γιορτή της ~ας. Ο δεσμός/η σχέση ~ας-γιου/κόρης. Ορφανός από ~. Αδέρφια από την ίδια ~ (= ομομήτρια). Η ~ του γαμπρού/της νύφης. Ονοματεπώνυμο ~ας/~ός. Ωράριο ~ων. Έγινε ~ σε ηλικία είκοσι ετών. Την έχω σαν (δεύτερη) ~ μου. Η ~ της ~ας μου (= γιαγιά). Πβ. μαμά, μάνα.|| (ως προσφών. σε πεθερά) ~, τι να σας φέρω;|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Η ~ του Θεού/Χριστού (: η Παναγία).|| Η ~ των θεών (: διαφορετική για κάθε πολυθεϊστική θρησκεία, π.χ. στην ελληνική μυθολογία η Ρέα). Βλ. πατέρας. 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει. 3. (μτφ.) πηγή δημιουργίας, προέλευσης, γενεσιουργός παράγοντας: η ~ γη/φύση. Η αδικία είναι η ~ της βίας. ● Υποκ.: μητερούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: βιολογική μητέρα 1. η γυναίκα που δανείζει τη μήτρα της και γεννά το εμφυτευμένο έμβρυο. 2. εκείνη που γέννησε ένα παιδί, συνήθ. σε αντίθεση με εκείνη που το μεγάλωσε. ΣΥΝ. φυσική. ΑΝΤ. θετή., κοινωνική μητέρα: αυτή που ανατρέφει το παιδί., μητέρα (όλων) των μαχών (μτφ.): η καθοριστική, σημαντικότερη μάχη: Ο αποψινός αγώνας αποτελεί τη ~ ~ για την εθνική μας ομάδα. Η ~ ~ θα κρίνει τον πρωταθλητή., μητέρα γλώσσα: ΓΛΩΣΣ. αυτή από την οποία προήλθαν εξελικτικά άλλες γλώσσες, η κοινή γλωσσική τους πρόγονος: αναγωγή των ευρωπαϊκών γλωσσών σε μια κοινή ~ ~., παρένθετη/φέρουσα/υποκατάστατη μητέρα: αυτή που κυοφορεί γονιμοποιημένο ωάριο άλλης γυναίκας ή γενικότ. γυναίκα που κυοφορεί έμβρυο, το οποίο, όταν γεννήσει, δεν θα το αναθρέψει η ίδια. Βλ. παρένθετη μητρότητα. [< αγγλ. surrogate mother, 1978, γαλλ. mère porteuse/d’emprunt/de substitution, 1984] , πνευματική μητέρα: η νονά· η Εκκλησία ή η Παναγία., τεκμαιρόμενη μητέρα: αυτή που αποκτά παιδί μέσω παρένθετης μητέρας., φυσική μητέρα: εκείνη που κυοφορεί και γεννά το έμβρυο., η μαμά/η μητέρα πατρίδα βλ. μαμά ● ΦΡ.: αργία μήτηρ πάσης κακίας βλ. αργία, η επανάληψη είναι μητέρα της μάθησης/μαθήσεως βλ. μάθηση [< μεσν. μητέρα < αρχ. μήτηρ]
νερό νε-ρό ουσ. (ουδ.) 1. υγρή χημική ένωση (H2Ο), άχρωμη, άοσμη και άγευστη, η οποία είναι η περισσότερο διαδεδομένη στη Γη, υπάρχει σε όλα τα ζώα και τα φυτά, καθώς και στις τροφές και είναι απαραίτητη για την επιβίωση των ζωντανών οργανισμών: ανακυκλωμένο/απιονισμένο/αφαλατωμένο/βρόμικο/γλυφό/διαυγές/δροσερό/εδαφικό/εμφιαλωμένο (ΑΝΤ. ~ της βρύσης)/επιτραπέζιο/θολό/καθαρό/πόσιμο/φρέσκο ~. Το ~ της βροχής (βρόχινο ~)/θάλασσας (θαλασσινό ~). Η στάθμη του ~ού. Διαρροή/κατανάλωση ~ού. Μια κανάτα/ένα λίτρο/μια σταγόνα ~/~ού. Αντλία/ποτήρια/φίλτρο ~ού. Στρώμα ~ού/με ~. Το ~ παγώνει στους μηδέν βαθμούς Κελσίου και βράζει στους εκατό. Υποβάθμιση της ποιότητας του ~ού. Τα αποθέματα ~ού εξαντλούνται (βλ. λειψυδρία). Πιες (λίγο) ~, να ξεδιψάσεις. Στραγγίζω/χύνω το ~. Πλένομαι με (ζεστό) ~. Το ανθρώπινο σώμα αποτελείται κατά τα δύο τρίτα από ~. ΣΥΝ. ύδωρ 2. {συνηθέστ. στον πληθ.} έκταση ή μάζα νερού που σχηματίζει θάλασσα, ποταμό ή λίμνη· βροχή: γάργαρα/επιφανειακά/ιαματικά/κρυστάλλινα/μολυσμένα/ορμητικά/παγωμένα/παράκτια/υπόγεια ~ά. Άφθονα πηγαία/τρεχούμενα ~ά. Απορροή/αποστράγγιση/συγκράτηση/υπεράντληση των ~ών. Περιοχή με πυκνή βλάστηση και πολλά ~ά. Παραλία με καταγάλανα ~ά. Κάνω μπάνιο/κολυμπώ σε διάφανα/ήρεμα/ήσυχα/ρηχά ~ά. Ασκήσεις/παιχνίδια (μέσα) στο ~ (βλ. υγρό στοιχείο). Έχασε την ισορροπία του και βρέθηκε στο ~.|| Έριξε πολύ ~. Φέτος δεν είχαμε πολλά ~ά (= βροχοπτώσεις). 3. σύνδεση με το δίκτυο ύδρευσης· συνεκδ. η σχετική παροχή και ο αντίστοιχος λογαριασμός: οικόπεδο με φως και ~.|| Κόπηκε το ~. Ανοίγω/κλείνω το ~ (= τον διακόπτη παροχής).|| 'Ηρθε το ~. Πλήρωσες το ~; Βλ. Ε.ΥΔ.Α.Π., ρεύμα, τηλέφωνο. 4. (κατ' επέκτ.-προφ.) υγρό που μοιάζει με νερό: Το κορμί του έσταζε ~ (= ιδρώτα). Η μύτη μου τρέχει ~ (= αραιή βλέννα).|| Η σούπα είναι σκέτο ~ (= νεροζούμι)! Το αντηλιακό έχει γίνει ~. 5. (προφ.) βράση, πλύση, ξέβγαλμα: Βράζουμε τα πορτοκάλια δύο ~ά.|| Το τελευταίο ~ απ' το πλυντήριο (βλ. γκρίζο ~). Στο δεύτερο ~, προσθέτετε μαλακτικό. Δώσε μου το μπλουζάκι σου να το περάσω ένα ~ (= να το πλύνω)! ● νερά (τα) 1. αποχρώσεις ή ραβδώσεις επιφάνειας: κάθετα/οριζόντια ~. ~ ξύλου/πετρώματος/υφάσματος. Λευκό μάρμαρο με γκρι ~. Καπάκι ντουλαπιού με αραιά/πυκνά ~. Καπλαμάς που μιμείται τα φυσικά ~ της οξιάς. 2. (για πλεούμενο) ίσαλος γραμμή, ίσαλα ή απόνερα. ● Υποκ.: νεράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: (φυσικό) μεταλλικό νερό: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. πλούσιο σε μεταλλικά στοιχεία (μαγνήσιο, κάλιο, νάτριο, ασβέστιο), το οποίο προέρχεται από υπόγεια πηγή, όπου και εμφιαλώνεται: ανθρακούχο ~ ~. [< γαλλ. eau minérale] , (το) αμίλητο νερό βλ. αμίλητος, άγνωστα νερά βλ. άγνωστος, αθάνατο νερό/αθάνατο βοτάνι βλ. αθάνατος, απεσταγμένο/αποσταγμένο νερό βλ. αποσταγμένος, βαρύ ύδωρ βλ. ύδωρ, γκρίζο νερό βλ. γκρίζος, γλυκό νερό βλ. γλυκός, λιμνάζοντα νερά/ύδατα βλ. λιμνάζων, μαλακό νερό βλ. μαλακός, σκληρό νερό βλ. σκληρός, στάσιμα νερά βλ. στάσιμος ● ΦΡ.: (μες) στο νερό: (για υπολογισμό κατά προσέγγιση του ελάχιστου χρονικού ή ποσοτικού σημείου) σίγουρα: Θα σου κοστίσει χίλια ευρώ ~ ~. Θα μου πάρει ένα τρίμηνο ~ ~ να βρω αντικαταστάτη., (ούτε) ένα ποτήρι νερό: επικριτικά για πλήρη έλλειψη φροντίδας, αλληλεγγύης, φιλοξενίας: Τόσα έκανα γι' αυτούς κι εκείνοι ούτε ~ ~ δεν μου πρόσφεραν., βάζει/μπάζει νερά/νερό (οικ.): επιτρέπει την είσοδο νερού λόγω ανοίγματος, τρύπας ή προβλήματος στην κατασκευή· κατ' επέκτ. έχει αδύνατα σημεία: Το αυτοκίνητο/το παράθυρο/το πλοίο/η στέγη/το υπόγειο ~ ~.|| (μτφ.) Η επιχειρηματολογία σου ~ ~ και δεν πείθει., έξω από τα νερά μου: για κατάσταση αμηχανίας, ιδ. σε άγνωστο περιβάλλον: Αισθάνομαι λίγο ~ ~. Πβ. έξω από το στοιχείο μου, έχασε τα νερά του, σαν (το) ψάρι έξω απ' το νερό.|| Η πληθώρα επιλογών με βγάζει ~ ~ (: με αποπροσανατολίζει, με μπερδεύει)., θα πούμε το νερό νεράκι (προφ.): θα διψάσουμε πολύ: Με τη μεγάλη ανομβρία που έχουμε φέτος, φοβάμαι ότι ~ ~!, κάνει νερά (προφ.) 1. (για πλεούμενο) μπάζει νερά από άνοιγμα· κατ' επέκτ. για αρνητική εξέλιξη, αντίθετα από τις προσδοκίες: Το σκάφος ~ ~ και υπάρχει κίνδυνος να αναποδογυρίσει.|| (μτφ.) Υποσχέθηκε πως θα μου δώσει προαγωγή, αλλά τελευταία μου ~ ~. 2. δεν έχει ευκρίνεια, καθαρότητα: Η τηλεόραση/η ψηφιακή μηχανή μου ~ ~.|| Το χρώμα ~ ~., λέει/ξέρει κάτι νεράκι (προφ.): απέξω (κι ανακατωτά): Είπε/ήξερε το μάθημα ~., μαθαίνω νεράκι (προφ.): αποστηθίζω., πάω/πηγαίνω με τα νερά κάποιου (προφ.): προσαρμόζομαι, συμμορφώνομαι με τις απόψεις ή τις επιθυμίες του: ~ ~ του, δεν του πηγαίνω κόντρα., πάω/πηγαίνω προς νερού μου (λαϊκό): πάω να ουρήσω., πίνω νερό στο όνομα κάποιου (προφ.): τον σέβομαι πολύ, τον εκτιμώ., σαν (το) νερό: για αβίαστη ροή, γρήγορα: Οι μέρες κύλησαν ~ ~ κι έφτασε το τέλος των διακοπών. Η ζωή φεύγει/τα χρόνια περνάνε ~ ~., σαν τα κρύα (τα) νερά & (σπάν.) σαν το κρύο (το) νερό: για νεαρό, όμορφο άτομο (συνήθ. κοπέλα)., σπάνε τα νερά (προφ.): (για έγκυο) σπάει ο σάκος με το αμνιακό υγρό, αρχίζει η διαδικασία της γέννας. , ταράζω τα νερά & (λόγ.) τα ύδατα (μτφ.): προκαλώ αναστάτωση, ανατροπή: Καινοτόμος θεωρία που ~ξε ~ της επιστήμης. Η ανατρεπτική παρέμβασή τους ~ει τα βαλτωμένα/ήρεμα/λιμνάζοντα ~ του κατεστημένου., φέρνω κάποιον στα νερά μου (προφ.): τον κάνω να συμφωνήσει μαζί μου, να ταχθεί με το μέρος μου: Πες πες, την έφερε ~ του. ΣΥΝ. φέρνω βόλτα (2), (μοιάζουν) σαν δυο σταγόνες νερό βλ. σταγόνα, (όσα είπαμε) νερό κι αλάτι βλ. αλάτι, βάζω νερό στο κρασί μου βλ. κρασί, βάζω/μπήκε το νερό στ' αυλάκι βλ. αυλάκι, δε(ν) δίνει (ούτε) τ' αγγέλου/τ' Αγίου του νερό βλ. άγγελος, δίχως νερό ο μύλος δεν αλέθει βλ. μύλος, έφτασε/πήγε στη βρύση/στην πηγή, αλλά δεν ήπιε νερό βλ. βρύση, έχασε τα νερά του βλ. χάνω, ήπιε το αμίλητο νερό βλ. αμίλητος, θολώνω τα νερά βλ. θολώνω, ίσα βάρκα, ίσα νερά βλ. ίσος, κάνω μια τρύπα στο νερό βλ. τρύπα, κολυμπάει/έπεσε σε βαθιά νερά/στα βαθιά (νερά) βλ. κολυμπώ, κουβαλάει νερό στον μύλο κάποιου βλ. κουβαλώ, κύλησε/θα κυλήσει πολύ νερό στο/στ' αυλάκι βλ. αυλάκι, πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό βλ. πνίγω, πολλές φορές πάει η στάμνα για νερό, μία πάει και δε(ν) γυρίζει βλ. στάμνα, ρίχνει (νερό)/πέφτει νερό με το τουλούμι βλ. τουλούμι, σαν (το) ψάρι έξω απ' το νερό βλ. ψάρι, σε ρηχά νερά/στα ρηχά βλ. ρηχός, σηκώνει (πολύ) νερό βλ. σηκώνω, στα βαθιά/στα (/σε) βαθιά νερά βλ. βαθύς, το αίμα νερό δεν γίνεται βλ. αίμα, το νερό της λησμονιάς/λήθης βλ. λησμονιά, του γλυκού νερού βλ. γλυκός, ψαρεύω σε θολά νερά βλ. θολός [< μεσν. νερό(ν) < μτγν. νηρόν (ὕδωρ) ‘φρέσκο νερό’, γαλλ. eau, αγγλ. water, γερμ. Wasser]
περιβάλλον πε-ρι-βάλ-λον ουσ. (ουδ.) {περιβάλλ-οντος | -οντα} 1. ΟΙΚΟΛ. το σύνολο των φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και επηρεάζουν τη ζωή, τη συμπεριφορά και την ανάπτυξη των έμβιων οργανισμών: ανθρώπινο/ανόργανο/αστικό/ατμοσφαιρικό/γεωγραφικό/θαλάσσιο/οικιστικό/υδάτινο/χερσαίο ~. Πρόνοια/φροντίδα για το ~. Αναβάθμιση του ~οντος. Προσαρμογή στο ~. Βλ. γεω~, παλαιο~.|| Σε θερμοκρασία ~οντος. Η ζέστη και η υγρασία δημιουργούν πρόσφορο ~ για την ανάπτυξη ιών. 2. το σύνολο των εξωτερικών συνθηκών-ερεθισμάτων που καθορίζουν την ανάπτυξη και δράση των ατόμων: εκπαιδευτικό/επενδυτικό/επιχειρηματικό/θεσμικό/ιδεολογικό/καλλιτεχνικό/μαθησιακό/οικονομικό/πνευματικό/πολιτικό/πολυπολιτισμικό/σχολικό/τεχνολογικό ~. Εταιρεία που προσφέρει ένα άνετο/ευέλικτο/δημιουργικό/θετικό/σύγχρονο εργασιακό ~. (ΠΑΙΔΑΓ.) Συνεργατικά ~οντα Μάθησης. Βλ. μακρο~, μικρο~. 3. ατμόσφαιρα, κλίμα: διαμόρφωση ανταγωνιστικού/αρνητικού/εχθρικού/ευχάριστου/θετικού/φιλικού ~οντος. 4. κύκλος ανθρώπων, περίγυρος: το άμεσο/οικείο/οικογενειακό/στενό/φιλικό ~ κάποιου. Άτομα από το προεδρικό ~/του πρωθυπουργικού ~οντος επισημαίνουν ότι ... Ήρθε σε ρήξη με το ~ του. 5. ΠΛΗΡΟΦ. το πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργεί ένας υπολογιστής, ένας χρήστης ή κάποιο πρόγραμμα: διαδραστικό/δικτυακό/εικονικό/εύχρηστο/ηλεκτρονικό/ψηφιακό ~. ~ ανάπτυξης εφαρμογών/εκτέλεσης εργασιών. Απλό ~ λειτουργίας/χρήσης. Προγραμματιστικά ~οντα. ● ΣΥΜΠΛ.: ανθρωπογενές περιβάλλον: ΟΙΚΟΛ. δομημένο περιβάλλον., γλωσσικό περιβάλλον 1. ΓΛΩΣΣ. τμήματα εκφωνήματος ή κειμένου που βρίσκονται κοντά ή δίπλα στην υπό εξέταση μονάδα: το ~ ~ ενός φθόγγου (: τα στοιχεία που προηγούνται ή έπονται). Πβ. περικείμενο, συγκείμενο, συμφραζόμενα. 2. (γενικότ.) η γλώσσα του κοινωνικού περίγυρου: Παιδιά που ζουν σε πλούσιο/υποβαθμισμένο/φτωχό ~ ~., κοινωνικό περιβάλλον: οι συνθήκες διαβίωσης και εργασίας του ατόμου, το ύψος του εισοδήματός του, το μορφωτικό του επίπεδο και οι κοινότητες στις οποίες ανήκει., πολιτιστικό περιβάλλον : το σύνολο των πολιτιστικών δημιουργημάτων του ανθρώπου (αρχαιολογικοί χώροι, νεότερα μνημεία, παραδοσιακοί οικισμοί, εκκλησίες και μοναστήρια, λαογραφικές εκδηλώσεις): ιστορικό και ~ ~. [< αγγλ. cultural envirnoment] , φυσικό περιβάλλον: οτιδήποτε προϋπήρχε στη φύση και δημιουργήθηκε ανεξάρτητα από τον άνθρωπο: Το ~ ~ διακρίνεται σε βιοτικό (ζώα και φυτά) και αβιοτικό (έδαφος, νερό, ατμόσφαιρα, κλίμα). Οικολογικά και φιλικά προς το ~ ~ προϊόντα. Διάσωση/καταστροφή/μόλυνση/ρύπανση του ~ού ~οντος. Βλ. οικοσύστημα. ΑΝΤ. δομημένο περιβάλλον, γραφικό περιβάλλον βλ. γραφικός, διαχείριση του περιβάλλοντος βλ. διαχείριση, δομημένο περιβάλλον βλ. δομημένος, λειτουργικό περιβάλλον βλ. λειτουργικός, παραθυρικό περιβάλλον βλ. παραθυρικός, περιβαλλοντική οικονομία βλ. οικονομία, προστασία του (φυσικού) περιβάλλοντος βλ. προστασία, υποβάθμιση του (φυσικού) περιβάλλοντος βλ. υποβάθμιση ● ΦΡ.: επαφή με το περιβάλλον βλ. επαφή [< αρχ. περιβάλλον, ουσιαστικοπ. μτχ. εν. ουδ. του ρ. περιβάλλω, αγγλ. environment, γαλλ. environnement]
πόρος πό-ρος ουσ. (αρσ.): ΑΝΑΤ. στενός αγωγός, δίοδος: ακουστικός/αρτηριακός/βουβωνικός/δακρυϊκός/κυστικός/(εκ)σπερματικός ~. Γαλακτοφόροι/χοληφόροι ~οι. Εκφορητικοί ~οι των αδένων. Βλ. στόμιο. ● πόροι (οι) 1. μικρά, επιφανειακά ή βαθιά ανοίγματα: οι ~ του σφουγγαριού/του χαρτιού.|| (ΑΝΑΤ.) Οι ~ του δέρματος/της επιδερμίδας. Προϊόν που καθαρίζει σε βάθος τους φραγμένους ~ους (βλ. ακμή, σπυράκια). 2. ΟΙΚΟΝ. έσοδα: δημόσιοι/ιδιωτικοί/κρατικοί ~. Οικονομικοί/χρηματικοί ~. Θεσμοθετημένοι ~. Έκτακτοι/τακτικοί ~ (= εισφορές). Οι ~ της επιχείρησης/του ιδρύματος/ταμείου. Οι ~ που εισπράχθηκαν. Αύξηση/εξάντληση/μείωση των διαθέσιμων ~ων. Άντληση/(απο)δέσμευση/απώλεια/έλλειψη/παροχή ~ων. Αξιοποίηση/κατανομή/διοχέτευση/εκμετάλλευση των ~ων. Σε αναζήτηση ~ων. Έχει μείνει χωρίς/δεν έχει ~ους (= εισοδήματα). ΣΥΝ. πρόσοδοι. 3. εκμεταλλεύσιμα αγαθά, που αποτελούν πηγές άντλησης οφέλους: αλιευτικοί/θαλάσσιοι ~. Εδαφικοί/ενεργειακοί (= πηγές ενέργειας)/ορυκτοί/υλικοί ~. Πολιτιστικοί/στρατηγικοί/τουριστικοί ~. Πβ. κεφάλαιο, πλούτος.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Υπολογιστικοί ~. Οι ~ του δικτύου/συστήματος (: μνήμη, περιφερειακές συσκευές). || Ψηφιακοί ~οι. ● ΣΥΜΠΛ.: άδηλοι πόροι: ΟΙΚΟΝ. εισοδήματα των οποίων η προέλευση δεν είναι φανερή ή γνωστή και συνήθ. δεν εμφανίζεται στην εφορία ή σε ισολογισμό (εμβάσματα μεταναστών, ναυτιλία, τουρισμός)., ανθρώπινοι πόροι: το ανθρώπινο δυναμικό επιχείρησης. [< αγγλ. human resources, 1975] , γενετικοί πόροι: ΟΙΚΟΛ. γενετικό υλικό με πραγματική ή δυνητική αξία: ζωικοί/φυτικοί ~ ~. Προστασία των δασικών ~ών ~ων., γλωσσικοί πόροι: ΠΛΗΡΟΦ. ψηφιοποιημένα γλωσσικά δεδομένα: διαχείριση ~ών ~ων. Bλ. ΚΓΠ, σώμα κειμένων, τράπεζα δεδομένων/πληροφοριών., εθνικοί πόροι: το σύνολο των οικονομικών αξιών που προέρχονται από εγχώριους συντελεστές παραγωγής: περιορισμένοι ~ ~. Δαπάνες που προβλέπεται να καλυφθούν αμιγώς από ~ούς ~ους., κοινοτικοί πόροι: χρήματα που προέρχονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση: απορρόφηση/εισροή ~ών ~ων. [< αγγλ. Community resources] , φυσικοί πόροι: κάθε στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγκών και αποτελεί αξία για το κοινωνικό σύνολο: ανανεώσιμοι (: νερό, ξυλεία, τροφές, φυτικά καύσιμα)/μη ανανεώσιμοι (: κάρβουνο, μάρμαρο, μέταλλα, πετρέλαιο)/ιαματικοί ~ ~. Αποθέματα ~ών ~ων. [< αγγλ. natural resources, 1956] , άντληση κεφαλαίων βλ. άντληση, υδάτινοι πόροι βλ. υδάτινος ● ΦΡ.: από ιδίους πόρους (επίσ.) & (λόγ.) εξ ιδίων πόρων: με έσοδα που προέρχονται από τον ίδιο, όχι από άλλη πηγή: Τα έξοδα καλύφθηκαν ~ ~. Χρηματοδότηση ~ ~. [< 1: αρχ. πόρος, γαλλ. pore 2,3: αγγλ. resources, γαλλ. ressources]
φυσιοκρατία φυ-σι-ο-κρα-τί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Φ) 1. ΟΙΚΟΝ. οικονομική θεωρία του 18ου αι. σύμφωνα με την οποία η πολιτική σέβεται τους φυσικούς νόμους και η γεωργία είναι η βασική πλουτοπαραγωγική πηγή. Βλ. -κρατία. 2. ΦΙΛΟΣ. θεωρία που υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει κάποια ανώτερη δύναμη και ότι η φύση είναι η πηγή δημιουργίας του κόσμου. Βλ. φυσική θρησκεία. ΣΥΝ. νατουραλισμός (2) [< γαλλ. physiocratie, αγγλ. physiocracy]
χυμός χυ-μός ουσ. (αρσ.) 1. υγρό, πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά, που εξάγεται από φρούτα ή λαχανικά με στύψιμο ή πολτοποίηση· (συνήθ. κατ' επέκτ.) το αντίστοιχο ποτό: δροσερός/συμπυκνωμένος ~. ~ πορτοκάλι/πορτοκαλιού (= πορτοκαλάδα). ~ καρότων/από καρότα. Βιολογικοί/εμφιαλωμένοι/εξωτικοί/κονσερβοποιημένοι ~οί. ~οί με/χωρίς ζάχαρη. ~οί μακράς διαρκείας. Ψύκτες ~ών. Πίνω/προσφέρω/σερβίρω ~ούς. Πβ. ζουμί, νέκταρ, φρουτοποτό, φρουτο~. Βλ. αναψυκτικό, αποχυμωτής.|| (στη μαγειρική) ~ ντομάτας (= ντοματο~). Μια κουταλιά/λίγες σταγόνες ~ό λεμονιού. 2. ΒΟΤ. υγρό που ρέει στους ιστούς των φυτών: ο ~ του βλαστού/της ρίζας. Έντομα που απομυζούν τους ~ούς (των δέντρων/λουλουδιών). ΣΥΝ. οπός 3. ΙΑΤΡ. {συνήθ. στον πληθ.} ρευστή ουσία, προϊόν της πέψης: γαστρικός ~. Έκκριση πεπτικών ~ών.|| (κατ' επέκτ., για κάθε υγρό του οργανισμού:) Οι ~οί του κορμιού. ● χυμοί (οι) 1. (μτφ.) ζωντάνια, σφρίγος: οι ~ της νιότης. Γεύεται/ρουφά τους ~ούς της ζωής. Πβ. ενεργητικ-, ζωτικ-ότητα. 2. τα υγρά συστατικά κρέατος ή ψαριού: Το φαγητό έχει βγάλει/κρατήσει/χάσει τους ~ούς του. Πβ. ζωμός. ● ΣΥΜΠΛ.: φυσικός χυμός 1. φρεσκοστυμμένος. 2. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. που προέρχεται από φρούτα, είναι συσκευασμένος και περιέχει περιορισμένο ποσοστό γλυκαντικών ουσιών: αραιωμένος/ζαχαρούχος ~ ~. 3. που λαμβάνεται από καρπό και δεν έχει υποστεί καμιά επεξεργασία: ο ~ ~ της ελιάς (: εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο). [< αρχ. χυμός, γαλλ. jus]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ