Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • φυσιολογικός , ή, ό φυ-σι-ο-λο-γι-κός επίθ. 1. που υπάρχει ή εξελίσσεται ομαλά, σύμφωνα με τη φύση και τους κανόνες της: ~ός: τοκετός. ~ή: ακοή/συχνότητα (κενώσεων). ~ό: δέρμα. ~οί: παλμοί (βλ. αρρυθμία). ~ές: τιμές (αιματολογικής εξέτασης). ~ά: κύτταρα. Το βάρος του είναι ~ό για την ηλικία του. Μη ~ή (= παθολογική) μείωση του αριθμού των λευκοκυττάρων. Πβ. κανονικός, ομαλός, φυσικός. ΑΝΤ. ανώμαλος.|| ~ός: πόνος. ~ή: απώλεια βάρους/θερμοκρασία (σώματος)/πίεση/φθορά της όρασης.|| ~ός: άνθρωπος/έφηβος. Πβ. νορμάλ. 2. που κυμαίνεται εντός επιτρεπτών ορίων, αναμενόμενος: ~ή: ζωή. ΑΝΤ. αλλόκοτος, αφύσικος.|| ~ή: εξέλιξη/ήττα. 3. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. που αναφέρεται στη φυσιολογία: ~ή: ανατομία/οπτική. Βλ. ηλεκτρο~, νευρο~, παθο~, ψυχο~. ● επίρρ.: φυσιολογικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: φυσικός/φυσιολογικός θάνατος βλ. θάνατος, φυσιολογικός ορός βλ. ορός [< μτγν. φυσιολογικός, γαλλ. physiologique, αγγλ. physiological]

θάνατος

θάνατος θά-να-τος ουσ. (αρσ.) {θανάτ-ου | -ων, -ους} 1. οριστική, μη αναστρέψιμη παύση όλων των βιολογικών λειτουργιών ζωντανού οργανισμού, τερματισμός της ζωής: άδικος/αδόκητος/αιφνίδιος/ακαριαίος/ανεξήγητος/ανώδυνος/αξιοπρεπής (βλ. ευθανασία)/ηρωικός/μαρτυρικός/μυστηριώδης/ξαφνικός/πρόωρος/σωματικός/τυχαίος ~. ~ από ασφυξία (= ασφυκτικός). Ληξιαρχική πράξη ~ου. Αναγγελία/δήλωση/είδηση/επέτειος (του) ~ου της ... Η αγωνία/ο φόβος του ~ου. Παγίδα ~ου (: κυρ. για δρόμο). Βουτιά ~ου από τον πέμπτο όροφο (βλ. αυτοκτονία). Θρήνος για τον ~ο του ... (πβ. απώλεια, τέλος, χαμός). Καταδίκη σε ~ο/(λόγ.) εις ~ον. Μείωση του αριθμού των παιδικών ~ων. ~ που αποδίδεται σε/οφείλεται σε/προκλήθηκε από φυσικά αίτια. Βρήκε/είχε τραγικό ~ο. Παλεύει με τον ~ο (= χαροπαλεύει, βλ. ετοιμο~.). Αυξήθηκαν οι ~οι από ναρκωτικά. Αδιευκρίνιστες παραμένουν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες επήλθε ο ~ του ... (πβ. το μοιραίο). (εμφατ.) Κάπνισμα ίσον ~! (έκφρ.) Ελευθερία ή ~!|| (ειδικότ.) Αποτρόπαιος/βασανιστικός/βίαιος ~. Οι λίστες ~ου των εκβιαστών. Έστησαν ενέδρα/καρτέρι ~ου. Καταγγέλλει τον ~ο αμάχων. Πενθούν για τον ~ο αθώων. Καμικάζι έσπειρε τον ~ο. Πβ. ανθρωποκτονία, δολοφονία, φόνος.|| Μαζικοί ~οι ψαριών από χημικά. Πβ. εξόντωση. ΑΝΤ. γέννηση (1) 2. (μτφ.) καταστροφή, τέλος: ιδεολογικός/πνευματικός/πολιτικός/ψυχικός ~ (πβ. αφανισμός, όλεθρος). Ο ~ μιας αυτοκρατορίας (πβ. παρακμή, πτώση). Ο ~ μιας θεωρίας/μιας ιδεολογίας/ενός πολιτικού συστήματος (πβ. κατάρρευση). Οικονομική ύφεση: Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος ~ου. 3. θανατική ποινή: (ως σύνθημα) ~ στους δολοφόνους! 4. (συνήθ. με κεφαλ. Θ) Χάρος: Ο ~ πλανιόταν πάνω από τα ερείπια. ● ΣΥΜΠΛ.: αργός θάνατος 1. (μτφ.) εξάρτηση από ουσίες που οδηγούν τον ανθρώπινο οργανισμό στη φθορά: Η ηρωίνη/το κάπνισμα/το ποτό είναι ~ ~. 2. που δεν επέρχεται γρήγορα: ~ ~ από ραδιενεργά υλικά. [< γαλλ. mort lente] , βιολογικός θάνατος: ΙΑΤΡ. διακοπή του μεταβολισμού των κυττάρων, κυρ. των νευρικών. [< γαλλ. mort biologique] , γλωσσικός θάνατος: ΓΛΩΣΣ. διαδικασία περιορισμού χρήσης μιας γλώσσας, συνήθ. μειονοτικής, με αποτέλεσμα τη σταδιακή εξαφάνισή της. [< αγγλ. language death, 1972] , εγκεφαλικός θάνατος: ΙΑΤΡ. μη αναστρέψιμη βλάβη του εγκεφάλου, με απώλεια όλων των λειτουργιών που σχετίζονται με την αναπνοή και την κυκλοφορία του αίματος. [< αγγλ. brain death, 1964] , κλινικός θάνατος: ΙΑΤΡ. στάδιο πριν από τον οριστικό ή βιολογικό θάνατο, κατά το οποίο παρατηρείται παύση της καρδιοαναπνευστικής λειτουργίας και απώλεια των αισθήσεων: Ο ~ ~ είναι αναστρέψιμος. Βλ. κώμα, φυτό. [< γαλλ. mort clinique] , λευκός θάνατος: η ηρωίνη και γενικότ. τα ναρκωτικά: διακίνηση/κύκλωμα ~ού ~ου. Έμποροι/θύμα του ~ού ~ου. Ξέφυγε από τα δίχτυα του ~ού ~ου., μαύρος θάνατος: ονομασία ενδημικής και επιδημικής νόσου του 14ου αι., της οποίας τα συμπτώματα συνδέθηκαν με εκείνα της βουβωνικής πανώλης. Πβ. πανούκλα. [< αγγλ. black death] , συμβόλαιο θανάτου: συμφωνία με επαγγελματία συνήθ. εκτελεστή για τη δολοφονία ατόμου: πληρωμένα ~α ~. Ανέλαβε/έκανε/εκτέλεσε ~ ~ κατά επιχειρηματία/για ξεκαθάρισμα λογαριασμών.|| (μτφ.) Με την καταστροφή του περιβάλλοντος υπογράφουμε ~ ~ για τα παιδιά μας (= τη θανατική τους καταδίκη). [< αγγλ. contract killing, 1977] , φυσικός/φυσιολογικός θάνατος: που δεν είναι πρόωρος, δεν οφείλεται σε ατύχημα ή έγκλημα. [< γαλλ. mort naturelle] , άγγελος θανάτου βλ. άγγελος, κίνδυνος-θάνατος βλ. κίνδυνος, κούρσα θανάτου βλ. κούρσα, μπλε οθόνη (θανάτου) βλ. οθόνη, ο γύρος του θανάτου βλ. γύρος, στρατόπεδα θανάτου/εξόντωσης βλ. στρατόπεδο ● ΦΡ.: δεν είναι και για θάνατο/προς θάνατο(ν): (προφ.) για κάτι που δεν είναι τόσο τραγικό: Εντάξει, ένα λαθάκι έκανα ~ ~., μετά θάνατο(ν): αφού πεθάνει κάποιος: ~ ~ αναγνώριση/δικαίωση. Πιστεύεις στη ~ ~ ζωή; ΣΥΝ. μεταθανάτιος ΑΝΤ. εν ζωή, μέχρι/έως θανάτου: μέχρι να πεθάνει κάποιος: Βασανίστηκε/ξυλοκοπήθηκε ~ ~.|| (μτφ.) Αγώνας/μάχη ~ ~ (πβ. μέχρις εσχάτων, μέχρι τελικής πτώσεως)., ο θάνατός σου, η ζωή μου!: σε περιπτώσεις μεγάλου ανταγωνισμού, επικράτησης του ενός σε βάρος του άλλου., αγώνας (μεταξύ) ζωής και θανάτου βλ. αγώνας, ακολούθησε (κάποιον) στον τάφο/στον θάνατο βλ. ακολουθώ, έχασε τη μάχη για/με τη ζωή/με το(ν) θάνατο βλ. μάχη, ζήτημα/θέμα ζωής ή/και θανάτου βλ. ζήτημα, μεταξύ ζωής και θανάτου βλ. ζωή, παλεύει με τον θάνατο/τον Χάρο βλ. παλεύω, στη ζωή και στο(ν) θάνατο βλ. ζωή, φλερτάρω με τον θάνατο/τον κίνδυνο βλ. φλερτάρω [< αρχ. θάνατος]

ορός

ορός [ὀρός] ο-ρός ουσ. (αρσ.) 1. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. το διαφανές κιτρινωπό υγρό συστατικό του αίματος, το οποίο αποτελεί υπολειμματικό προϊόν της πήξης του: ανθρώπινος/ζωικός ~. Αρνητικός/θετικός (πρότυπος) ~ (ελέγχου) (: στα αντισώματα ιού, βλ. οροαρνητικός). ~ αναφοράς. Ανάλυση/δείγμα/εξέταση ~ού. Αμυλάση/ασβέστιο/κάλιο/μαγνήσιο/νάτριο/φεριτίνη ~ού (: σε αιματολογικές εξετάσεις). Ανίχνευση αντισωμάτων/ουσίας στον ~ό. Τα επίπεδα/οι τιμές της (χοληστερίνης) στον ~ό. Βλ. οροαντίδραση, πλάσμα. 2. ΦΑΡΜΑΚ. υδατικό διάλυμα αλάτων ή σακχάρων, ίδιας μοριακής συγκέντρωσης με το πλάσμα του αίματος, το οποίο χορηγείται για θεραπευτικούς σκοπούς· συνεκδ. η φιάλη που το περιέχει ή η σχετική συσκευή χορήγησής του: τεχνητός ~. ~ γλυκόζης. Έγχυση ~ού.|| Στατό ~ού. Του έβαλαν ~ό. Του αφαίρεσαν/του έβγαλαν τον ~ό. 3. ΙΑΤΡ. σκεύασμα με αντισώματα κατά συγκεκριμένης ασθένειας, τα οποία προέρχονται από ζώο που έχει εμβολιαστεί για αυτή ή άνθρωπο που έχει αναρρώσει από αυτή, το οποίο χρησιμοποιείται θεραπευτικά ή προληπτικά: αντιτετανικός/θεραπευτικός ~. Του χορηγήθηκε (άνοσος/πολυδύναμος) ~. Βλ. εμβόλιο. 4. καλλυντικό με κρεμώδη υφή και αντιγηραντική ή συσφικτική δράση: αντιρυτιδικός/ενυδατικός ~. ~ αδυνατίσματος/σύσφιξης. ~ ματιών. ~ με υαλουρονικό οξύ. Πβ. σέρουμ. ● ΣΥΜΠΛ.: ορός γάλακτος: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. υπολειμματικό προϊόν που παράγεται από το γάλα κατά την παρασκευή τυριού ή καζεΐνης, το οποίο σε υγρή κατάσταση περιέχει λακτόζη, πρωτεΐνες, λιπαρά: ~ ~ σε σκόνη. ΣΥΝ. τυρόγαλα & τυρόγαλο (1) [< γαλλ. lactosérum, 1908] , φυσιολογικός ορός: ΦΑΡΜΑΚ. που χρησιμοποιείται κυρ. ως αντισηπτικό: αποστειρωμένος ~ ~. Διάλυμα ~ού ~ού. Καθαρισμός της πληγής/ξέπλυμα των φακών επαφής (βλ. τεχνητά δάκρυα)/ρινική πλύση (επαφής) με ~ό ~ό. [< γαλλ. sérum physiologique] , ορός της αλήθειας βλ. αλήθεια [< 1,3: αρχ. ὀρός 2,3,4: γαλλ. sérum, αγγλ. serum]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.