φυτρώνει φυ-τρώ-νει ρ. (αμτβ.) {φύτρω-σε, -μένος} 1. (για φυτό) εμφανίζει ρίζες και βλαστό, βγαίνει από το έδαφος ή το χώμα. Πβ. βλασταίνει, εκβλαστάνει, (εκ)φύεται. ΣΥΝ. ξεφυτρώνει 2. (μτφ.) αναπτύσσεται: ~ουν τρίχες. Τα μπροστινά του δόντια ~σαν (= βγήκαν) στραβά. ● φυτρώνω: (μτφ.) εμφανίζομαι απρόσμενα: Έχω μεγάλη εμπειρία στον χώρο, δεν ~σα ξαφνικά. Ένας οικισμός ~σε παράνομα σε καμένη έκταση. Πβ. ξετρυπώνω, ξε~. ● ΦΡ.: φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν (προφ.): επεμβαίνει σε θέματα που δεν τον αφορούν: Μη ~εις εκεί που δεν σε ~, κάνοντας αδιάκριτες ερωτήσεις. Πβ. ανακατεύομαι, χώνομαι. ΣΥΝ. μπαίνω/εισβάλλω στα χωράφια κάποιου/σε ξένα χωράφια, χώνω τη μύτη/την ουρά/τη μούρη μου κάπου/παντού, (ξε)φυτρώνουν σαν (τα) μανιτάρια βλ. μανιτάρι [< μεσν. φυτρώνω]
μανιτάρι
μανιτάρι μα-νι-τά-ρι ουσ. (ουδ.) {μανιταρ-ιού | -ιών} 1. το ορατό αναπαραγωγικό μέρος ορισμένων μυκήτων, συνήθ. με χαρακτηριστική κορυφή σε σχήμα ομπρέλας και κοντό μίσχο χωρίς φύλλα ή άνθη, που αναπτύσσεται πολύ γρήγορα σε υγρά κυρ. εδάφη· συνεκδ. το εδώδιμο τμήμα του: κοινό (επιστ. ονομασ. Agaricus bisporus)/άγριο/δηλητηριώδες/ ~. Αποξηραμένα/καλλιεργημένα/παραισθησιογόνα/φαρμακευτικά ~ια. Το καπέλο του ~ιού. Βλ. αγαρικό.|| Γεμιστά ~ια. Μακαρόνια με σάλτσα ~ια. ~ια πλευρώτους/πορτομπέλο. Βλ. γανόδερμα, καλογεράκι, τρούφα.2. (μτφ.) σύννεφο καπνού με αντίστοιχη μορφή, που προκαλείται από έκρηξη ατομικής βόμβας· κατ' επέκτ. οτιδήποτε μοιάζει με μανιτάρι. ● Υποκ.: μανιταράκι (το) ● ΦΡ.: (ξε)φυτρώνουν σαν (τα) μανιτάρια & ξεπετάγονται σαν (τα) μανιτάρια: (για πράγματα του ίδιου είδους) δημιουργούνται με ταχύτατους ρυθμούς, εμφανίζονται μαζικά: Τα εμπορικά κέντρα ~ ~ στις μεγαλουπόλεις. [< 1: μεσν. αμανιτάριν, μανιτάρι(ον) < αρχ. ἀμανίτης 2: αγγλ. mushroom cloud, 1958]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.