Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • φωνακλάς φω-να-κλάς επίθ./ουσ. {-άδες | θηλ. φωνακλ-ού, ουδ. φωνακλάδ-ικο} (προφ.): (για πρόσ.) που μιλάει δυνατά· κατ' επέκτ. που αντιδρά με νευρικότητα και φωνές: Είναι ~ και δεν έχει καθόλου υπομονή. ~ού: γυναίκα. ~ικο: μωρό.|| (ως ουσ.) Δεν αντέχω τους ~άδες.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.