Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 19 εγγραφές  [0-19]


  • φως [φῶς] ουσ. (ουδ.) {φωτ-ός | φώτ-α, -ων} 1. ΦΥΣ. ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται από φυσική ή τεχνητή πηγή και διεγείρει την όραση· συνεκδ. η αντίστοιχη πηγή: αμυδρό/απαλό/άπλετο/αχνό/διάχυτο/δυνατό/εκτυφλωτικό/έντονο/ηλιακό/καθαρό/λαμπερό/ορατό/υπεριώδες ~. Ανάκλαση/ανάλυση/(ευθύγραμμη) διάδοση/διάθλαση/πόλωση/ταχύτητα του ~ός. Ακτίνα/δέσμη/κύματα/φάσμα ~ός. Το ~ των αστεριών/του Ήλιου/της Σελήνης. Εκπέμπω ~ (πβ. ακτινοβολώ, λάμπω, φωτίζω). Ξεκίνησαν το ταξίδι με το πρώτο ~ της ημέρας (: το χάραμα).|| Ηλεκτρικό ~. Το ~ της λάμπας/του φάρου. Τα ~α του δρόμου/της πόλης. Τα ~α (= τα φανάρια) της Τροχαίας (Κύπρος). Φωτογραφίζω κόντρα στο ~. Βλ. ημίφως, σκοτάδι.|| Διακόπτης ~ός. Ανάβω/κλείνω/σβήνω το ~. Ανοιχτά/πολύχρωμα/χαλασμένα/χαμηλωμένα ~α. (σε μηχανήματα:) ~α εργασίας. Βλ. γλόμπος, λάμπα, λαμπτήρας, λυχνία.|| (μτφ.) Τα ~α της ράμπας (: το θέατρο, η θεατρική ζωή). 2. (συνεκδ.) η αίσθηση της όρασης: Έχασε/ξαναβρήκε το ~ του. 3. {κυρ. στον πληθ.} (μτφ.) η γνώση, η εμπειρία, κάποιου συνήθ. πάνω σε έναν τομέα: Έχω ένα πρόβλημα και χρειάζομαι τα ~α σας.|| Πόλη/χώρα που (μετ)έδωσε τα ~α του πολιτισμού στον κόσμο. 4. {κυρ. στον πληθ.} (μτφ.) το ενδιαφέρον των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης για κάποιον/κάτι: Όλα τα ~α είναι στραμμένα στον τελικό του Κυπέλλου. 5. οτιδήποτε διαφωτίζει τον άνθρωπο: το ~ της αγάπης/ειρήνης. Το αιώνιο ~ της αλήθειας.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Το ~ του κόσμου (= ο Χριστός). Το ~ της Βασιλείας των Ουρανών/του Λόγου του Θεού. ● Υποκ.: φωτάκι (το): ΣΥΝ. λαμπάκι ● ΣΥΜΠΛ.: Άγιο Φως: ΕΚΚΛΗΣ. το φως της Ανάστασης που λαμβάνεται από τον Πανάγιο Τάφο το μεσημέρι του Μ. Σαββάτου: το θαύμα/η τελετή αφής του ~ου ~ός., λευκό φως: ΦΥΣ. που περιέχει όλα τα μήκη κύματος του ορατού φάσματος με την ίδια περίπου ένταση όπως το ηλιακό φως., ο Αιώνας των Φώτων: η εποχή του Διαφωτισμού., πράσινο φως (μτφ.): άδεια, έγκριση: Δόθηκε το ~ ~ στο νέο νομοσχέδιο. Η κυβέρνηση άναψε/έδωσε ~ ~ για την έναρξη των συνομιλιών με τους ... Πήρε το ~ ~ για την ανέγερση εμπορικού κέντρου. [< αγγλ. green light, 1937] , φως ασφαλείας: φωτισμός που εξακολουθεί να λειτουργεί σε περίπτωση διακοπής του ηλεκτρικού ρεύματος: ηλιακό ~ ~., φώτα διασταύρωσης & μεσαία φώτα: μπροστινοί προβολείς οχήματος τους οποίους οι οδηγοί υποχρεούνται να ανάβουν μισή ώρα μετά τη δύση του Ηλίου., φώτα έκτακτης/επείγουσας ανάγκης & φώτα κινδύνου: αλάρμ., φώτα θέσης & μικρά φώτα & (σπάν.) φώτα στάσης: τα φώτα τoυ oχήματoς πoυ χρησιμoπoιoύνται για να διακρίνεται αυτό και τo πλάτoς τoυ: ~ ~ μπρoστά/πίσω., φώτα πορείας & μεγάλα φώτα & φανοί πορείας: μπροστινά φώτα οχήματος (ή σκάφους) για επαρκή φωτισμό σε απόσταση τουλάχιστον εκατό μέτρων. [< γερμ. Fernlicht] , άκτιστο(ν) φως βλ. άκτιστος, διασπορά του φωτός βλ. διασπορά, έτος φωτός βλ. έτος, ζωδιακό φως βλ. ζωδιακός, η πόλη του φωτός βλ. πόλη, ήχος και φως βλ. ήχος, παλμικό φως βλ. παλμικός, φως ιλαρόν βλ. ιλαρός ● ΦΡ.: είδε το (πρώτο) φως της ζωής/της (η)μέρας/του ήλιου (μτφ.): (για πρόσ.) γεννήθηκε ή (για πράγμα) κυκλοφόρησε ή ανακαλύφθηκε: ~ ~ πριν από σαράντα χρόνια.|| Το δεύτερο βιβλίο του μόλις ~ ~.|| Ένα σημαντικό εύρημα ~ ~ κατά τις ανασκαφές., μου άλλαξε τα φώτα & τα πετρέλαια/τα πέταλα (προφ.): κάποιος ή κάτι με ταλαιπώρησε πολύ: Οι παίκτες ~ξαν ~ στην αντίπαλη ομάδα. Οι αυξήσεις των τιμών μάς ~ξαν ~. ΣΥΝ. μου άλλαξε/μου έβγαλε τον αδόξαστο/την πίστη/την Παναγία, ποιος στραβός/τυφλός δεν θέλει το φως του; (εμφατ.): ως έκφραση που δηλώνει ότι όλοι θα ήθελαν να τους συμβεί κάτι πολύ καλό ή να λυθεί κάποιο πρόβλημά τους., ρίχνω φως 1. φωτίζω: Ρίξε μου λίγο ~ με τον φακό. 2. (μτφ.) ξεκαθαρίζω, διαλευκαίνω: Η έρευνα ~ξε ~ στο ζήτημα/στην υπόθεση. Πβ. ξεδιαλύνω., στο φως: για κάτι που αποκαλύπτεται, δημοσιοποιείται: Η έρευνα έφερε ~ ~ νέα στοιχεία για την υπόθεση. Η αλήθεια πρέπει να βγει ~ ~.|| Όλα ~ ~! Βγήκαν/ήρθαν ~ ~ (: στην επιφάνεια) απόρρητα έγγραφα., υπό το φως (λόγ.) & κάτω από το φως 1. (μτφ.) από την οπτική γωνία, από τη σκοπιά: Το δικαστήριο θα επανεξετάσει την απόφαση ~ ~ των νέων αποκαλύψεων/στοιχείων. Οι σχέσεις των δύο χωρών θα πρέπει να εξεταστούν ~ ~ των πρόσφατων εξελίξεων. 2. με το φως: Δείπνο ~ ~ των κεριών/του φεγγαριού. [< γαλλ. à la lumière] , φως μου!: προσφώνηση προσφιλούς, οικείου προσώπου: Σ' αγαπώ ~ ~!, (είναι) φως φανάρι! βλ. φανάρι, βλέπει το φως/έρχεται στο φως της δημοσιότητας βλ. δημοσιότητα, γενηθήτω φως (και εγένετο φως) βλ. γενηθήτω, φως στο τούνελ βλ. τούνελ [< αρχ. φῶς, γαλλ. lumière, αγγλ. light]
  • φωσγένιο φω-σγέ-νι-ο ουσ. (ουδ.) {φωσγενίου}: ΧΗΜ. άχρωμο τοξικό αέριο (σύμβ. COCl2) με δυσάρεστη οσμή, που παλαιότερα αποτελούσε χημικό όπλο και σήμερα χρησιμοποιείται κυρ. για την παρασκευή πολυμερών, βαφών και φυτοφαρμάκων: Το ~ είναι ισχυρό ασφυξιογόνο. [< γαλλ. phosgène, αγγλ. phosgene]
  • φωστήρας φω-στή-ρας ουσ. (αρσ.) 1. αυτός που έχει σημαντικές γνώσεις σε έναν τομέα, που είναι ιδιαίτερα καταρτισμένος: Είναι ~ στη φυσική. Βλ. παντογνώστης, πολυμαθής.|| Οι ~ες της Εκκλησίας (: πνευματικοί καθοδηγητές, σοφοί). Πβ. φωτιστής, φωτοδότης.|| (ειρων.) Οι ~ες της εταιρείας κατάφεραν να την οδηγήσουν στη χρεοκοπία. Πβ. ξερόλας. Βλ. -τήρας. 2. πολύ έξυπνος: Δεν χρειάζεται να είσαι ~, για να καταλάβεις τι λάθος έχει γίνει. Πβ. τετραπέρατος. Βλ. εξυπνάκιας. [< μτγν. φωστήρ 'άστρο', γαλλ. luminaire]
  • φωσφατάση φω-σφα-τά-ση ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. κάθε ένζυμο που δρα ως καταλύτης στην υδρόλυση ή σύνθεση εστέρων του φωσφορικού οξέος: όξινη ~. Δοκιμασία ~ης. Πβ. κινάση. ● ΣΥΜΠΛ.: αλκαλική φωσφατάση βλ. αλκαλικός [< αγγλ. phosphatase, 1912, γαλλ. phosphatase, πριν από το 1949]
  • φωσφατιδικός , ή, ό φω-σφα-τι-δι-κός επίθ.: ΒΙΟΧ. που περιέχει φωσφατάση ή σχετίζεται με αυτή: ~ή: σερίνη/χολίνη. ~ό: οξύ.
  • φωσφάτωση φω-σφά-τω-ση ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. ειδική τεχνική επίστρωσης μιας μεταλλικής επιφάνειας με φωσφορικό άλας, κυρ. για προστασία από τη σκουριά.
  • φωσφίδιο φω-σφί-δι-ο ουσ. (ουδ.): ΧΗΜ. ένωση φωσφόρου με μέταλλο ή οργανική ρίζα: ~ αργιλίου. Βλ. -ίδιο. [< γαλλ. phosphure, αγγλ. phosphide]
  • φωσφίνη φω-σφί-νη ουσ. (θηλ.): ΧΗΜ. οργανική χημική ένωση φωσφόρου και υδρογόνου (σύμβ. PH3), που έχει ανάλογη δομή με τις αμίνες· αποτελεί άχρωμο, εύφλεκτο και τοξικό αέριο με πολύ δυσάρεστη μυρωδιά. Βλ. -ίνη. [< γαλλ.-αγγλ. phosphine]
  • φωσφοκρεατίνη φω-σφο-κρε-α-τί-νη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. οργανική ένωση κρεατίνης και φωσφορικού οξέος (σύμβ. C4H10N3O5P), η οποία εντοπίζεται στους μυς και αποτελεί πηγή ενέργειας για τη μυϊκή συστολή· φωσφορική κρεατίνη. [< αγγλ. phosphocreatine, 1927]
  • φωσφολιπίδια φω-σφο-λι-πί-δι-α ουσ. (ουδ.) (τα) {σπανιότ. στον εν. φωσφολιπίδιο}: ΒΙΟΧ. λιπίδια τα οποία περιέχουν μία φωσφορική ομάδα στο μόριό τους. Βλ. λεκιθίνη. [< αγγλ. phospholipids, 1925, γαλλ. phospholipides, 1928]
  • φωσφοριζέ φω-σφο-ρι-ζέ επίθ. {άκλ.}: που έχει φωσφορική λάμψη: ~ αυτοκόλλητα/γιλέκα (= φωσφορούχα). Ρολόι με ~ δείκτες.|| ~ χρώματα (: κίτρινο, λαχανί, ροζ· ΣΥΝ. φλούο). [< γαλλ. phosphorisé]
  • φωσφορίζει φω-σφο-ρί-ζει ρ. (αμτβ.) {εύχρ. κυρ. στον ενεστ. κ. παρατ., λόγ. μτχ. ενεστ. φωσφορίζ-ων, -ουσα, -ον}: εκπέμπει φως ως συνέπεια του φαινομένου του φωσφορισμού· γενικότ. λάμπει: Ψάρια που ~ουν. Οι πυγολαμπίδες ~ουν στο σκοτάδι. Βλ. φθορίζει.|| ~ουσα: μπογιά/οθόνη/πρωτεΐνη. ~ον: γιλέκο. ~οντες: δείκτες (ρολογιού). ~ουσες: λωρίδες/ουσίες/πινακίδες. ~οντα: αυτοκόλλητα/χρώματα. Πβ. φωσφοριζέ.|| Τα μάτια της μοιάζουν να ~ουν. [< γαλλ. phosphoriser, αγγλ. phosphorize]
  • φωσφορικός , ή, ό φω-σφο-ρι-κός επίθ.: ΧΗΜ. που περιέχει φώσφορο ή σχετίζεται με αυτόν: ~ός: σίδηρος/ψευδάργυρος. ~ή: αμμωνία/γλυκόζη/κρεατίνη (= φωσφοκρεατίνη)/ομάδα/ρίζα. ~ό: άλας/αργίλιο/ασβέστιο/κάλιο/νάτριο. ~οί: εστέρες. ~ές: ενώσεις. ~ά: άλατα/ιόντα/λιπάσματα. Πβ. φωσφορούχος. Βλ. δι-, τρι~.|| ~ή: λάμψη. ● ΣΥΜΠΛ.: φωσφορικό οξύ: άχρωμο υγρό (σύμβ. H3PO4) που χρησιμοποιείται σε λιπάσματα, απορρυπαντικά, φαρμακευτικά προϊόντα καθώς και ως ρυθμιστής οξύτητας. [< γαλλ. phosphorique, αγγλ. phosphoric]
  • φωσφόρισμα φω-σφό-ρι-σμα ουσ. (ουδ.) (σπάν.): η ενέργεια του φωσφορίζω.
  • φωσφορισμός φω-σφο-ρι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΦΥΣ. η ιδιότητα ορισμένων σωμάτων ή ουσιών, όταν απορροφούν ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, να εκπέμπουν φως ακόμα και μετά την απομάκρυνση της φωτεινής πηγής, χωρίς αισθητή αύξηση της θερμοκρασίας τους. Βλ. βιο~, σελάγισμα, φθορισμός, φωταύγεια. 2. ΒΙΟΛ. το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ορισμένων ζωικών ή φυτικών οργανισμών να εκπέμπουν φως στο σκοτάδι. Βλ. -ισμός, πυγολαμπίδα. [< γαλλ. phosphorisme, αγγλ. phosphorism]
  • φωσφορίτης φω-σφο-ρί-της ουσ. (αρσ.): ΟΡΥΚΤ. ιζηματογενές πέτρωμα με υψηλή συγκέντρωση φωσφορικού ασβεστίου. Βλ. απατίτης, -ίτης2. [< αγγλ.-γαλλ. phosphorite]
  • φώσφορος φώ-σφο-ρος ουσ. (αρσ.) {φωσφόρ-ου} & (λόγ.) φωσφόρος & (σπάν.) φώσφορο (το): ΧΗΜ. αμέταλλο στοιχείο (σύμβ. P) που εκπέμπει αμυδρή λάμψη, όταν εκτεθεί στο οξυγόνο, και απαντά σε ανόργανα φωσφορικά πετρώματα και στα κύτταρα των ζωντανών οργανισμών, αποτελώντας βασικό θρεπτικό συστατικό των ζώων και φυτών, με ποικίλες εμπορικές χρήσεις (λιπάσματα, εκρηκτικά, οδοντόκρεμες): ενεργός/ερυθρός/λευκός/μαύρος ~. Άλατα/ανόργανες και οργανικές ενώσεις ~ου. Ο κύκλος του ~ου. Βιολογική απομάκρυνση του ~ου από τα αστικά λύματα. Δέσμευση του ~ου στο έδαφος. Ο ~ αποτελεί δομικό στοιχείο των οστών.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) Οθόνη ~ου. [< πβ. αρχ. φωσφόρος 'που φέρνει το φως', γαλλ. phosphore, αγγλ. phosphorus]
  • φωσφορούχος , ος/α, ο [φωσφοροῦχος] φω-σφο-ρού-χος επίθ. 1. ΧΗΜ. που έχει ως συστατικό τον φώσφορο: ~ος: ψευδάργυρος. ~ο: ασβέστιο/λίπασμα/μαγνήσιο. ~ες: ενώσεις. ~α: άλατα. Πβ. φωσφορικός. Βλ. -ούχος2. 2. που εκπέμπει φως, όταν εκτίθεται σε ακτινοβολία, που φωσφορίζει: ~ος: μαρκαδόρος (= φωσφοριζέ). ~ο: γιλέκο/καντράν ρολογιού. ~ες: πινακίδες. [< γαλλ. phosphoré]
  • φωσφορυλίωση φω-σφο-ρυ-λί-ω-ση ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. προσθήκη φωσφόρου (φωσφορικής ομάδας) σε πρωτεΐνη ή άλλη οργανική ένωση ή μόριο μέσω ενζύμων, συνήθ. με μετακίνηση φωσφορικής ομάδας από νουκλεοτίδιο: πρωτεϊνική (βλ. κινάση)/ταχεία ~. ~ γλυκόζης. ● ΣΥΜΠΛ.: οξειδωτική φωσφορυλίωση: σύνθεση μορίων ATP μέσω της ενέργειας που προέρχεται από τη μεταφορά ηλεκτρονίων στην αναπνευστική αλυσίδα των μιτοχονδρίων. [< αγγλ. oxidative phosphorylation, 1945] [< αγγλ. phosphorylation, 1925, γαλλ. ~, 1938]

άκτιστος

άκτιστος, η/ος, ο [ἄκτιστος] ά-κτι-στος επίθ. 1. & άχτιστος: που δεν έχει ή δεν μπορεί να κτιστεί: ~η: περιοχή. ~ο: οικόπεδο/σπίτι. ΑΝΤ. κτιστός (1), οικοδομημένος (1) 2. ΘΕΟΛ. (για την Αγία Τριάδα) που δεν έχει δημιουργηθεί, αλλά υπάρχει προαιώνια: Ο ~ (θείος) Λόγος. Πβ. άυλος.|| (ως ουσ.-λόγ.) Το κτιστό και το ~ο. ● ΣΥΜΠΛ.: άκτιστο(ν) φως: ΘΕΟΛ. το υπέρλαμπρο θείο φως που περιέβαλε τους Ησυχαστές στην προσευχή τους ως μέθεξη του Θεού και των ενεργειών του· το φως που περιέβαλε τον Χριστό στο όρος Θαβώρ· η ίδια η ενέργεια του Θεού: Τον πλημμύρισε το ~ ~. [< 2: μτγν. ἄκτιστος]

αλκαλικός

αλκαλικός, ή, ό [ἀλκαλικός] αλ-κα-λι-κός επίθ.: ΧΗΜ. που σχετίζεται με τα αλκάλια και τις ιδιότητές τους ή περιέχει αλκάλια: ~ή: αντίδραση/υδρόλυση. ~ό: έδαφος/νερό (: που το πε χα του είναι μεγαλύτερο από επτά). ~ές: ενώσεις/πηγές (: που περιέχουν διαλυμένη στο νερό τους μεγάλη ποσότητα ενώσεων των αλκαλίων)/τροφές. ~ά: άλατα/μέταλλα (: που μαζί με οξυγόνο δίνουν αλκάλια). Βλ. όξινος. ● ΣΥΜΠΛ.: αλκαλικές γαίες: τα μέταλλα της κύριας υποομάδας της δεύτερης ομάδας του περιοδικού πίνακα (βηρύλλιο, μαγνήσιο, ασβέστιο, βάριο, στρόντιο, ράδιο). [< γαλλ. terres alcalines] , αλκαλικές μπαταρίες: ΤΕΧΝΟΛ. που χρησιμοποιούν διαλύματα αλκαλικών ενώσεων για την αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας και έχουν μεγαλύτερη διάρκειας ζωής από τις απλές., αλκαλική φωσφατάση: ΒΙΟΧ. ένζυμο που υπάρχει στα κύτταρα όλων των ιστών, ιδ. στο ήπαρ, στους χοληφόρους πόρους, στα οστά, στο έντερο και στον πλακούντα: αυξημένη ~ ~ αίματος/ορού., αλκαλικό διάλυμα: που έχει τιμή πε χα μεγαλύτερη από επτά. Πβ. βασικό διάλυμα. [< γαλλ. solution alcaline] [< γαλλ. alcalin]

απατίτης

απατίτης [ἀπατίτης] α-πα-τί-της ουσ. (αρσ.): ΟΡΥΚΤ. φωσφορικό ορυκτό του ασβεστίου, (κυανο)πράσινο, ιώδες, καστανό, λευκό ή άχρωμο, (ημι)διαφανές, με μορφή πρισματικών κρυστάλλων. Βλ. φωσφορίτης, -ίτης2. [< γερμ. Apatit, γαλλ.-αγγλ. apatite]

γενηθήτω

γενηθήτω γε-νη-θή-τω ρ. & (εσφαλμ.) γεννηθήτω (λόγ.): κυρ. στις ● ΦΡ.: γενηθήτω το θέλημά σου (από το Πάτερ ημών): ως αποδοχή της θείας βούλησης· (συνήθ. ειρων.) για δήλωση συγκατάβασης., γενηθήτω φως (και εγένετο φως) (ΠΔ) 1. (προφ.) για να ανάψουν τα φώτα ή για επαναφορά του ηλεκτρικού ρεύματος μετά από διακοπή. 2. (μτφ.) ως απαίτηση να πέσει άπλετο φως στη διερεύνηση μιας υπόθεσης. [< αρχ. γενηθήτω, προστ. αορ. του ρ. γίγνομαι]

γλόμπος

γλόμπος γλό-μπος ουσ. (αρσ.) (προφ.) 1. ηλεκτρικός λαμπτήρας, λάμπα. 2. (μτφ., για πρόσ.) εντελώς φαλακρός ή με ξυρισμένο κεφάλι: Έγινε ~. Πβ. γουλί. ● Υποκ.: γλομπάκι (το): στη σημ. 1. [< ιταλ. globo]

δημοσιότητα

δημοσιότητα δη-μο-σι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.): κατάσταση κατά την οποία κάποιος/κάτι γίνεται ευρέως γνωστό(ς)· δημοσιοποίηση: Tα έγγραφα θα δοθούν στη ~. Σύμφωνα με νέα στοιχεία που φέρνει στη ~ η εφημερίδα, ... Βρίσκεται στο επίκεντρο της ~ας.|| ~ της δίκης/της συνεδρίασης. Δεν δόθηκε μεγάλη ~ στο θέμα (: δεν πήρε διαστάσεις).|| (για πρόσωπα, κυρ. δημόσια:) Αρνητική ~. Κρατήθηκε μακριά από το παιχνίδι της ~ας. Απολαμβάνει/αφεύγει/επιζητεί/κυνηγά τη ~. Βλ. αναγνωρισιμότητα, -ότητα. ● ΦΡ.: αποκτά/εξασφαλίζει/λαμβάνει/παίρνει δημοσιότητα: για γεγονός, φαινόμενο που γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό: Το θέμα δεν πήρε ~, όπως θα έπρεπε., βγαίνει στη δημοσιότητα: γνωστοποιείται στο ευρύ κοινό (συνήθ. μέσω δημοσίευσης): Νέα στοιχεία βγήκαν ~ για ..., βλέπει το φως/έρχεται στο φως της δημοσιότητας: δημοσιεύεται, δημοσιοποιείται: Σοβαρές καταγγελίες σχετικά με παράνομες προσλήψεις είδαν ~ ~. Το παρασκήνιο των διαπραγματεύσεων ήρθε ~ ~., η αρχή της δημοσιότητας: αρχή της γνωστοποίησης στο ευρύ κοινό: ~ ~ μιας δίκης (: παρακολούθησή της από το ευρύ κοινό άμεσα ή έμμεσα, μέσω ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης)., οι προβολείς/τα φώτα/τα φλας της δημοσιότητας (μτφ.): η προσοχή των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας και της κοινής γνώμης: μακριά από τους/τα ~ ~. Μονοπώλησε/συγκέντρωσε/τράβηξε τους/τα ~ ~. Οι ~ ~ είναι στραμμένοι πάνω του/στις εξελίξεις. Τα ~ ~ πέφτουν στις αντιπολεμικές διαδηλώσεις. [< γαλλ. publicité]

δι- & δί- & δισ-

δι- & δί- & δισ-: λεξικό πρόθημα που δηλώνει ότι κάτι διαθέτει δύο στοιχεία, είναι δύο φορές μεγαλύτερο ή διαρκεί δύο φορές περισσότερο από αυτό που εκφράζει το β' συνθ.: δι-κέφαλος/~κοτυλήδονος/~μερής/~μέτωπος/~σημία/~σύλλαβος/~ώροφος. Δί-κλινο/~κροκος/~μορφος/~πατος/~στηλος/~στιχος. Δισ-διάστατος.|| Δι-πλάσιος.|| Δι-ήμερος/δί-μηνος. Πβ. δυ-.

διασπορά

διασπορά δι-α-σπο-ρά ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. διασκορπισμός, διαχωρισμός των μερών, των στοιχείων ενός συνόλου σε διαφορετικές κατευθύνσεις ή διάδοση σε ευρεία κλίμακα: ατμοσφαιρική/χωρική ~. ~ αέριων ρύπων/γύρης/επικίνδυνων ουσιών/μικροοργανισμών/χημικών (π.χ. στο νερό).|| ~ ψευδών ειδήσεων/πληροφοριών.|| ~ όπλων μαζικής καταστροφής.|| (ΙΑΤΡ. σπάν. μετάδοση:) Δείκτης ~άς μιας ασθένειας/ενός ιού. Βλ. υπερ~. ~ γνώσεων/ιδεών.|| (ΣΤΡΑΤ.) Όπλα/πυρομαχικά ~άς.|| (ΣΤΑΤΙΣΤ., κατανομή των τιμών ενός συνόλου παρατηρήσεων γύρω από τη μέση τιμή:) Γνωστή/μεγάλη ~. ~ τυχαίων μεταβλητών. Διάγραμμα/συνάρτηση/υπολογισμός ~άς. Βλ. συν~. 2. ομαδική συνήθ. απομάκρυνση από την πατρίδα και μετάβαση σε άλλο(ν) τόπο και κατ' επέκτ. σύνολο ομοεθνών διασκορπισμένων ανά τον κόσμο: εβραϊκή/προσφυγική ~. ~ πληθυσμών. Ο ελληνισμός/οι Έλληνες της ~άς. Βλ. ομογένεια. ● ΣΥΜΠΛ.: διασπορά του φωτός: ΑΣΤΡΟΝ. η θραύση και ο διασκορπισμός του φωτός μέσα στα διάφορα μήκη κύματός του. [< γαλλ. dispersion de la lumière] , ανάλυση (της) διακύμανσης/διασποράς/μεταβλητότητας βλ. ανάλυση, βόμβα διασποράς βλ. βόμβα, διασπορά μετοχών βλ. μετοχή [< μτγν. διασπορά ‘διασκόρπιση, διεσπαρμένο πλήθος’, αγγλ. diaspora, γαλλ. 1: dissérmination 2: diaspora: των Εβραίων, 1909 και κατ΄επέκτ. για άλλους λαούς, 1949]

εξυπνάκιας

εξυπνάκιας [ἐξυπνάκιας] ε-ξυ-πνά-κιας ουσ. (αρσ.) (προφ.): πρόσωπο που παριστάνει τον έξυπνο ή κάνει πονηριές: ~ που θέλει να επιδειχθεί. Πβ. εξυπνοπούλι. Βλ. -άκιας.

έτος

έτος [ἔτος] έ-τος ουσ. (ουδ.) {έτ-ους | -η, -ών} 1. χρονικό διάστημα τριακοσίων εξήντα πέντε ημερών (ή τριακοσίων εξήντα έξι για δίσεκτο έτος), που συνήθ. αρχίζει (συμβατικά) την πρώτη Ιανουαρίου και τελειώνει την τριακοστή πρώτη Δεκεμβρίου και χωρίζεται σε δώδεκα μήνες (το ημερολογιακό έτος) ή μπορεί να αρχίζει σε οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία· μία συγκεκριμένη από αυτές τις περιόδους, συνήθ. στη χρονολογική της σειρά: επετειακό/επόμενο/μεταβατικό/παρελθόν/περασμένο/πλήρες/τρέχον ~. Στην αρχή/με την πάροδο/στο τέλος του ~ους. Η πρώτη μέρα (πβ. πρωτοχρονιά)/οι εποχές του ~ους. Απαιτούμενη προϋπηρεσία: ένα ως δύο ~η. Δάνειο διαρκείας με σταθερό επιτόκιο για τρία ~η. Κατά τα προηγούμενα ~η. Επί δύο συναπτά ~η. Ύστερα από προσπάθειες πολλών ~ών ... Εγγύηση δύο ~ών. Ποινή κάθειρξης είκοσι ~ών. Προ ~ών (: πριν από πολλά ~η). Από (πολλών) ~ών (: εδώ και πολλά ~η). Εξόφληση χρέους εντός τριών ~ών.|| (ειδικότ. για την ηλικία) Συμπλήρωση του πεντηκοστού ~ους της ηλικίας. Έγινε ογδόντα/πέθανε σε ηλικία ενενήντα ~ών. Γυναίκες άνω/κάτω των σαράντα ~ών. Πόσων ~ών (= χρονών) είστε;|| Ουίσκι δώδεκα ~ών.|| (ευχετ.) Καλά Χριστούγεννα και ευτυχισμένο το νέο ~. ~ αποφοιτήσεως/γεννήσεως/έκδοσης (πβ. χρονολογία).|| (σε άλλο σύστημα χρονολόγησης:) Το ~ του Φιδιού (στο κινέζικο ημερολόγιο). Ένα ~ Εγίρας (στο ισλαμικό ημερολόγιο που αντιστοιχεί στο 622 μ.Χ.). Το ~ 7107 από κτίσεως κόσμου (δηλ. 1599 μ.Χ.). Το ~ μιας Ολυμπιάδας. ΣΥΝ. χρονιά (1), χρόνος (6) 2. (ειδικότ.) χρονικό διάστημα, μικρότερο συνήθ. από ένα έτος, κατά το οποίο λειτουργεί ένα ίδρυμα, ινστιτούτο· συνεκδ. σύνολο προσώπων που φοιτούν μαζί σε σχολείο, πανεπιστήμιο: ακαδημαϊκό-πανεπιστημιακό ~. Παράταση διδακτικού ~ους. Μαθήματα πρώτου ~ους (σπουδών). Διαγωνίσματα/εκπαιδευτική εκδρομή/εξετάσεις/υποτροφίες ~ους ... Φοιτητές δευτέρου ~ους/μεγαλύτερων ~ών/του ~ους μου. Δεν ήταν στο δικό μου ~ (= δεν ήμασταν συμφοιτητές). Βλ. ανθρωπο~, γενιά. 3. ΑΣΤΡΟΝ. το απαιτούμενο χρονικό διάστημα για μια πλήρη περιφορά της Γης γύρω από τον Ήλιο, το ηλιακό, τροπικό έτος· κατ' επέκτ. ο χρόνος περιφοράς ενός πλανήτη ή δορυφόρου γύρω από τον Ήλιο ή άλλο πλανήτη, αντίστοιχα: το ~ του Άρη/της Σελήνης. ● ΣΥΜΠΛ.: εκκλησιαστικό έτος: που αρχίζει την πρώτη Σεπτεμβρίου και τελειώνει την τριακοστή πρώτη Αυγούστου. ΣΥΝ. ίνδικτος (1), έτος φωτός 1. ΑΣΤΡΟΝ. {κυρ. στον πληθ.} μονάδα μήκους (διεθνές σύμβ. ly) που ισούται με την απόσταση που διανύει το φως στο κενό σε ένα έτος: Γαλαξίας που απέχει ... εκατομμύρια ~η ~ από τη Γη. 2. {μόνο στον πληθ.} (μτφ.) για να δηλωθεί εμφατικά πολύ μεγάλη (ποιοτική) διαφορά μεταξύ δύο ή περισσοτέρων συγκρινόμενων πραγμάτων, προσώπων: Η θεωρία απέχει συχνά ~η ~ από την πράξη. Βρισκόμαστε ~η ~ (μακριά) από τις συνήθειες των παππούδων μας. [< αγγλ. light year, 1925] , Ευρωπαϊκό/Διεθνές/Παγκόσμιο Έτος: χρονικό διάστημα συνήθ. ενός έτους, αφιερωμένο σε συγκεκριμένο θέμα, πρόσωπο, ιδέα, κατά τη διάρκεια του οποίου πραγματοποιούνται σχετικές εκδηλώσεις σε ευρωπαϊκό, διεθνές ή παγκόσμιο επίπεδο., ηλιακό/τροπικό έτος: ΑΣΤΡΟΝ. το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο διαδοχικών εαρινών ή φθινοπωρινών ισημεριών που ισοδυναμεί με 365 μέρες, 5 ώρες, 48 λεπτά και 45.51 δευτερόλεπτα: ημερολόγιο βασισμένο στο ~ ~. Μέσο τροπικό ~ (365, 2421988 ... μέρες). Βλ. γρηγοριανό/νέο, ιουλιανό/παλαιό ημερολόγιο, ηλιακός χρόνος. [< γαλλ. année solaire/tropique] , ημερολογιακό έτος & πολιτικό έτος: από την 1η Ιανουαρίου ως την 31η Δεκεμβρίου. [< αγγλ. calendar year] , οικονομικό έτος: ΟΙΚΟΝ. λογιστική περίοδος δώδεκα μηνών: απολογισμός/έξοδα/έσοδα/ισολογισμός/κέρδη ~ού ~ους ... Φορολογικές δηλώσεις ~ού ~ους ... Εκκαθάριση λογαριασμών-~ά ~η ... [< αγγλ. financial year] , σεληνιακό έτος: με διάρκεια τριακοσίων πενήντα τεσσάρων ημερών., σχολικό έτος: το χρονικό διάστημα λειτουργίας των σχολείων, συμπεριλαμβανομένων των παραδόσεων και των εξετάσεων: Το ~ ~ διαρκεί από την πρώτη Σεπτεμβρίου έως την τριακοστή Ιουνίου. Πβ. χρονιά., αστρικό έτος βλ. αστρικός, κοσμικό/γαλαξιακό έτος βλ. κοσμικός, πλήρης ημερών βλ. ημέρα, το ενεστώς έτος βλ. ενεστώς, υδρολογικό έτος βλ. υδρολογικός ● ΦΡ.: αίσιο(ν) και ευτυχές το νέο(ν) έτος (λόγ.): (σε ευχετήριες κάρτες και επιστολές) στερεότυπη ευχή για το νέο έτος., ανά/κατ' έτος: (για, σε) κάθε έτος, ετησίως: δαπάνες/δημοσιεύσεις/ταξινόμηση ~ ~.|| (ως επίθ.) Βράβευση της κατ' έτος (= ετήσιας) σημαντικότερης ερευνητικής εργασίας στον χώρο της ..., εις πολλά έτη/έτη πολλά (λόγ.): ευχή για μακροζωία: ~ ~ με υγεία και χαρά! (ΕΚΚΛΗΣ.) ~ ~, ∆έσποτα! Πβ. χρόνια πολλά., εν έτει (λόγ.): το έτος: Έργο γραμμένο ~ ~ ... , επί σειρά(ν) ετών (λόγ.): για πολλά και διαδοχικά χρόνια: πρόεδρος/πρωταθλητής ~ ~.|| (ως επίθ.) Ο ~ ~ διευθυντής. , καθ' όλο(ν) το έτος (λόγ.): σε όλη τη διάρκεια του έτους: Το ξενοδοχείο λειτουργεί ~ ~., κατ' έτος (επίσ.): (για) κάθε χρονιά, ετησίως: αποδοχές ~ ~. Η κατώτατη τιμή ορίζεται ~ ~., (κατά) το σωτήριο(ν) έτος βλ. σωτήριος, προ/από αμνημονεύτων ετών/χρόνων βλ. αμνημόνευτος [< αρχ. ἔτος, γαλλ. année, αγγλ. year]

ζωδιακός

ζωδιακός, ή, ό ζω-δι-α-κός επίθ.: ΑΣΤΡΟΛ. που σχετίζεται με τα ζώδια: ~ός: αστερισμός/χάρτης. ~ή: πρόβλεψη. ~ό: έτος/ημερολόγιο/σύμβολο. Πίνακας ~ών θέσεων.|| (στο αρσ. ως ουσ.) Τα δώδεκα ζώδια του ~ού (ενν. κύκλου). ● ΣΥΜΠΛ.: ζωδιακό φως: ΑΣΤΡΟΝ. αμυδρό φως γύρω από τη ζωδιακή ζώνη, το οποίο προκαλείται από τη διάχυση του ηλιακού φωτός και είναι ορατό πριν από την ανατολή και μετά τη δύση του ήλιου., ζωδιακός (κύκλος)/ζωδιακή ζώνη: ΑΣΤΡΟΝ.-ΑΣΤΡΟΛ. νοητή ζώνη της ουράνιας σφαίρας μέσα στην οποία τοποθετείται η κίνηση του Ήλιου· υποδιαιρείται σε δώδεκα ίσα μέρη, τα οποία παίρνουν το όνομά τους από τους βασικούς αστερισμούς (ζώδια). [< αρχ. ζῳδιακός, γαλλ. zodiaque, αγγλ. zodiac]

ημίφως

ημίφως [ἡμίφως] η-μί-φως ουσ. (ουδ.) {ημίφωτος} (λόγ.) & (λογοτ.) μισόφωτο & μισόφως: αμυδρό φως, μισοσκόταδο: το ~ της ανατολής/του δειλινού/των κεριών. Διέκρινε μια σκιά στο ~ του δωματίου.|| (μτφ.) Κινήσεις που έγιναν στο ~ του διπλωματικού παρασκηνίου. [< γαλλ. demi-jour, γερμ. Halblicht]

ήχος

ήχος [ἦχος] ή-χος ουσ. (αρσ.) 1. ΦΥΣ. ερέθισμα που μπορεί να γίνει αντιληπτό από τα όργανα της ακοής και διαδίδεται μέσω των κυμάτων που παράγονται από την παλμική κίνηση, δηλ. τη δόνηση, ταλάντωση ενός σώματος: χαρακτηριστικά του ~ου: η ένταση (: ισχυρός ή ασθενής· βλ. ντεσιμπέλ), το ύψος (: βαρύς ή οξύς), το ποιόν (βλ. ηχόχρωμα). Η συχνότητα (βλ. χερτς)/η ταχύτητα του ~ου. Πηγή ~ου. Τα είδη των ~ων: απλοί (βλ. διαπασών), σύνθετοι ~οι. Βλ. ακουστική, υπέρ-, υπό-ηχος. 2. (κατ' επέκτ.) το συγκεκριμένο ακουστικό αίσθημα: ο ~ της καμπάνας/της φωνής (πβ. χροιά). Ακούστηκε ένας ανεπαίσθητος/γλυκός/διαπεραστικός/δυνατός (πβ. θόρυβος)/εκκωφαντικός/ευχάριστος/καθαρός/μελωδικός/πένθιμος/ρυθμικός/υπόκωφος ~. Κάτι βγάζει/κάνει/παράγει έναν περίεργο/χαρακτηριστικό ~ο. Χόρευαν υπό τους ~ους της κιθάρας/του κλαρίνου. Γνώριμοι ~οι της εξοχής (= χαρακτηριστικά ακούσματα). ~οι απ' όλο τον κόσμο (= μουσικές). Βλ. απόηχος. 3. ΤΗΛΕΠ.-ΠΛΗΡΟΦ. ηχητικό σήμα: αναλογικός/ψηφιακός ~. Εγγραφή ~ου (= ηχογράφηση). Δυναμική/επεξεργασία (βλ. ψηφιοποίηση)/(ανα)παραγωγή ~ου. Υψηλή πιστότητα και ποιότητα ~ου. Μηχανήματα/συσκευές ~ου (π.χ. ηχεία, ενισχυτές, ηχοσυστήματα, ραδιόφωνα, σιντί πλέιερ, μικρόφωνα, ακουστικά, επεξεργαστές, μεγάφωνα, κονσόλες, στερεοφωνικά). Συστήματα ~ου και εικόνας (= πολυμέσα). (ΠΛΗΡΟΦ.) Αρχεία/κάρτα ~ου.|| (σε παραστάσεις) Επιμέλεια ~ου (= ηχοληψία). Μηχανικός/τεχνικός ~ου (= ηχολήπτης). 4. ΤΕΧΝΟΛ. ηχητική ένταση ή/και ποιότητα: ρύθμιση του ~ου. Έχουμε πρόβλημα με τον ~ο. Δυναμώνω/χαμηλώνω τον ~ο. 5. ΜΟΥΣ. (στη βυζαντινή μουσική) τρόπος: ~ πρώτος/δεύτερος/τρίτος/τέταρτος/πλάγιος του πρώτου, του δευτέρου, του τρίτου, του τετάρτου (: οι οκτώ ~οι, τέσσερις αυθεντικοί και τέσσερις πλάγιοι, βλ. οκταηχία). Βλ. γένος, ήθος. ● ΣΥΜΠΛ.: ήχος και φως: είδος νυχτερινού θεάματος, συνήθ. σε ιστορικό χώρο, κυρ. μνημείο, το οποίο συνδυάζει φωτιστικά εφέ με λόγο και μουσική. [< γαλλ. son et lumière, 1957] , το φράγμα του ήχου βλ. φράγμα ● ΦΡ.: σε ήχο πλάγιο (ειρων.) 1. έμμεσα: Μίλησε ~ ~. 2. (αργκό) για έντονη επίπληξη, κατσάδιασμα: Τα άκουσε/τον έψαλε ~ ~. ΣΥΝ. ακούω/ψέλνω σε κάποιον τον εξάψαλμο. [< αρχ. ἦχος, γαλλ. son 3,4: αγγλ. sound, audio]

-ίδιο

-ίδιο {-ιδίου | -ιδίων} (λόγ.): υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών: αγαλματ~/εικον~/κρατ~/κυστ~/ογκ~/σακ~/σταγον~/φιαλ~.|| (με μείωση ή απώλεια της υποκοριστικής σημ.:) Bακτηρ~/γον~.

ιλαρός

ιλαρός, ή, ό [ἱλαρός] ι-λα-ρός επίθ. (λόγ.): χαρούμενος, εύθυμος: ~ή: διάθεση/ματιά. ~ό: βλέμμα/πρόσωπο. Πβ. φαιδρός, χαρωπός. ΑΝΤ. κατηφής, σκυθρωπός ● ΣΥΜΠΛ.: φως ιλαρόν: ΕΚΚΛΗΣ. ύμνος των πρώτων χριστιανικών χρόνων που ψάλλεται μέχρι σήμερα στην ακολουθία του Εσπερινού· χαρακτηρισμός του Ιησού Χριστού στον αντίστοιχο ύμνο. Πβ. Επιλύχνιος Ευχαριστία. [< αρχ. ἱλαρός, γαλλ. hilare, αγγλ. hilarious]

-ίνη

-ίνη: επίθημα δάνειων όρων για τη δήλωση χημικής, φαρμακευτικής ουσίας: βαζελ~/βαλ~/βιταμ~/γλουτολ~/θρεον~/ισολευκ~/ιστιδ~/λευκ~/λυσ~/μεθειον~/ναφθαλ~/νικοτ~/πενικιλ~/φαινυλαλαν~/χυμοθρυψ~. Πρωτε-ΐνη. Πβ. -ίνα2.

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

λεκιθίνη

λεκιθίνη λε-κι-θί-νη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. φωσφολιπίδιο που αποτελεί σημαντικό συστατικό των κυτταρικών μεμβρανών, παράγεται από το συκώτι, περιέχεται σε ποικιλία τροφίμων και διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο σε όλες τις βιολογικές λειτουργίες· το αντίστοιχο συμπλήρωμα διατροφής: ~ αβγού/σόγιας. Η ~ περιέχει χολίνη και ινοσιτόλη. Η ~ διεγείρει την εγκεφαλική λειτουργία (βλ. νευροδιαβίβαση). Βλ. -ίνη, ομογενοποιητές. [< γαλλ. lécithine, αγγλ. lecithin]

-ούχος2

-ούχος2, α/ος, ο: επίθημα λόγιων επιθέτων με αναφορά σε συγκεκριμένο συστατικό του προσδιοριζόμενου: αερι~/αλκοολ~/ανθρακ~/βιταμιν~/θει~/πρωτεϊν~/φωσφορ~/χλωρι~.

παλμικός

παλμικός, ή, ό παλ-μι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον παλμό: ~ή: ειδοποίηση (σε τηλέφωνα)/κίνηση/λειτουργία. ~ό: κατσαβίδι/λέιζερ/οξύμετρο/ρεύμα. ~ά: τριβεία. ● ΣΥΜΠΛ.: παλμική κλήση: ΤΗΛΕΠ. τρόπος κλήσης τηλεφωνικού αριθμού μέσω (διακοπτόμενων) ηλεκτρικών παλμών που αντιστοιχούν στα ψηφία του. [< αγγλ. pulse dialling] , παλμικό φως: δέσμη φωτός με ευρύ φάσμα· χρησιμοποιείται κυρ. για θεραπευτικούς σκοπούς και για την αντιμετώπιση της ανεπιθύμητης τριχοφυΐας: έντονο ~ ~. Βλ. φωτοαποτρίχωση, φωτοθερμόλυση, φωτόλυση. [< αγγλ. pulsed light] [< μτγν. παλμικός, γαλλ. oscillatoire]

παντογνώστης

παντογνώστης πα-ντο-γνώ-στης ουσ. (αρσ.) 1. {θηλ. παντογνώστρια} (επιτατ.) που γνωρίζει τα πάντα: Δεν ισχυρίζομαι ότι είμαι ~, αλλά έχω άποψη επί του θέματος.|| (ειρων.) Μιλά με ύφος ~η. Πβ. ξερόλας, φωστήρας. Βλ. -γνώστης. 2. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. Π) προσωνυμία του Θεού. Πβ. πάνσοφος. ● ΣΥΜΠΛ.: παντογνώστης αφηγητής: ΛΟΓΟΤ. που γνωρίζει τα πάντα, αλλά δεν μετέχει στη δράση, δηλ. δεν είναι ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας. Βλ. μηδενική εστίαση., φωτεινός παντογνώστης βλ. φωτεινός [< μεσν. παντογνώστης, γαλλ. omniscient]

πόλη

πόλη πό-λη ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως | -εις, -εων} & (λόγ.) πόλις 1. οικιστική μονάδα με μεγάλο πληθυσμό (δηλ. πάνω από δέκα χιλιάδες κατοίκους στην Ελλάδα), η οποία περιλαμβάνει αστικό χώρο, κτίρια, δρόμους, δίκτυα επικοινωνίας και μεταφορών και στην οποία παρατηρείται συγκέντρωση δραστηριοτήτων: ανθρώπινη/αρχαία/βιομηχανική/βιώσιμη/γραφική/εμπορική/επαρχιακή/έρημη/ζωντανή/ιστορική/καθαρή/κοσμοπολίτικη/μεσαιωνική/παραθαλάσσια/πολυπολιτισμική (βλ. χοάνη)/πράσινη/πυκνοκατοικημένη (βλ. αστικοποίηση, αστυφιλία)/υδροκέφαλη (βλ. αποκέντρωση)/υπόγεια/φιλόξενη ~. Η ~ των Αθηνών/της Θεσσαλονίκης. ~ του μέλλοντος. ~-κόσμημα. Ολυμπιακή ~ (: που φιλοξενεί τους Ολυμπιακούς Αγώνες). Το αεροδρόμιο/τα αξιοθέατα/ο δήμαρχος/οι επισκέπτες/ο πολιούχος/τα μνημεία/τα μουσεία/οι πλατείες/τα προάστια/οι συνοικίες μιας ~ης. Χάρτης της ~ης. Στην άκρη/στην καρδιά/στις παρυφές/στα περίχωρα της ~ης. Ίδρυση/καταστροφή μιας ~ης. Η μετακίνηση στην ~ (βλ. κυκλοφοριακό, συγκοινωνίες). Αδελφοποιημένες ~εις. ~εις και χωριά (βλ. επαρχία, περιφέρεια). Βλ. δήμος, κωμόπολη, μεγαλούπολη, μητρόπολη, πολίχνη, πρωτεύουσα.|| (περιοχή μέσα σε ~:) Άνω/Παλαιά/Πάνω Πόλη. ΣΥΝ. άστυ 2. (συνεκδ.) οι κάτοικοί της, το κέντρο της ή η ζωή σε αυτή: Η ~ γιορτάζει/ήταν ανάστατη/κοιμάται. Ξεσηκώθηκε όλη η ~.|| Κατεβαίνω στην ~ για δουλειές.|| Το άγχος/οι ανέσεις/ο θόρυβος/η κίνηση της ~ης. ● ΣΥΜΠΛ.: η αγία πόλη (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Α, Π): η Ιερουσαλήμ., η αιώνια πόλη (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Α, Π): η Ρώμη. [< γαλλ. la Ville éternelle ] , η πόλη του φωτός (κ. με κεφαλ. Π, Φ): το Παρίσι. [< γαλλ. la Ville lumière] , ιερή πόλη: που αποτελεί σημαντικό τόπο προσκυνήματος. || Η ~ ~ του Μεσολογγίου., παγκόσμια πόλη: αυτή που θεωρείται σημαντικός κόμβος στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. [< αγγλ. global city, 1991] , πόλη-κράτος & (λόγ.) πόλις-κράτος: ΑΡΧ. μορφή πολιτικής οργάνωσης στην αρχαία Ελλάδα· ειδικότ. κρατική οντότητα αποτελούμενη από το αστικό κέντρο (άστυ) και την αγροτική περιοχή (χώρα) που βρισκόταν γύρω από αυτό., ψηφιακή πόλη & ηλεκτρονική πόλη: στην οποία κυριαρχεί η ψηφιακή τεχνολογία στην εξυπηρέτηση των πολιτών. Βλ. τηλεματική., ανοχύρωτη πόλη βλ. ανοχύρωτος, η βασιλίδα των πόλεων βλ. βασιλίδα, κράτος/πόλη δορυφόρος βλ. δορυφόρος, σχέδιο πόλεως/πολεοδομικό σχέδιο βλ. σχέδιο ● ΦΡ.: κάλλιο/καλύτερα πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη βλ. χωριό, το χρυσό κλειδί της πόλης βλ. κλειδί [< αρχ. πόλις, γερμ. Polis, αγγλ. polis]

-τήρας

-τήρας (λόγ.) επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. αντικείμενο, συσκευή ή όργανο με συγκεκριμένη χρήση: αναπνευσ~/ανεμισ~/απορροφη~/βρασ~/καυσ~/λαμπ~/χρωσ~. Βλ. -τήρι, -τήριο.|| Μαση~/μυζη~. 2. αυτόν που ενεργεί· ειδικότ. υπάλληλο, επαγγελματία: σω~.|| Κλη~/μαιευ~.

τούνελ

τούνελ [τοῦνελ] τού-νελ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: τεχνητό πέρασμα, σήραγγα: κρυφό/υπόγειο/υποθαλάσσιο ~. ~ διαφυγής. Διάνοιξη ~. Το τρένο πέρασε μέσα από το ~. Πβ. γαλαρία, στοά. Βλ. ευρω~.|| Φούρνος ~. ● ΦΡ.: βγαίνω από το τούνελ (μτφ.): βρίσκω διέξοδο ή λύση σε δυσκολίες ή προβλήματα., φως στο τούνελ & φως στην άκρη/στο βάθος του τούνελ (μτφ.): πιθανότητα εξεύρεσης λύσης: Δεν βλέπω ~ ~. Αρχίζει να διαφαίνεται ~ ~ της οικονομικής κρίσης. [< αγγλ. tunnel]

Φανάρι

Φανάρι Φα-νά-ρι ουσ. (ουδ.): η έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως· συνεκδ. το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ο θεσμός του: σύναξη των Ορθόδοξων Εκκλησιών στο ~. [< μεσν. Φανάριον, αγγλ. Phanar]

φθορίζει

φθορίζει φθο-ρί-ζει ρ. (αμτβ.) {μόνο στον ενεστ., λόγ. μτχ. φθορίζ-ων, -ουσα, -ον}: εκδηλώνει το φαινόμενο του φθορισμού: Ορυκτά που ~ουν (βλ. φθορίτης). Βλ. φωσφορίζει. [< γαλλ. fluorescer]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.