Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • φωτιά φω-τιά ουσ. (θηλ.) 1. έκλυση θερμότητας και φωτός, η οποία είναι αποτέλεσμα της καύσης εύφλεκτων υλικών: η ανακάλυψη/ιστορία της ~ιάς. Το κόκκινο της ~ιάς. Οι τέχνες της ~ιάς (π.χ. κεραμική, μεταλλουργία). Το πήδημα (: έθιμο την παραμονή του γενέθλιου του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου)/ο χορός της ~ιάς. Ξύλα για ~. Ανάβω/διατηρώ/σβήνω τη ~. Κάθομαι κοντά στη ~. Ο αέρας δυναμώνει τη ~. Πβ. πυρά.|| Μήπως έχετε ~/μου δίνετε τη ~ σας (: αναπτήρα ή σπίρτα); 2. πηγή θερμότητας κατάλληλη για μαγείρεμα φαγητού: Βράζω/τηγανίζω/ψήνω κάτι σε δυνατή/μεσαία/μέτρια/σιγανή ~. Βγάζω/κατεβάζω την κατσαρόλα από τη ~. Σβήνω/χαμηλώνω τη ~. Ανακατέψτε τη σάλτσα σε χαμηλή ~ μέχρι να πήξει. Πβ. εστία, μάτι. 3. (συνεκδ.) φλόγα: η ~ του αναπτήρα. Γλώσσες ~ιάς τύλιξαν το κτίριο (πβ. πύρινη γλώσσα). 4. (προφ.) πυρκαγιά: καταστροφική/μεγάλη/μικρή ~. Ανίχνευση (= πυρανίχνευση)/εστίες/κίνδυνος/πρόκληση/συναγερμός ~ιάς. Υλικά ανθεκτικά στη ~ (πβ. αλεξίπυρα, πυρίμαχα). Αντιμετώπιση/εξάπλωση/καταπολέμηση/κατάσβεση της ~ιάς. Η ~ είναι εκτός ελέγχου/τέθηκε υπό έλεγχο. Σε βραχυκύκλωμα/εμπρησμό οφείλεται η ~ που ξέσπασε ... Η Πυροσβεστική έσβησε αμέσως τη ~. Μαίνεται η ~ στη ... Πβ. εμπρησμός, πυρ.|| (ως κραυγή βοήθειας ή προειδοποίησης σε περίπτωση πυρκαγιάς:) ~! 5. (μτφ.) ένταση και συνεκδ. ό,τι την προκαλεί: πολιτικές ~ιές.|| Η ~ της επανάστασης/μάχης. Πβ. αναβρασμός.|| Η ~ της δημιουργίας/του έρωτα. Πβ. πάθος.|| (για πρόσ.) Αυτή η κοπέλα είναι σκέτη ~ (: ακαταμάχητη).|| (ως παραθετικό σύνθ.) Αυξήσεις-~ (= υπερβολικά μεγάλες). Απόφαση/έγγραφο/έκθεση/πόρισμα-~ (πβ. καταπέλτης). Νέα στοιχεία-~ για την υπόθεση (πβ. συνταρακτικός). Ματς-~ (: πολύ κρίσιμο). Γυναίκα-~ (= εκρηκτική, εντυπωσιακή). ● Υποκ.: φωτίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: το μέτωπο της φωτιάς/της πυρκαγιάς βλ. μέτωπο ● ΦΡ.: ανάβει φωτιά/φωτιές (μτφ.) 1. προκαλεί εντάσεις, ταράζει: ~ει ~ στα νοικοκυριά η αύξηση της τιμής του πετρελαίου. Η δήλωση του βουλευτή ~ψε ~ στους κόλπους της παράταξης. 2. αναστατώνει, προκαλεί ερωτική διέγερση: ~ψε ~ με τη σέξι εμφάνισή της., βάζω το χέρι μου στη φωτιά (μτφ.): είμαι εντελώς σίγουρος για κάποιον ή κάτι: ~ ~ γι' αυτούς τους ανθρώπους (: μπορώ να εγγυηθώ γι' αυτούς).|| (συνήθ. με άρνηση:) Δεν ~ ~, αλλά είναι πολύ πιθανό αυτό που λέω. Δεν βάζω και ~ ότι λέει την αλήθεια. Πβ. κόβω το κεφάλι μου. ΣΥΝ. βάζω το χέρι μου/με το χέρι στο Ευαγγέλιο (1), παίρνω όρκο [< γαλλ. mettre la main au feu] , βάζω φωτιά/φωτιές 1. καίω, πυρπολώ: ~ φωτιά σε δάσος/σπίτι. ~ φωτιά με σπίρτα. Άγνωστοι έβαλαν φωτιά σε σταθμευμένο αυτοκίνητο. 2. (μτφ.) προκαλώ αναστάτωση, ταραχή, διαμάχη: Με τις προκλητικές δηλώσεις του έβαλε ~ιές. Πβ. δυναμιτίζω., πετάω φωτιές/φωτιά (μτφ.): είμαι εξαιρετικός σε κάτι: Η ομάδα/ο παίκτης ~ει ~., πήρε φωτιά ο κώλος του (μτφ.-προφ.): για κάποιον που πρέπει να ασχοληθεί με επείγοντα θέματα ή που είναι βιαστικός., πιάνω/παίρνω φωτιά 1. {στο γ' πρόσ.} καίγομαι, φλέγομαι: Το αεροσκάφος έπιασε ~ κατά την προσγείωση. Το δάσος πήρε ~. 2. {στο γ' πρόσ.} (μτφ.) για να δηλωθεί ένταση: Πήρε ~ το πρωτάθλημα. Πήραν ~ τα τηλέφωνα (: έγιναν πάρα πολλά τηλεφωνήματα). 3. {στο γ' πρόσ.} (μτφ.) για να δηλωθεί μεγάλη αύξηση συνήθ. της τιμής: Τα ακίνητα/επιτόκια παίρνουν ~. 4. (μτφ.) εκνευρίζομαι, θυμώνω: Παίρνεις εύκολα ~ και δεν ακούς τι σου λέω. Καλά ντε, μην ~εις αμέσως ~!, το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει (παροιμ.): με τη σκληρή τιμωρία συμμορφώνεται κανείς., φωτιά στη φωτιά (μτφ.): βίαιη συνήθ. αντίδραση που απαντά σε παρόμοια δράση., άρπαξε φωτιά βλ. αρπάζω, βγάζω τα κάστανα απ' τη φωτιά βλ. κάστανο, δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά βλ. καπνός, μάτια που βγάζουν/πετούν σπίθες/φλόγες/φωτιές βλ. σπίθα, παίζω με τη φωτιά βλ. παίζω, παρανάλωμα του πυρός/της φωτιάς βλ. παρανάλωμα, πέφτω (και) στη φωτιά βλ. πέφτω, ρίχνω λάδι στη φωτιά βλ. λάδι, φωτιά (να πέσει)/ο Θεός να με κάψει βλ. καίω, φωτιά και λάβρα βλ. λάβρα, φωτιά και τσεκούρι βλ. τσεκούρι, φωτιά να σε κάψει! βλ. καίω, φωτιά στα κόκκινα! βλ. κόκκινος, φωτιά στα μπατζάκια μου/σου/του βλ. μπατζάκι [< μεσν. φωτία < αρχ. φῶς, φωτός, γαλλ. feu]

αρπάζω

αρπάζω [ἁρπάζω] αρ-πά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {άρπα-ξα, αρπά-ξει, -χτηκα, -γμένος, αρπάζ-οντας} 1. πιάνω κάποιον ή κάτι σφιχτά, ορμητικά, γρήγορα ή/και βίαια: Τον ~ξε απ' τα μαλλιά/το μπράτσο/τον σβέρκο/το χέρι. Η γάτα ~ξε το ποντίκι (βλ. μαγκώνω). Πβ. γραπώνω.|| ~ει την ομπρέλα και βγαίνει στη βροχή. ~ξε τον πυροσβεστήρα, για να σβήσει τη φωτιά. 2. αποσπώ κάτι από τον κάτοχό του· απάγω ή συλλαμβάνω κάποιον: ~ει τα κοσμήματα/χρήματα και εξαφανίζεται. Της ~ξε το πορτοφόλι. Πβ. κλέβω, ληστεύω, ξαφρίζω, σουφρώνω.|| (μτφ.) Ο άνεμος ~ξε (= σήκωσε) τη στέγη. ~ξαν την εξουσία/την κρατική περιουσία (= σφετερίστηκαν).|| ~ξαν το παιδί μπροστά στα μάτια της. Βλ. δι~, υφ~. 3. (μτφ.-προφ.) αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, μαθαίνω εύκολα και γρήγορα: Τ' ~ει αμέσως! 4. (μτφ.-προφ.) προσβάλλομαι από μεταδοτική ασθένεια: ~ξε γρίπη/(ένα γερό) κρυολόγημα/πνευμονία. Πρόσεξε μην ~ξεις καμιά πούντα (= μην κρυολογήσεις). Πβ. κολλάω.άρπαξε (αμτβ., μτφ.-προφ.): κάηκε επιφανειακά: Το φαγητό ~ στο ψήσιμο. ● Παθ.: αρπάζομαι 1. (μτφ.-προφ.) οργίζομαι· κατ' επέκτ. έρχομαι στα χέρια, τσακώνομαι: ~εται με το παραμικρό.|| ~χτηκαν άσχημα. 2. (+ από) πιάνομαι από κάπου: ~χτηκε από ένα κλαδί/σωσίβιο και κατάφερε να σωθεί.|| (μτφ.) ~εται από μια λέξη/φράση του άλλου, για να πει τα δικά του. ~χτηκε απεγνωσμένα από τους δικούς του. ● ΦΡ.: άρπα την! (προφ.) 1. λέγεται τη στιγμή που κάποιος χτυπά ή συνήθ. μουντζώνει κάποιον άλλο. 2. καλά να πάθεις, σου αξίζει αυτό που έπαθες: ~ ~ τώρα, για να μάθεις!, αρπάζω κάτι/κάποιον (μέσα) από τα χέρια κάποιου 1. παίρνω βίαια κάτι ή κάποιον από αυτόν που το(ν) κρατά: Της άρπαξε την τσάντα ~ ~. 2. (μτφ.) στερώ κάτι από κάποιον: Του άρπαξε τη νίκη ~ ~., αρπάζω/πιάνω κάποιον από το γιακά/το λαιμό/τα πέτα (μτφ.): ζητώ από κάποιον εξηγήσεις, δείχνοντας επιθετική, απειλητική διάθεση., άρπαξε να φας και κλέψε να 'χεις (παροιμ.): για να δηλωθεί κλοπή, απάτη, σφετερισμός., άρπαξε φωτιά: έπιασε φωτιά γρήγορα ή/και αναπάντεχα: Τα ρούχα/σκουπίδια άρπαξαν ~., τα αρπάζει (προφ.-μτφ.): δωροδοκείται, λαδώνεται: Τα ~ξε χοντρά, για να τον προωθήσει., την άρπαξα (προφ.): κρυολόγησα, αρρώστησα: Έχω συνάχι, κάπου θα ~ ~., τις αρπάζω (προφ.): τρώω ξύλο: ~ ~ξε και μάλιστα γερές! ΣΥΝ. τις τρώω, αρπάζω την ευκαιρία (από τα μαλλιά) βλ. ευκαιρία, αρπάζω/πιάνω κάποιον απ' τα μούτρα βλ. μούτρο, κάτι πήρε/έπιασε τ' αυτί μου βλ. αυτί, ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε (κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας) βλ. τρώω, παίρνω/αρπάζω/κλέβω την μπουκιά (μέσα) από το στόμα κάποιου βλ. μπουκιά [< αρχ. ἁρπάζω]

καίω

καίω καί-ω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {καις, -ει, -με, -τε, -ν(ε) | έκα-ψα, κά-ψω, καί-γεται, κά-ηκε, -εί, (λόγ.) καιόμενος, κα-μένος, καίγοντας} & (λαϊκό) καίγω 1. καταστρέφω με φωτιά: ~ψε το γράμμα/τα ξερά κλαδιά/τα σκουπίδια. Οι φλόγες ~ψαν ... στρέμματα δασικής έκτασης. Τα απόβλητα, όταν ~γονται, εκπέμπουν διοξίνες. Η πόλη λεηλατήθηκε και ~ηκε ολοσχερώς (βλ. πυρπολώ). Ο ναός ~ηκε συθέμελα. ~μένοι: κορμοί. Βλ. καρβουνιάζω, καψαλίζω.|| Εγκλωβίστηκαν στο φλεγόμενο κτίριο και ~ηκαν ζωντανοί. Πβ. απανθρακώνω, αποτεφρώνω.|| (μτφ.) ~γεται η καρδιά μου (= στενοχωριέμαι πολύ, υποφέρω). Βλ. κατα~. 2. προκαλώ αλλοίωση, φθορά σε κάτι, εκθέτοντάς το σε υψηλή θερμοκρασία, ακτινοβολία ή καυστικές χημικές ουσίες: ~ψα το φόρεμα (: με το σίδερο). Το 'καψες το φαγητό! Μου μυρίζει ~μένο!|| (για υπερθέρμανση συσκευών, μηχανών:) ~ηκε η λάμπα/μηχανή (του αυτοκινήτου)/οθόνη (του υπολογιστή). ~μένος: μετασχηματιστής. ~μένη: ασφάλεια.|| (λόγω πολύ χαμηλής θερμοκρασίας:) Ο παγετός/η παγωνιά/το χιόνι ~ψε τα δέντρα. 3. (μτφ.) βλάπτω, ζημιώνω: Αλήθειες που ~νε! Το σκάνδαλο θα ~ψει πολλούς. Μ' ~ψες (= εξέθεσες) μ' αυτά που είπες! Αν μαθευτεί, ~ηκα (= πάω χαμένος, την έβαψα, την έχω άσχημα)! Απ' αυτή την ιστορία βγήκα ~μένος! Βλ. χαροκαμένος.|| (απειλητ.) ~ηκες αν σε πιάσω, κακομοίρη μου! 4. θερμαίνω κάτι, ώστε να λιώσει· ζεματώ: ~ βούτυρο στο τηγάνι. Πβ. ζεσταίνω.|| (προφ.-εμφατ.) Καλέ, εσύ καις ολόκληρος (= έχεις πυρετό)! 5. προκαλώ έγκαυμα: ~ψα το χέρι μου στο μάτι της κουζίνας. Μ' ~ψε με το τσιγάρο. Ο ασβέστης/η χλωρίνη του ~ψε τα μάτια. ~ηκε η γλώσσα μου (: από καυτό ρόφημα). Πρόσεξε μην ~είς! Μην πατάς ξυπόλυτος στην άμμο και ~ούν τα πόδια σου! ~ηκε η πλάτη μου (: από τον ήλιο)! Βλ. καυτηριάζω, συγκαίομαι. 6. (προφ.) καταναλώνω καύσιμο ή ενέργεια: (για αυτοκίνητο:) ~ει πολλή βενζίνη. Συσκευές που ~νε πολύ ρεύμα.|| (για νοικοκυριά:) ~με φυσικό αέριο. Πόσο πετρέλαιο ~τε κάθε χρόνο;|| Ο οργανισμός ~ει θερμίδες/λίπος (βλ. καύσεις). 7. ΠΛΗΡΟΦ. (προφ.) εγγράφω δεδομένα σε ψηφιακό δίσκο: ~ σιντί.καίει 1. είναι αναμμένο(ς): ~ το καντήλι/το κερί/η φωτιά.|| (προφ.) Τα καλοριφέρ ~νε στο φουλ! Μην αφήσεις την τηλεόραση να ~/τα φώτα να ~νε όλη μέρα! Βλ. σιγο~. 2. έχει, εκπέμπει υψηλή θερμοκρασία· είναι καυτό(ς): Δεν έχει ~ψει ακόμη το σίδερο/ο φούρνος. Μόλις ~ψει το λάδι (: στο τηγάνι), ρίχνεις τις πατάτες!|| Η άσφαλτος/ο ήλιος/το νερό ~ (= ζεματά)! ~ ο τόπος (= βράζει, έχει καύσωνα)! Η σούπα ~, άσ' τη να κρυώσει!|| ~ το μέτωπό του (: έχει πολύ πυρετό)!|| Ένιωθα τα μάγουλά μου να ~νε (: από ντροπή). 3. προκαλεί αίσθημα καψίματος: Με ~ ο λαιμός (πβ. τσούζει)/το στομάχι (βλ. καύσος) μου. ~νε τα μάτια μου (: από τον καπνό).|| (για καυτερό φαγητό:) Πρόσεχε, οι πιπεριές ~νε. 4. (μτφ.) απασχολεί έντονα τη σκέψη κάποιου· βασανίζει, ταλανίζει: Είναι ένα ερώτημα/θέμα που με ~. ● Παθ.: καίγομαι (μτφ.-προφ.) 1. βιάζομαι, επείγομαι· με ενδιαφέρει πολύ: Μπορεί να γίνει κι αργότερα, δεν ~!|| ~ (= φλέγομαι) να μάθω τις εξελίξεις! 2. (εμφατ.) διακατέχομαι: ~ από περιέργεια! Η καρδιά της ~εται από αγάπη/πόθο. ΣΥΝ. φλέγομαι (1) 3. (σε παιχνίδια) αποκλείομαι, χάνω: Μετά την τρίτη αποτυχημένη προσπάθεια, ~γεστε! Μην τραβήξεις άλλο χαρτί, μπορεί να καείς. ● ΣΥΜΠΛ.: καμένη γη 1. (μτφ.) για κατάσταση πλήρους αποδιάρθρωσης που έχουν αφήσει προκάτοχοι στους διαδόχους τους: Παρέλαβαν ~ ~ στην εταιρεία. 2. ΣΤΡΑΤ. συστηματική καταστροφή όλων των δυνατών μέσων συντήρησης και επιβίωσης (π.χ. των καλλιεργειών) από στρατό που υποχωρεί, ώστε ο αντίπαλος να μην μπορεί να βρει τα απαραίτητα για τον ανεφοδιασμό του: η τακτική της ~ης γης., φλεγόμενη/καιόμενη βάτος βλ. βάτος ● ΦΡ.: (ένα) και να καίει! (προφ.): για κάτι μικρό σε αριθμό, αλλά ιδιαίτερα σημαντικό (ή οδυνηρό): Μακάρι να έβαζαν ένα γκολ! ~ ~!, θα το κάψουμε/το κάψαμε (προφ.): για ξέφρενο γλέντι: Απόψε θα ~ ~! Το κάψαμε στον γάμο του! ΣΥΝ. θα/να καεί το πελεκούδι, καίει καρδιές (μτφ.-προφ.): έχει πολλές ερωτικές επιτυχίες: Έκαψε πολλές καρδιές στα νιάτα της. Βλ. καρδιοκατακτητής., καμένο χαρτί: για κάποιον ή κάτι αποτυχημένο, άχρηστο: Άστον αυτόν· είναι πλέον ~ ~. Το ζήτημα θεωρείται ~ ~. Πβ. χαμένος/καμένος από χέρι. ΣΥΝ. χαμένη υπόθεση., να/θα καείς στην κόλαση!: ως κατάρα ή απειλή., φωτιά (να πέσει)/ο Θεός να με κάψει: ως όρκος: Αν τυχόν λέω ψέματα, ~ ~! , φωτιά να σε κάψει! & ο Θεός να σε κάψει!: ως κατάρα, απειλή ή προειδοποίηση για επερχόμενη συμφορά, τιμωρία: ~ ~ γι' αυτό που έκανες!, από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει/μέλει κι αν καεί βλ. πίτα, δεν μου καίγεται καρφί βλ. καρφί, εδώ ο κόσμος καίγεται/χάνεται και η γριά/το μουνί χτενίζεται βλ. χτενίζω, ζήτω που καήκαμε! βλ. ζήτω, θα/να καεί το πελεκούδι βλ. πελεκούδι, κάηκε στο ζέσταμα βλ. ζέσταμα, καίγεται ο κώλος του βλ. κώλος, καίει κάρβουνο/μαζούτ βλ. κάρβουνο, καίω τη γούνα (κάποιου) βλ. γούνα, καίω φλάντζα βλ. φλάντζα, καίω/κατακτώ/κερδίζω/κλέβω/παίρνω την καρδιά κάποιου βλ. καρδιά, καίω/σκίζω το πτυχίο/τα πτυχία μου βλ. πτυχίο, μαζί με τα/κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά βλ. ξερός, μάρκα μ' έκαψες βλ. μάρκα, μου καίει/τρώει τα σωθικά βλ. σωθικά, να καούν τα κάρβουνα! βλ. κάρβουνο, όποιος καεί/κάηκε στον/με τον χυλό, φυσάει και το γιαούρτι βλ. χυλός, πέρσι κάηκε, φέτος μύρισε/πέρσι ψόφησε, φέτος βρόμησε βλ. πέρυσι, χαμένος/καμένος από χέρι βλ. χέρι [< αρχ. καίω, μεσν. καίγω, γαλλ. brûler 7: αγγλ. burn, 1976]

καπνός

καπνός κα-πνός ουσ. (αρσ.) 1. {πληθ. -οί} μείγμα πολύ λεπτών σωματιδίων άνθρακα που διασπείρονται στον αέρα και προκύπτει από καύση: ο ~ της φωτιάς. Ο ~ από το εργοστάσιο/τα φουγάρα. ~ από θυμίαμα/κεριά. ~ και σκόνη (: από έκρηξη)/στάχτη/φλόγες. Σύννεφα ~ού. Βγαίνει ~ από την καμινάδα. Μας έπνιξε ο ~ (βλ. ασφυξία)! Δάκρυσαν τα μάτια μας απ' τον ~ό. Μαύροι/πυκνοί ~οί καλύπτουν την περιοχή. Η μηχανή βγάζει ~ούς.|| (ειδικότ. για τον ~ό του τσιγάρου) Δαχτυλίδια/τολύπες ~ού. Εθισμός/έκθεση στον ~ό. Έβγαλε τον ~ό απ' τα ρουθούνια/το στόμα. Φύσηξε τον ~ό στο πρόσωπό μου. Μυρίζει ~ό (πβ. καπν-, τσιγαρ-ίλα). Βλ. τζούρα. 2. ΒΟΤ. {πληθ. ουδ. καπν-ά} ποώδες μονοετές φυτό (επιστ. ονομασ. Nicotiana tabacum) με λευκά, ροζ ή κόκκινα σωληνοειδή άνθη και ωοειδή φύλλα πλούσια σε νικοτίνη· (ιδ.-συνεκδ. στον εν.) το προϊόν από την αποξήρανση και κατάλληλη επεξεργασία των φύλλων του που χρησιμοποιείται κυρ. για κάπνισμα: αρωματικός ~. ~ τσιγάρου, πίπας και ναργιλέ (βλ. τουμπεκί). ~ για στρίψιμο (βλ. ταμπάκο). Προϊόντα ~ού (βλ. καπνικός). Βλ. ΕΟΚ, καπνο-, χαρμάνι.καπνά (τα): τα αντίστοιχα φυτά, τα καπνόφυλλα ή οι καπνοκαλλιέργειες: ακατέργαστα/βιομηχανοποιημένα/επεξεργασμένα ~. Παραγωγή/ποικιλίες ~ών. Δουλεύει στα ~. ● ΣΥΜΠΛ.: λευκός καπνός: (από τη διαδικασία εκλογής του πάπα): για να δηλωθεί επίτευξη συμφωνίας μετά από δύσκολες διαπραγματεύσεις: βγήκε ~ ~ για τη διάσωση των τραπεζών., ανιχνευτής καπνού βλ. ανιχνευτής, προπέτασμα καπνού βλ. προπέτασμα ● ΦΡ.: βγάζει καπνούς από τη μύτη/τ' αυτιά & από τα νεύρα του (προφ.): είναι εξοργισμένος., δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά & όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά (παροιμ.): για να έχει κυκλοφορήσει μια φήμη υπάρχει λόγος, δηλ. ένα γεγονός-αφορμή που την προκάλεσε., έγινε καπνός (μτφ.-προφ.): έφυγε πολύ γρήγορα χωρίς να γίνει αντιληπτός, εξαφανίστηκε: Μέχρι να έρθει η αστυνομία, οι δράστες είχαν γίνει ~. ΣΥΝ. γίνομαι μπουχός, έγινε Λούης, πάει καπνός (προφ.): για κάτι που συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό: Έχει να πέσει γέλιο που θα ~ ~! ΣΥΝ. πάει/πηγαίνει/πέφτει σύννεφο, πέφτει/πέφτουν βροχή, σαν καπνός: πολύ γρήγορα, φευγαλέα: Διαλύθηκε/έφυγε/πέρασε ~ ~., τι καπνό φουμάρει (μτφ.-προφ.): τι είδους άνθρωπος είναι: Τώρα τον γνώρισα και δεν ξέρω ~ ~. [< αρχ. καπνός, γαλλ. fumée, αγγλ. smoke]

κάστανο

κάστανο κά-στα-νο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -άνου}: ο καρπός της καστανιάς, ο οποίος έχει αμυλώδη ψίχα, καφετί, λείο φλοιό και αρχικά αναπτύσσεται μέσα σε ξυλώδες και ακανθώδες περίβλημα που σπάει κατά την ωρίμανση: βραστά/καθαρισμένα/ψημένα ~α. Γλυκό (κουταλιού)/μαρμελάδα/παγωτό/τούρτα ~. Κρέμα ~ου. Γαλοπούλα (γεμιστή) με ~α. Τσουρέκι με γέμιση ~. Βλ. κάρυο. ● Υποκ.: καστανάκι (το) ● ΦΡ.: βγάζω τα κάστανα απ' τη φωτιά (μτφ.): αναλαμβάνω δύσκολο έργο προς όφελος του συνόλου: Καλείται να βγάλει ~ ~. Πάλι εγώ θα βγάλω ~ ~; ΣΥΝ. βγάζω το φίδι απ' την τρύπα, δεν τρέχει κάστανο (προφ.): δεν συμβαίνει τίποτα (το ανησυχητικό): Μια χαρά είμαι, ~ ~!, δεν χαρίζει κάστανα (μτφ.): είναι ανυποχώρητος, αυστηρός: ~ ~ σε κανέναν!, δεν την παλεύω (κάστανο) βλ. παλεύω [< μτγν. κάστανα]

κόκκινος

κόκκινος, η, ο κόκ-κι-νος επίθ. 1. που έχει το χρώμα του αίματος ή κάποια απόχρωσή του: ~ος: μαρκαδόρος. ~η: αλεπού/βότκα/μπογιά/πινακίδα (πβ. στοπ)/πιπεριά/σάλτσα (: συνήθ. από ντομάτα)/σημαία (: και ως σύμβολο της κομμουνιστικής επανάστασης). ~ο: ελάφι/κραγιόν/κρασί/κρέας (: το βοδινό και το μοσχαρίσιο σε αντίθεση προς τα άσπρα κρέατα)/κοράλλι/λάχανο/μήλο/πιπέρι/σταφύλι/στιλό/τριαντάφυλλο. ~α: αβγά (= πασχαλινά)/μαλλιά/νύχια/φασόλια/φώτα/ψάρια. ~ο πυρακτωμένο μέταλλο. Αρώματα ~ων φρούτων (π.χ. βατόμουρου, φράουλας). Πβ. άλικος, βαθυ~, ερυθρός, κατα~, ξανθο~, ολο~, πορφυρός. Βλ. κεραμιδί, κερασί, πορτοκαλί, ροζ, φαιο~, φούξια.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~η (κυματιστή) υπογράμμιση. 2. (μτφ.) κομμουνιστής ή κομμουνιστικός: ~ος: δήμαρχος. ~οι: δήμοι (: στους οποίους πλειοψηφούν οι κομμουνιστές). 3. που σχετίζεται με ομάδα που φορά κόκκινα: ~ος: θρίαμβος. ~η: νίκη. ~οι: φίλαθλοι. 4. που το δέρμα του έχει κοκκινωπό χρώμα: ~η: μύτη (από το κρύο). ~α: αυτιά/μάγουλα (από ντροπή/πυρετό). Τα μάτια σου είναι ~α από το κλάμα. Έγινε ~ από τον ήλιο/το θυμό. 5. ως χρώμα που χρησιμοποιείται για να δηλωθεί απαγόρευση, κίνδυνος: ~ος: κατάλογος (των απειλούμενων ζώων). ● Ουσ.: κόκκινο (το) 1. το αντίστοιχο χρώμα: έντονο (πβ. βερμιγιόν)/βαθύ/πύρινο/σκοτεινό ~. Το ~ της φωτιάς. Αποχρώσεις του ~ου (βλ. βυσσινί, γκρενά, μπορντό).|| (συνεκδ.) Πόνταρε στο ~ της ρουλέτας. (στον πληθ.) Φοράει πάντα ~α (ενν. ρούχα). 2. {χωρ. πληθ.} ο φωτεινός σηματοδότης που απαγορεύει την κίνηση των οχημάτων ή τη διέλευση πεζών: Μην περάσεις, άναψε ~. Πβ. Σταμάτης. ΑΝΤ. πράσινο (3), κόκκινοι (οι) 1. οι παίκτες και οι οπαδοί μιας ομάδας, της οποίας το έμβλημα έχει κόκκινο χρώμα, συνεκδ. η ίδια η ομάδα. 2. (συχνά με κεφαλ. το αρχικό Κ) οι κομμουνιστές και ειδικότ. οι Ρώσοι. ● Υποκ.: κοκκινάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: κόκκινη ζώνη: περιοχή όπου απαγορεύεται η είσοδος, η πρόσβαση, ή απαιτείται ειδική άδεια., κόκκινο πανί (μτφ.): καθετί που θυμώνει, εξοργίζει: Ο διορισμός του αποτελεί ~ ~ για τους επικριτές του., Κόκκινος Στρατός & (σπάν.) Ερυθρός Στρατός: ΙΣΤ. ο στρατός της Σοβιετικής Ένωσης που δημιουργήθηκε μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση., κόκκινος συναγερμός (μτφ.): γενική κινητοποίηση, επαγρύπνηση και κατ' επέκτ. απειλή, κίνδυνος: ~ ~ για το περιβάλλον/τις τιμές (πβ. καμπανάκι). ~ ~ στο στρατιωτικό επιτελείο. Σε ισχύ ο ~ ~ μέχρι την πλήρη κατάσβεση της πυρκαγιάς. Σε κατάσταση ~ου ~ού (: σε πλήρη επιφυλακή, ετοιμότητα). Πβ. κατάσταση έκτακτης ανάγκης. [< αγγλ. red alert, 1941] , κόκκινα βέλη βλ. βέλος, κόκκινα δάνεια βλ. δάνειο, κόκκινη γραμμή βλ. γραμμή, κόκκινη κάρτα βλ. κάρτα, κόκκινη λάσπη βλ. λάσπη, κόκκινη λίστα βλ. λίστα, κόκκινο χαλί βλ. χαλί, κόκκινο/πορτοκαλί τηλέφωνο βλ. τηλέφωνο, κόκκινος πλανήτης βλ. πλανήτης, κόκκινος/ερυθρός γίγαντας βλ. γίγαντας, σκοτωμένο κόκκινο/χρώμα βλ. σκοτώνω ● ΦΡ.: μου τη βγαίνει με κόκκινο (αργκό): για κάποιον που προλαβαίνει να ενεργήσει, κυρ. σε βάρος κάποιου άλλου. Πβ. βγαίνω (από) μπροστά., περνώ με κόκκινο: (για οδηγούς ή σπανιότ. πεζούς) παραβιάζω τον κόκκινο σηματοδότη: Πέρασε ~ και συγκρούστηκε με διερχόμενο αυτοκίνητο. Τον έγραψαν, γιατί πέρασε ~., πιάσε κόκκινο: προτροπή στον συνομιλητή να αγγίξει κάτι κόκκινο, για να αποφευχθεί η φιλονικία που, σύμφωνα με λαϊκή δοξασία, προμηνύεται από την ταυτόχρονη εκφώνηση της ίδιας λέξης ή φράσης από δύο ανθρώπους., στο κόκκινο/χτυπάω κόκκινο: σε οριακό σημείο, σε οριακές τιμές (πολύ υψηλές ή χαμηλές): ~ ~ η αδρεναλίνη/οι πωλήσεις της εταιρείας/ο υδράργυρος. Η τηλεθέαση χτύπησε ~ στο χθεσινό ντιμπέιτ. Η περιοχή βρίσκεται στο ~ για σεισμό., φωτιά στα κόκκινα! (προφ.): λέγεται από άνδρες κυρ. σε ωραία, νεαρή γυναίκα ντυμένη με (έντονα) κόκκινα ρούχα., γίνομαι κόκκινος/κοκκινίζω σαν (το) παντζάρι/(την) παπαρούνα/(τη) ντομάτα βλ. παντζάρι, το θερμόμετρο χτυπάει/χτύπησε κόκκινο βλ. θερμόμετρο [< μτγν. κόκκινος]

λάβρα

λάβρα λά-βρα ουσ. (θηλ.) & (εσφαλμ.) λαύρα (προφ.): αφόρητη, υπερβολική ζέστη. Πβ. καύσωνας, κάψα2, λιοπύρι. Κυρ. στη ● ΦΡ.: φωτιά και λάβρα 1. όποιος ή ό,τι προκαλεί έντονη συναισθηματική, κυρ. ερωτική, διέγερση: (συνήθ. για κοπέλα:) Είναι (σκέτη) ~ ~! 2. για να δηλωθεί υψηλό κόστος: πρόστιμα/τιμές ~ ~. [< μεσν. λάβρα]

λάδι

λάδι λά-δι ουσ. (ουδ.) {λαδ-ιού | -ιών} 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. λιπαρό υγρό που λαμβάνεται από τον καρπό ιδ. της ελιάς ή άλλων φυτών και χρησιμοποιείται κυρ. ως τροφή: (ελαιόλαδο:) αγνό/αρωματικό/βιολογικό/παρθένο (βλ. αγουρέλαιο)/ραφιναρισμένο ~. ~ και ξίδι (= λαδόξιδο). Αντλία/δοχείο (βλ. λαδερό) ~ιού. Ένας τενεκές ~. Λεκέδες από ~ (= λαδιές). Η οξύτητα του ~ιού. Λιαστές ντομάτες (διατηρημένες) σε ~. Μόλις κάψει το ~ στην κατσαρόλα, ... Ρίχνω ~ στη σαλάτα. Αλείφω το κρέας με ~. Τσιγαρίζουμε τα κρεμμύδια στο ~. Βλ. λαδο-, πυρηνέλαιο.|| (σπορέλαιο:) Μαγειρικό/φυτικό ~. ~ τηγανίσματος. Βλ. βαμβακ-, ηλι-, καλαμποκ-, σησαμ-, σογι-, φοινικ-έλαιο.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Αγιασμένο ~. Βλ. Άγιο Μύρο, ευχέλαιο. 2. (γενικότ.) κάθε παχύρρευστο, εύφλεκτο και αδιάλυτο στο νερό υγρό φυτικής, ζωικής ή ορυκτής προέλευσης, με ποικίλες εφαρμογές, π.χ. στην κοσμετολογία και τη φαρμακευτική, τη λίπανση μηχανών, τον φωτισμό: ~ καρύδας/μαστίχας (= καρυδ-/μαστιχ-έλαιο). Βλ. αιθέρια έλαια.|| (καλλυντικό με ελαιώδη υφή:) Αντηλιακό/βρεφικό/ξηρό ~. ~ σώματος. (Θερμαντικό) ~ για μασάζ.|| ~ φάλαινας/φώκιας. Βλ. ιχθυ-, μουρουν-έλαιο.|| (ως λιπαντικό:) ~ σιλικόνης. (σε όχημα:) Συνθετικά ~ια. Αμορτισέρ/δείκτης/θερμοκρασία/τρόμπα/φίλτρο/ψυγείο ~ιού. Αλλάζω/ελέγχω τα ~ια του αυτοκινήτου. Ο κινητήρας καίει ~ια. Πβ. λιπαντ-, μηχαν-, ορυκτ-έλαιο.|| (ως καύσιμο:) Καλοριφέρ/λάμπα (βλ. παραφινέλαιο) ~ιού. Βλ. πετρέλαιο.|| (ΚΑΛ. ΤΕΧΝ.) Χρώματα ~ιού (= ελαιοχρώματα). 3. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. (προφ.) ελαιογραφία: ~ σε καμβά/μουσαμά/ξύλο/χαρτί/χαρτόνι. ● Υποκ.: λαδάκι (το): στη σημ.1. ● ΣΥΜΠΛ.: χοντρό λάδι (προφ.): μούργα. ● ΦΡ.: βγάζω κάποιον λάδι/κάποιος βγαίνει (/τη βγάζει) λάδι (προφ.): τον γλιτώνω από δύσκολη κατάσταση· απαλλάσσομαι, γλιτώνω, ξεφεύγω χωρίς συνέπειες: Ο δικηγόρος του κατάφερε να τον βγάλει ~.|| Τελικά την έβγαλε ~ (= την έβγαλε καθαρή)., βγάζω σε κάποιον το λάδι (προφ.): τον ταλαιπωρώ, τον παιδεύω πολύ: Μου 'χει βγάλει ~ αυτό το παιδί (= μου 'χει ψήσει το ψάρι στα χείλη)!, ρίχνω λάδι στη φωτιά (μτφ.): οξύνω, υποδαυλίζω μια ήδη τεταμένη κατάσταση: Έριξε ~ ~ με τις δηλώσεις του. [< γαλλ. jeter de l'huile sur le feu] , χάνει λάδια 1. (προφ., για όχημα) έχει διαρροή λαδιών. 2. (αργκό) για κάποιον που δεν συμπεριφέρεται λογικά ή για κάτι που δεν λειτουργεί σωστά: Μη δίνεις σημασία, ο άνθρωπος ~ ~. ΣΥΝ. χάνει στροφές (1), έσβησε το καντήλι του βλ. καντήλι, η θάλασσα είναι λάδι βλ. θάλασσα, μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι βλ. βγαίνω, να σε κάψω Γιάννη (μου), να σ' αλείψω λάδι/μέλι βλ. μέλι, τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, έξι το λαδόξιδο βλ. τρεις, τρεις, τρία [< μεσν. λάδι, γαλλ. huile]

μέτωπο

μέτωπο μέ-τω-πο ουσ. (ουδ.) {μετώπ-ου} 1. το άνω τμήμα του προσώπου που βρίσκεται ανάμεσα στην έκφυση των μαλλιών, τα φρύδια και τους κροτάφους: πλατύ/στενό/φαρδύ ~. Βαθιές ρυτίδες κατά μήκος του ~ου. Μια τούφα έπεφτε μπροστά στο ~ (βλ. φράντζα). Πβ. κούτελο.|| Λευκή κηλίδα στο ~ αλόγου. 2. ΣΤΡΑΤ. η πρώτη γραμμή στρατιωτικής δύναμης, παράταξης και συνεκδ. οι θέσεις, ο τόπος διεξαγωγής της μάχης: πολεμικό ~. Το ανατολικό/δυτικό/εχθρικό/συμμαχικό ~. Κατάρρευση του ~ου (: ήττα, υποχώρηση στρατού). Αναχώρηση για/πορεία προς το ~. Νέα από το ~. Πολέμησε στο αλβανικό ~. Έπεσε (= πέθανε) στο ~. Ο εχθρός (δι)έσπασε το ~ (= διαπέρασε τις γραμμές). Πβ. ζώνη επιχειρήσεων. Βλ. μετόπισθεν.|| (μτφ.) Εσωκομματικό ~. Εξελίξεις σε όλα τα ~α. Πβ. πεδίο μάχης. 3. συμμαχία, συνασπισμός: αντιρατσιστικό/απεργιακό/δημοκρατικό/ενιαίο/κοινό/πατριωτικό ~. ~ αριστεράς/δεξιάς. ~ νεολαίας. ~ εναντίον της αισχροκέρδειας/διαπλοκής. Συγκροτώ/σχηματίζω ~. Κάνω ~ με κάποιον (= συμμαχώ). Πβ. ένωση, λίγκα, συμπαράταξη, σύμπραξη, συνεργασία. 4. ΜΕΤΕΩΡ. το νοητό όριο μεταξύ αέριων μαζών με διαφορετικά χαρακτηριστικά (θερμοκρασία, υγρασία): στάσιμο ~ (: όταν οι μάζες που το σχηματίζουν δεν κινούνται). Μετακίνηση ~ου βορειοδυτικά.|| Το ~ της κακοκαιρίας. 5. πρόσοψη: ανάπλαση του ~ου ενός κτιρίου. Μόλος µε κατακόρυφο/κεκλιμένο ~. Κατασκευή δαπέδου σε όλο το μήκος του ~ου. ~ εκσκαφής σήραγγας.|| Το μπαλκόνι έχει ~ (= βλέπει) προς τη θάλασσα. ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτό μέτωπο: εμπόλεμη κατάσταση ή (συνήθ.-κατ' επέκτ.) αντιπαράθεση που βρίσκεται σε εξέλιξη: Η κυβέρνηση έχει ~ ~ κατά της διαφθοράς/με την τρομοκρατία., γραμμή του μετώπου: γραμμή του πυρός: Διασπάστηκε η ~ ~.|| (μτφ.) Στην πρώτη ~ ~ κατά του ρατσισμού., θαλάσσιο/παραλιακό μέτωπο & (σπάν.) παράκτιο μέτωπο: τμήμα παράκτιας περιοχής που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα και βλέπει σε αυτή., θερμό μέτωπο: ΜΕΤΕΩΡ. η νοητή γραμμή που ορίζει την κίνηση μιας μάζας θερμού αέρα, η οποία περνά πάνω από μια ψυχρή μάζα, επιφέροντας αύξηση της θερμοκρασίας και δυνατή βροχή., μέτωπο κύματος: ΦΥΣ. ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που βρίσκονται στην ίδια φάση σε δεδομένη χρονική στιγμή κατά την κίνηση ενός κύματος. [< αγγλ. wave-front] , συνεσφιγμένο μέτωπο: ΜΕΤΕΩΡ. η νοητή γραμμή που ορίζει την κίνηση μιας μάζας ψυχρού αέρα όταν συναντά και σπρώχνει προς τα πάνω μια θερμή αέρια μάζα., το μέτωπο της φωτιάς/της πυρκαγιάς & πύρινο μέτωπο: η έκταση που καίγεται: Υπό έλεγχο τέθηκε ~ ~., ψυχρό μέτωπο: ΜΕΤΕΩΡ. η νοητή γραμμή που ορίζει την κίνηση μιας μάζας ψυχρού αέρα, η οποία εισχωρεί κάτω από μια θερμή μάζα και την εκτοπίζει προς τα πάνω, σχηματίζοντας σωρειτομελανίες., αρραγές μέτωπο βλ. αρραγής, λαϊκό μέτωπο βλ. λαϊκός ● ΦΡ.: ανοίγω/κλείνω μέτωπα: έρχομαι σε σύγκρουση ή δίνω τέλος σε μια σύγκρουση, αντίστοιχα: Έπρεπε να είμαστε ενωμένοι και να μην ανοίγουμε ~ μεταξύ μας. Τα συνδικάτα ανοίγουν νέο μέτωπο κινητοποιήσεων.|| Η κυβέρνηση κλείνει ~ με πολλούς φορείς., κατά μέτωπο(ν) (μτφ.): με άμεσο, ευθύ τρόπο: Αντιμετωπίζω ~ ~ τις δυσκολίες.|| (ως επίθ.) ~ ~ αντιπαράθεση/επίθεση/σύγκρουση., με το μέτωπο/κούτελο καθαρό/ψηλά: με καθαρή συνείδηση, χωρίς να μπορώ να κατηγορηθώ ότι έχω αδικήσει ή παρανομήσει: Θέλω να κυκλοφορώ/περπατάω ~ ~. Πβ. με το κεφάλι ψηλά., μέτωπο δεξιά/αριστερά!: στρατιωτικό παράγγελμα για στροφή παράταξης προς τα δεξιά ή τα αριστερά, αντιστοίχως. [< 1,2,5: αρχ. μέτωπον 3,4: γαλλ. front]

μπατζάκι

μπατζάκι μπα-τζά-κι ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.} (προφ.): καθένα από τα δύο μέρη του παντελονιού που καλύπτουν τα πόδια: Δίπλωσε/μάζεψε/σήκωσε τα ~ια του, για να μη βραχούν. Κονταίνω τα ~ια. Βλ. ρεβέρ.|| (μτφ.) Κρέμεται από τα ~ια του πατέρα του (: είναι εξαρτημένος από αυτόν). ● ΦΡ.: τρέχουν/ξεχειλίζουν από τα μπατζάκια μου/σου/του: (συνήθ. για χρήματα) για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι πολύ πλούσιος: Δεν έχει ανάγκη αυτός, ~ ~ του τα λεφτά., φωτιά στα μπατζάκια μου/σου/του: ως έκφραση ανησυχίας ή προειδοποίηση για κίνδυνο: Αν μας πιάσουν επ' αυτοφώρω, ~ ~ μας! Το νέο κύμα αυξήσεων βάζει ~ ~ του καταναλωτή. [< τουρκ. bacak]

παίζω

παίζω παί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έπαι-ξα, παί-ξει, παί-χτηκε (λόγ.) -χθηκε, -χτεί (λόγ.) -χθεί, παίζ-οντας, -όμενος, παι-γμένος} 1. επιδίδομαι σε κάτι που με διασκεδάζει, με ψυχαγωγεί ή σε συγκεκριμένο παιχνίδι, συνήθ. με σκοπό τη νίκη· ειδικότ. παίρνω μέρος σε τυχερό παιχνίδι: ~ με τις κούκλες/τους φίλους μου/τα χρώματα. Τα παιδιά ~ουν στον δρόμο. ~ και μαθαίνω. Πβ. παιχνιδίζει.|| ~ ποδόσφαιρο/σκάκι. ~ει ηλεκτρονικά/ονλάιν παιχνίδια. Τι ~ετε; ~ουμε κρυφτό/κυνηγητό/μήλα/μπιλιάρδο/παντομίμα/ρακέτες. ~εις! (: είναι η σειρά σου να ~ξεις). ~ουν τα λευκά/τα μαύρα (ενν. ο παίχτης με τα αντίστοιχα πιόνια στο σκάκι). Παίξαμε τρεις παρτίδες τάβλι. Η ζαριά δεν μπορεί να ~χτεί. Πώς ~εται το μπέιζμπολ (: ποιοι είναι οι κανόνες του); ~χτηκε καλό βόλεϊ και από τις δύο ομάδες. ~εται η παράταση. Δεν ~χθηκαν οι καθυστερήσεις.|| Γιατί δεν με ~ετε (: δεν με δέχεστε στο παιχνίδι, στην παρέα);|| ~ει στον ιππόδρομο/στο καζίνο. ~ λόττο/ρουλέτα/χαρτιά (πβ. χαρτο~). Ούτε πίνει ούτε ~ει (= δεν τζογάρει). 2. συμμετέχω σε ομαδικό άθλημα ερασιτεχνικά ή επαγγελματικά, αγωνίζομαι: ~ει στην Εθνική/στο μουντομπάσκετ. ~ει βασικός/τραυματισμένος. Σε ποια θέση ~εις; ~ουμε στην έδρα μας/στον τελικό. ~ουμε εναντίον .../φιλικό. ~ουμε για τη νίκη. Έχει ~ξει δίπλα σε μεγάλους παίχτες/σε διάφορες ομάδες. Δεν ~ξε σύμφωνα με τις δυνατότητές του. Παίξανε αμυντικά/έξυπνα/επιθετικά/με έναν παίκτη λιγότερο/μέτρια/νευρικά στο α' ημίχρονο/πειθαρχημένα/σκληρά/χωρίς άγχος/ώριμα. Στην επίθεση ~ξαν καλύτερα. Η ομάδα δεν ~ξε (ενν. καλά). 3. ερμηνεύω, υποδύομαι έναν ρόλο· ανεβάζω έργο στη σκηνή: Τα παιδιά έπαιζαν (= παρίσταναν, προσποιούνταν, υποκρίνονταν) τους μεγάλους.|| (για ηθοποιούς) ~ει (= υποδύεται) τον κακό. ~ουν (με αλφαβητική σειρά): ... ~ξε στον κινηματογράφο/σε κλασικές ταινίες. Έχουν ~ξει μαζί στην τηλεόραση.|| Στο δημοτικό θέατρο ~ει "...". Η παράσταση ~όταν για δύο σεζόν. (προφ.) Τα θέατρα δεν ~ουν τις Δευτέρες (= αργούν). 4. χειρίζομαι επιδέξια, γνωρίζω κάποιο μουσικό όργανο· (για μουσικό) εκτελώ μουσική σύνθεση: ~ βιολί/πιάνο από τα δώδεκα. Γράφει στίχους, μουσική και ~ει κιθάρα. Θα ~ξει ζωντανά. Το λαούτο ~εται με πένα.|| ~ σε συναυλίες/στη φιλαρμονική. Μου αρέσει η μουσική που ~ουν. Θα ~ξουν παλιές τους επιτυχίες. 5. εκθέτω σε κίνδυνο, ρισκάρω: ~εις με τη ζωή/την υγεία σου. Η εταιρεία ~ει το όνομα και τη φήμη της.|| (για κάτι αβέβαιο, που βρίσκεται σε κρίσιμη φάση:) ~εται το μέλλον/η τύχη της οικονομίας/του τόπου/χιλιάδων φοιτητών. ~εται η πρόκριση/το πρωτάθλημα/η πρωτιά. ~ονται μεγάλα συμφέροντα/εκατομμύρια ευρώ. Από εκεί και πέρα όλα ~ονται (: όλα είναι πιθανά). Πβ. διακινδυνεύω, διακυβεύω. 6. ποντάρω, στοιχηματίζω: ~ει χιλιάδες ευρώ στο προπό/ό,τι έχει και δεν έχει/τεράστια ποσά. ~ξα ... ευρώ υπέρ της ... Τα ~ξε όλα στα ζάρια.|| Ποντάρισμα που έχει ~χτεί δεν ακυρώνεται. Σε κάθε γύρο μπορούν να ~χτούν μέχρι τρεις μάρκες. 7. αστειεύομαι, κάνω πλάκα: Εμείς μιλάμε σοβαρά κι εσύ ~εις. Ξέρεις καλά ότι δεν ~ με τέτοια θέματα. Δεν μπορείς να ~ξεις μαζί του. Πβ. κοροϊδεύω. 8. κουνώ, πειράζω κάτι, συχνά από αμηχανία: Έπαιζε με τα γάντια/το κολιέ/τα μαλλιά της. ~ει το κομπολόι του.παίζει 1. λειτουργεί: Το βίντεο/η τηλεόραση δεν ~ (= χάλασε). Το αρχείο δεν ~ κανονικά (ενν. στον υπολογιστή). 2. προβάλλει, μεταδίδει: Τι ~ η τηλεόραση; Η σειρά θα ~χτεί σε περισσότερες από δέκα χώρες. Τι ~εται στις αίθουσες/στο σινεμά αυτή την εβδομάδα; (μτφ.) ~χτηκε το τελευταίο επεισόδιο της σχέσης τους.|| (για το ραδιόφωνο) Ο σταθμός ~ ροκ. Τα τραγούδια του ~ονται ακόμη. Θα ~χτούν δυόμισι λεπτά από το κομμάτι. 3. ακούγεται, ηχεί: Το ραδιόφωνο ~ πολύ δυνατά, χαμήλωσέ το! Έπαιζε η μουσική κι εμείς χορεύαμε. 4. έχει χαλαρώσει και κουνιέται: Η βίδα ~. Οι μπροστινοί τροχοί ~ουν ανησυχητικά. 5. (μτφ.-προφ.) γίνεται, συμβαίνει, συνήθ. παρασκηνιακά: Δεν ξέρω τι ~ με αυτή την υπόθεση. Κάτι ~εται εδώ! ~ονται πολλές κομπίνες. Μάλλον δεν κατάλαβες τι ~χτηκε. ΣΥΝ. τρέχει (1) 6. (νεαν. αργκό) είναι πιθανό: ~ να έρθει αύριο. ~ το εξής σενάριο ... Όλα ~ονται. Πβ. ενδέχεται. 7. (μτφ.-προφ.) βρίσκεται στην επικαιρότητα, ακούγεται: Το θέμα/το όνομά του ~ πολύ τελευταία στα μίντια. 8. (μτφ.-προφ.) κυμαίνεται: Η τιμή πώλησης του πετρελαίου ~ από ... ως ... δολάρια το βαρέλι. ● ΦΡ.: δεν είναι παίξε-γέλασε (προφ.): για να τονιστεί η σοβαρότητα, η σπουδαιότητα μιας κατάστασης: Η ανατροφή ενός παιδιού/η ζωή/η θάλασσα ~ ~., δεν παίζομαι (νεαν. αργκό-εμφατ.): είμαι αξεπέραστος, ασυναγώνιστος σε κάτι: Όταν έχεις κέφια, ~ ~εσαι με τίποτα! Η μαγειρική της ~ ~εται. Στα εντός έδρας ~ ~ονται., δεν παίζω! (προφ.): παραίτηση από συμμετοχή σε παιχνίδι· (κατ' επέκτ.) ήπια έκφραση δυσαρέσκειας, απογοήτευσης ή ασυμφωνίας: ~ ~! Είσαι ζαβολιάρης!|| Α, ~ ~, δεν έχει φαΐ σήμερα;, έπαιξα κι έχασα (μτφ.): προσπάθησα για κάτι, το διακινδύνευσα, αλλά χωρίς επιτυχία., μου την έπαιξε (αργκό): με εξαπάτησε, με κορόιδεψε: ~ ~ ο παλιάνθρωπος!, όχι, παίζουμε! (προφ.): για έκφραση ικανοποίησης: Μια χαρά τα κατάφερες, ~ ~., παίζει ρόλο & παίζει τον ρόλο του (μτφ.): συνιστά βασικό παράγοντα στη διαμόρφωση κατάστασης ή αποτελέσματος: Η διατροφή ~ καθοριστικό/καταλυτικό/σημαίνοντα ~ στην υγεία. Η ηλικία δεν ~ κανέναν ~ στον έρωτα. Η τύχη ~ει κι αυτή τον ~ της στις επιχειρήσεις., παίζεις με τον πόνο μου (οικ.): με πειράζεις, με προκαλείς· μου δημιουργείς ψεύτικες ελπίδες: Μην ~ ~ μας! Δεν ντρέπονται να παίζουν ~ των ανθρώπων;, παίζω με τη φωτιά (μτφ.): ριψοκινδυνεύω: Σε προειδοποιώ ότι ~εις ~. Έπαιξε ~ και κάηκε., παίζω ξύλο/μπουνιές/σφαλιάρες (προφ.) 1. έρχομαι στα χέρια, παλεύω με κάποιον: Παραλίγο να παίξουμε ~. 2. (μτφ.) έχω οικειότητα με κάποιον., παίζω σαν τη γάτα με το ποντίκι/όπως η γάτα με το ποντίκι (παροιμ.): για αργή και βασανιστική εξολόθρευση του πιο αδύναμου σε άνιση αναμέτρηση: Έπαιζε με το θύμα του ~ ~. [< γαλλ. jouer au chat et à la souris /comme un chat avec une souris] , παίζω στο χρηματιστήριο: επενδύω σε μετοχές: Έπαιξε όλες τις οικονομίες του ~., παίζω το παιχνίδι μου (μτφ.-προφ.): ενεργώ με συγκεκριμένο σχέδιο: Ο καθένας ~ει ~ του., παίζω τον ρόλο του ...: συμπεριφέρομαι σαν να είμαι ...: Τους άφησα να τα βρουν μόνοι τους, εγώ δεν ~ ~ του διαιτητή. Βαρέθηκα να ~ ~ του μπαμπούλα., τα παιδία παίζει (λόγ.-ειρων.): για να δηλωθεί έλλειψη σοβαρότητας., τα παίζω (αργκό) 1. σαστίζω, μπλοκάρω, τα χάνω: Τα έχεις παίξει τελείως, χαλάρωσε! Τα έχεις παίξει και δεν ξέρεις τι λες! Τα είχα παίξει από τον φόβο μου. 2. εξαντλούμαι: Τα΄παιξα από τη δίψα/τη ζέστη/την κούραση. Πβ. κρεπάρω. 3. (για μηχάνημα ή μηχανισμό) χαλώ: Τα 'παιξε ο ανεμιστήρας/η τηλεόραση/ο υπολογιστής. ΣΥΝ. καίω φλάντζα, το παίζω (προφ.): προσποιούμαι ότι έχω ορισμένη ιδιότητα, παριστάνω κάποιον: ~ ~ει αδιάφορος/ανεξάρτητος/άνετος/βλάκας/δύσκολος/έξυπνος/μάγκας/σκληρός. (ειρων.) Τι μας ~ ~ει, δηλαδή, ήρωας;, κάνει τον Κινέζο βλ. Κινέζος, Κινέζα, κατεβαίνει/παίζει με τα δεύτερα βλ. δεύτερος, παίζει (το) κρυφτούλι/(το) κρυφτό βλ. κρυφτούλι, παίζει διπλό παιχνίδι βλ. παιχνίδι, παίζει με τα νεύρα μου βλ. νεύρα, παίζει παιχνίδια βλ. παιχνίδι, παίζει σε δύο/σε διπλό/σε πολλά ταμπλό βλ. ταμπλό, παίζει το μάτι του βλ. μάτι, παίζει το πουλί του βλ. πουλί, παίζει το τελευταίο του χαρτί βλ. χαρτί, παίζει τον παπά βλ. παπάς, παίζει/πετάει το μάτι μου βλ. μάτι, παίζουμε την κολοκυθιά βλ. κολοκυθιά, παίζω άμυνα βλ. άμυνα, παίζω άσχημο παιχνίδι σε κάποιον βλ. παιχνίδι, παίζω εν ου παικτοίς βλ. παικτός, παίζω καθαρό παιχνίδι/καθαρά βλ. καθαρός, παίζω κάποιον μονότερμα βλ. μονότερμα, παίζω κάτι κορόνα (ή) γράμματα βλ. γράμμα, παίζω κάτι στα ζάρια βλ. ζάρι, παίζω κωμωδία βλ. κωμωδία, παίζω με τα αισθήματα κάποιου βλ. αίσθημα, παίζω με τις λέξεις βλ. λέξη, παίζω μονά-ζυγά βλ. μονός, παίζω μπάλα βλ. μπάλα, παίζω στα δάχτυλα βλ. δάχτυλο, παίζω τα ρέστα μου βλ. ρέστα, παίζω το παιχνίδι του βλ. παιχνίδι, παίζω το χαρτί του ... βλ. χαρτί, τα παίζω όλα (για όλα) βλ. όλος, το παίζει ιστορία βλ. ιστορία, το παίζει μούρη βλ. μούρη, το παίζω παλαβός & κάνω τον παλαβό βλ. παλαβός, το παίζω υπεράνω βλ. υπεράνω [< αρχ. παίζω, γαλλ. jouer, αγγλ. play]

παρανάλωμα

παρανάλωμα πα-ρα-νά-λω-μα ουσ. (ουδ.) & (προφ.-εσφαλμ.) πυρανάλωμα: μόνο στη ● ΦΡ.: παρανάλωμα του πυρός/της φωτιάς (λόγ.): για κάτι που καίγεται, καταστρέφεται ολοσχερώς: Χίλια στρέμματα δασικής έκτασης έγιναν ~ του πυρός. Το σπίτι/χωριό έγινε ~ (του πυρός). Πβ. γίνεται στάχτη. [< μτγν. παρανάλωμα ‘σπατάλη, ξόδεμα’]

πέφτω

πέφτω πέ-φτω ρ. (αμτβ.) {έπε-σα, πέ-σει, προστ. πέσε, πέστε, μτχ. πε-σμένος, πέφτ-οντας} 1. κινούμαι καθοδικά, από ένα ανώτερο σε ένα κατώτερο σημείο, λόγω της βαρύτητας: ~σα (από τη σκάλα) και χτύπησα. ~σε στο πάτωμα.|| Το βάζο ~σε και έσπασε. Το κινητό τού ~σε από τα χέρια. Αεροπλάνο που ~σε λόγω βλάβης.|| (για άψυχο που αποσπάται ή αποκολλάται από κάπου) ~ουν τα φύλλα. ~σαν βράχοι στο οδόστρωμα.|| (για καιρικά φαινόμενα) ~ει (= ρίχνει) βροχή/χαλάζι/χιόνι. ~ουν αστραπές και κεραυνοί/ψιχάλες. Βλ. προσ~. ΣΥΝ. πίπτω 2. (+ σε) προσκρούω, χτυπώ πάνω σε κάτι: Πρόσεχε μην ~σεις σε καμιά λακκούβα! Έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και ~σε με δύναμη/ταχύτητα (πάνω) σε μια κολόνα (= τράκαρε). 3. βουτώ, πηδώ: ~σε με τα ρούχα στη θάλασσα. 4. (προφ.) ξαπλώνω, πλαγιάζω: ~σε για ύπνο/να κοιμηθεί.|| ~σε βαριά άρρωστος. 5. (για πρόσ.) σωριάζομαι στο έδαφος: ~σε κάτω ανάσκελα/μπρούμυτα (πβ. οριζοντιώνομαι). ~σε λιπόθυμος. ~σε ηρωικά στο πεδίο της μάχης (= σκοτώθηκε)/νεκρός/τραυματισμένος. Βλ. πεσών. 6. (προφ.) ορμώ, ρίχνομαι: ~σαν πάνω τους και άρχισαν να τους χτυπούν. 7. (συνήθ. + σε, μτφ.-προφ.) περιέρχομαι σε μια κατάσταση, συνήθ. αρνητική: ~σε σε αντιφάσεις (= περιέπεσε)/κατάθλιψη/μελαγχολία/στα ναρκωτικά. ~σαν θύματα κακομεταχείρισης/ρατσισμού. Βλ. κατα~, κακο~, ξε~.|| Ζώα που ~ουν σε χειμερία νάρκη. 8. (συνήθ. + σε, μτφ.-προφ.) υποβαθμίζομαι, υποβιβάζομαι: ~σε στη δεύτερη θέση. Η ομάδα ~σε κατηγορία. 9. (+ σε, μτφ.-προφ.) μου τυχαίνει: Έχεις ~σει σε κακή περίοδο/στιγμή/συγκυρία.|| ~σα σε προβληματική συσκευή. 10. (μτφ.-προφ.) ενδίδω, υποχωρώ, υποκύπτω: Δεν ~ (= δεν με ρίχνεις) με κάτι τέτοια! 11. (μτφ.-προφ.) χάνω την καλή μου διάθεση, μελαγχολώ: Έχω ~σει τον τελευταίο καιρό (πβ. νιώθω/αισθάνομαι/είμαι κάπως, είμαι στα ντάουν μου). ~σμένος ψυχολογικά. ~σμένο: ηθικό (= κλονισμένο). Βλ. καταπίπτω. ΑΝΤ. ανεβαίνω (5), είμαι στα πάνω μου 12. (μτφ.-προφ.) αδυνατίζω: Θέλει να ~σει από τα ... στα ... κιλά.|| Έχει ~σει η κοιλιά του (: έχασε το λίπος).πέφτει (προφ.) 1. γκρεμίζεται, καταρρέει: Το κτίριο ~σε (από τον σεισμό).|| (μτφ.) ~σαν τα τείχη που υψώνονταν ανάμεσά τους. 2. (μτφ.) παύει να αντιστέκεται (σε εξωτερικές δυνάμεις), κυριεύεται· καταργείται: ~σε το κάστρο/οχυρό/φρούριο.|| ~σαν τα εμπόδια/σύνορα. 3. κρέμεται: Πουκάμισο που ~ (= εφαρμόζει, στέκεται, στρώνει) τέλεια στο σώμα.|| Τα μαλλιά έπεφταν στο πρόσωπό/στους ώμους της (= χύνονταν). 4. (μτφ.) μειώνεται, ελαττώνεται: ~ουν οι αποδοχές (= λιγοστεύουν, μετριάζονται)/(σχολικές) βάσεις/πωλήσεις/στροφές του κινητήρα/τιμές (πβ. κατρακυλώ). ~σε (= κατέβηκε) ο γενικός δείκτης ανάπτυξης. ~σμένος ο τζίρος/τουρισμός (= μειωμένος) φέτος.|| ~σε ο αέρας (= καταλάγιασε, κόπασε)/η θερμοκρασία/στάθμη του νερού (= υποχώρησε).|| Προσπαθεί να ρίξει τη χοληστερίνη, αλλά δεν (του) ~. Του ~σε η πίεση και λιποθύμησε.|| ~ η μπαταρία/ο φακός (= αποφορτίζεται).|| ~ σιγά-σιγά το φως (= βραδιάζει). 5. (μτφ.) εκδηλώνεται έντονα ή/και αλλεπάλληλα: ~ άφθονο γέλιο. ~ουν πρόστιμα (σωρηδόν). ~σε μεγάλη εκμετάλλευση/πολλή δουλειά/πολύ ξύλο. Βλ. παρα~.|| Άρχισαν να ~ουν πιστολιές/πυροβολισμοί.|| ~σαν (= δόθηκαν) πολλά χρήματα. Να δω να ~ το παραδάκι! 6. (μτφ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) απλώνεται, επικρατεί: ~σε βουβαμάρα/θλίψη/σιωπή/το σκοτάδι (= νύχτωσε). 7. (μτφ.) ανατρέπεται, εκπίπτει: ~σε το καθεστώς/η κυβέρνηση. 8. (μτφ.) ξεσπά: ~σε (= πλάκωσε) αρρώστια/πείνα/(μεγάλη) φτώχεια. Πβ. ενσκήπτει. 9. (μτφ.) διακόπτεται (απότομα) η λειτουργία του: ~σε η ασφάλεια/ο διακόπτης/το ρεύμα/το σήμα (του σταθμού)/το φως. (ΠΛΗΡΟΦ.) ~σε το διαδίκτυο (: δεν έχω πρόσβαση). Ο σέρβερ είναι ~σμένος (= δεν λειτουργεί). 10. (μτφ.) εστιάζεται, κατευθύνεται, στρέφεται: Όλη της η προσοχή/φροντίδα ~ (πάνω) στα παιδιά της. Οι προβολείς (= η δημοσιότητα)/υποψίες ~ουν πάνω του. ΣΥΝ. επικεντρώνεται. 11. (μτφ.) βαρύνει: Οι ευθύνες ~ουν (= αναλογούν) στους αρμόδιους. Έχουν ~σει στους ώμους του τα οικογενειακά βάρη. 12. (μτφ.) προβάλλεται: ~ουν διαφημίσεις. 13. (μτφ.) τοποθετείται χρονικά ή στον χώρο: Ποια μέρα ~ η γιορτή; Το σπίτι ~ (= βρίσκεται) κοντά στη θάλασσα. (Προς τα) πού ~ το ...; ● ΦΡ.: δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω (προφ.): δίνει υπερβολική σημασία σε καθετί που λέγεται ή γίνεται: Θέλει να έχει τον τελευταίο λόγο, ~ ~. Ελέγχει τους πάντες και τα πάντα, ~ ~., μου πέφτει (προφ.): παύω να έχω στύση. ΑΝΤ. μου σηκώνεται, μου πέφτει ... (προφ.): είναι πάνω μου: Το παντελόνι ~ ~ (κάπως/λίγο) μεγάλο/φαρδύ (= μου είναι, μου έρχεται). Τα παπούτσια ~ ~ουν στενά., μου πέφτει λίγος/πολύς (προφ.): θεωρώ ότι κάποιος/κάτι δεν μου αξίζει (συνήθ. ως σύντροφος), είναι κατώτερός μου ή το αντίθετο: Τόσο ωραία γυναίκα και σου ~ λίγη; (ειρων.) Και πάρα πολύ της ~ (= της είναι υπεραρκετό)., πέφτει/πέφτουν βροχή (μτφ.): για κάτι που γίνεται με αδιάκοπη διαδοχή: ~αν ~ οι καταγγελίες/πέτρες (: η μία μετά την άλλη). Πβ. κατά ριπάς. ΣΥΝ. πάει καπνός, πάει/πηγαίνει/πέφτει σύννεφο, πέφτουν οι τίτλοι: (στο τέλος ή σπανιότ. στην αρχή ταινίας ή εκπομπής) εμφανίζονται στην οθόνη ο τίτλος και τα ονόματα των συντελεστών· κατ' επέκτ. τελειώνει κάτι: Το έργο αρχίζει απότομα, πριν καν πέσουν ~. Έφυγα πριν πέσουν ~ (του) τέλους.|| (μτφ.) ~ ~ τέλους για τον ... (: τελειώνει η καριέρα του)., πέφτω (και) στη φωτιά & (σπάν.) ρίχνομαι στη φωτιά (για κάποιον) (μτφ.): θυσιάζομαι: Για την οικογένειά μου είμαι έτοιμος να πέσω ~., την πέφτω (αργκό) 1. ξαπλώνω, πλαγιάζω: Πάω να την πέσω (λιγάκι) (= να κοιμηθώ). 2. προσεγγίζω ερωτικά: Της την έπεσε. ΣΥΝ. καμακώνω (1), τα ρίχνω, φλερτάρω (1) 3. επιτίθεμαι: Της την πέσανε τρεις τύποι, για να της πάρουν την τσάντα.|| (μτφ.) Μου την έπεσε άγρια (= μου επιτέθηκε λεκτικά, μου την είπε)., ανεβαίνουν/πέφτουν οι μετοχές κάποιου βλ. μετοχή, βούλιαξαν/έπεσαν έξω τα καράβια (κάποιου) βλ. καράβι, δεν θα (πέσω να) πεθάνω (κιόλας) βλ. πεθαίνω, δεν μου πέφτει λόγος βλ. λόγος, δεν πέφτει καρφίτσα βλ. καρφίτσα, έπεσαν σαν (τις) ακρίδες βλ. ακρίδα, έπεσε από την Ακρόπολη και στάθηκε όρθιος βλ. ακρόπολη, έπεσε από το βάθρο του βλ. βάθρο, έπεσε από τον θρόνο βλ. θρόνος, έπεσε περονόσπορος βλ. περονόσπορος, έπεσε στα μάτια (κάποιου) βλ. μάτι, έπεσε στη μαρμίτα βλ. μαρμίτα, έπεσε/έλαχε ο κλήρος (σε κάποιον) βλ. κλήρος, έπεσε/έχει πέσει να πεθάνει βλ. πεθαίνω, έρχομαι/πέφτω/βρίσκομαι μούρη με μούρη με κάποιον βλ. μούρη, έχει πέσει στα πατώματα βλ. πάτωμα, η μύτη του να πέσει, δεν θα σκύψει να τη σηκώσει/να την πιάσει βλ. μύτη, θα πέσει ο ουρανός να μας πλακώσει! βλ. πλακώνω, θα πέσουν κορμιά βλ. κορμί, κλείνει/πέφτει η αυλαία βλ. αυλαία, κολυμπάει/έπεσε σε βαθιά νερά/στα βαθιά (νερά) βλ. κολυμπώ, κόπηκε/έπεσε η γραμμή βλ. γραμμή, με κομμένα/πεσμένα (τα) φτερά βλ. φτερό, μου έπεσαν τα νεφρά βλ. νεφρά, μου ήρθε λουκούμι βλ. λουκούμι, μου πέφτει το λαχείο βλ. λαχείο, μου πέφτουν τα μούτρα βλ. μούτρο, μου τρέχουν τα σάλια/τρέχουν τα σάλια μου βλ. σάλιο, να πέσει το ταβάνι να με πλακώσει βλ. ταβάνι, όποιος σκάβει το(ν) λάκκο του άλλου/αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα βλ. λάκκος, όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος βλ. πίπτω, πάει/πηγαίνει/πέφτει σύννεφο βλ. σύννεφο, περνώ κάποιον από λεπίδι/πέφτει λεπίδι βλ. λεπίδι, πέσαμε στην περίπτωση βλ. περίπτωση, πέσε πίτα να σε φάω βλ. πίτα, πέφτει η μύτη/η μούρη μου βλ. μύτη, πέφτει μούγκα/μουγκαμάρα βλ. μούγγα, πέφτει στα χέρια κάποιου βλ. χέρι, πέφτει στην αντίληψή μου βλ. αντίληψη, πέφτει στο κενό βλ. κενό, πέφτει σύρμα βλ. σύρμα, πέφτει το μάτι/η ματιά/το βλέμμα μου (κάπου) βλ. μάτι, πέφτει τσεκούρι βλ. τσεκούρι, πέφτει/θα πέσει παντόφλα βλ. παντόφλα, πέφτουν (οι) υπογραφές βλ. υπογραφή, πέφτουν (πολλά) κεφάλια βλ. κεφάλι, πέφτουν μύτες βλ. μύτη, πέφτουν οι μάσκες βλ. μάσκα, πέφτουν/χαμηλώνουν/κατεβαίνουν οι τόνοι & ρίχνω/χαμηλώνω/κατεβάζω τους τόνους βλ. τόνος1, πέφτω από τα σύννεφα βλ. σύννεφο, πέφτω έξω βλ. έξω, πέφτω κάτω βλ. κάτω, πέφτω μέσα βλ. μέσα, πέφτω πάνω σε κάποιον/κάτι βλ. πάνω & επάνω, πέφτω στα γόνατα βλ. γόνατο, πέφτω στα μαλακά βλ. μαλακός, πέφτω στα τέσσερα βλ. τέσσερις, πέφτω στη λούμπα βλ. λούμπα, πέφτω στο κρεβάτι βλ. κρεβάτι, πέφτω στο στόμα κάποιου βλ. στόμα, πέφτω στον πειρασμό βλ. πειρασμός, πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου βλ. λύκος, πέφτω/πιάνομαι/μπλέκω/μπερδεύομαι στα δίχτυα/στα πλοκάμια κάποιου βλ. δίχτυ, πέφτω/ρίχνομαι με τα μούτρα σε κάτι βλ. μούτρο, πήγε/έπεσε να με φάει βλ. πηγαίνω & πάω, πιάστηκε (σαν τον ποντικό)/έπεσε στη φάκα βλ. φάκα, ρίχνει (νερό)/πέφτει νερό με το τουλούμι βλ. τουλούμι, ρίχνομαι/πέφτω/σέρνομαι στα πόδια (κάποιου) βλ. πόδι, ρίχνω/κατεβάζω/πέφτουν τ' αυτιά μου βλ. αυτί, στα/από τα νύχια κάποιου βλ. νύχι, τα χρήματα δεν πέφτουν από τον ουρανό βλ. χρήμα, την έπεσε/την έχει πέσει από δίπλα/από κοντά (σε κάποιον) βλ. δίπλα, το μήλο κάτω απ' τη μηλιά (θα πέσει) βλ. μήλο, φωτιά (να πέσει)/ο Θεός να με κάψει βλ. καίω [< μεσν. πέφτω < αρχ. πίπτω, γαλλ. tomber]

σπίθα

σπίθα σπί-θα ουσ. (θηλ.) 1. διάπυρο μόριο καιόμενης ύλης που απομακρύνεται με δύναμη είτε από φωτιά είτε από το σημείο τριβής ή σύγκρουσης δύο σωμάτων· ειδικότ. αναλαμπή ή φως που παράγεται από ηλεκτρική εκκένωση: Η πυρκαγιά προκλήθηκε από ~. Πυροτεχνήματα που βγάζουν ~ες.|| Ηλεκτρική ~. ΣΥΝ. σπινθήρας (1) 2. (μτφ.) οτιδήποτε αποτελεί απαρχή ή κίνητρο, ερέθισμα για κάτι: η ~ της αντίστασης/της εξέγερσης/της επανάστασης/του έρωτα/του πολέμου. Πβ. σπόρος. Βλ. αιτία, ξεκίνημα.|| ~ δημιουργίας/έμπνευσης/σκέψης. 3. (+ γεν. ουσ.) (μτφ.-επιτατ.) κάθε ελάχιστο στοιχείο που συντελεί στη διατήρηση συναισθήματος, ιδέας, ιδιότητας: ~ ζωής. Κράτησαν αναμμένη/ζωντανή τη ~ της αγάπης/ελευθερίας. Αναζωπυρώθηκε η ~ της ελπίδας. Διατηρεί μια ~ αισιοδοξίας. 4. (σπάν.-μτφ.) πανέξυπνος άνθρωπος: Είναι σκέτη ~! Πβ. αετός, ξυράφι, σπίρτο, τετραπέρατος. ● ΦΡ.: μάτια που βγάζουν/πετούν σπίθες/φλόγες/φωτιές (μτφ.): που φανερώνουν μεγάλη ψυχική ένταση ή ευστροφία. Βλ. γυαλίζει το μάτι του. [< μεσν. σπίθα < σπιθίζω]

τσεκούρι

τσεκούρι τσε-κού-ρι ουσ. (ουδ.) 1. εργαλείο με ξύλινη λαβή και πλατιά, κοφτερή λεπίδα που χρησιμοποιείται κυρ. για πελέκημα και κοπή ξύλων: (ΤΕΧΝΟΛ.) υδραυλικά ~ια. (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Πέτρινο ~. Τον απείλησε/του επιτέθηκε με ~. Πβ. μπαλτάς. ΣΥΝ. πέλεκυς (1) 2. (μτφ.-προφ.) δραστική μείωση εξόδων: ~ (= περικοπές) στις συντάξεις. ● Υποκ.: τσεκουράκι (το): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: το τσεκούρι του πολέμου (μτφ.): ένοπλη σύγκρουση ή αντιπαλότητα, διένεξη: Ξέθαψαν ~ ~ (= προκαλούν και επιτίθενται). Αποφασίσαμε να θάψουμε ~ ~ (= να συμφιλιωθούμε, να τα βρούμε). ● ΦΡ.: πέφτει τσεκούρι (μτφ.-προφ.): (για διαγωνισμούς) πολύ αυστηρή και χαμηλή βαθμολογία, μαζική απόρριψη: Θα πέσει ~ στις εξετάσεις. Έπεσε ~ στη Φυσική., φωτιά και τσεκούρι (απειλητ.): για φοβερές καταστροφές: ~ ~ σε όλους τους απατεώνες! [< μεσν. τσεκούρι(ν) < μτγν. σεκούριον < λατ. securis]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.