φωτόγραμμα φω-τό-γραμ-μα ουσ. (ουδ.): ΦΩΤΟΓΡ. φωτογραφία που λαμβάνεται χωρίς φωτογραφική μηχανή, με την τοποθέτηση του αντικειμένου πάνω σε φωτοευαίσθητο υλικό και την έκθεσή του στο φως. ΣΥΝ. φωτογράφημα (1) [< γαλλ. photogramme, 1945, αγγλ. photogram, 1934]
φωτογραμμετρία φω-το-γραμ-με-τρί-α ουσ. (θηλ.): ΤΟΠΟΓΡ. η επιστήμη και τεχνική της καταγραφής και αναπαράστασης των χαρακτηριστικών των φυσικών αντικειμένων και του περιβάλλοντος μέσω εικόνων και κυρ. αεροφωτογραφιών, η οποία έχει εφαρμογή συνήθ. στη χωρομέτρηση και τη χαρτογράφηση: αναλυτική/ψηφιακή ~. Βλ. -μετρία. [< γαλλ. photogrammétrie, αγγλ. photogrammetry]
φωτογραμμετρικός , ή, ό φω-το-γραμ-με-τρι-κός επίθ.: ΤΟΠΟΓΡ. που σχετίζεται με τη φωτογραμμετρία: ~ός: σταθμός. ~ή: απόδοση/αποτύπωση/επεξεργασία/μέθοδος/μηχανή (= φωτομηχανή). ~ές: τεχνικές (βλ. ορθοφωτογραφία). ~ά: όργανα. [< αγγλ. photogrammetric(al)]
-μετρία
-μετρία επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. επιστήμη ή τεχνική μέτρησης: ανθρωπο~/αξονο~/γεω~/εργο~/θερμιδο~/ογκο-μετρία (πβ. -μέτρηση)/σπιρο~ (βλ. σπιρό-μετρο)/στερεο~/τριγωνο~.2. σχέση μεγεθών: (αν)ισο~/(α)συμ~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.