Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • φωτόγραμμα φω-τό-γραμ-μα ουσ. (ουδ.): ΦΩΤΟΓΡ. φωτογραφία που λαμβάνεται χωρίς φωτογραφική μηχανή, με την τοποθέτηση του αντικειμένου πάνω σε φωτοευαίσθητο υλικό και την έκθεσή του στο φως. ΣΥΝ. φωτογράφημα (1) [< γαλλ. photogramme, 1945, αγγλ. photogram, 1934]
  • φωτογραμμετρία φω-το-γραμ-με-τρί-α ουσ. (θηλ.): ΤΟΠΟΓΡ. η επιστήμη και τεχνική της καταγραφής και αναπαράστασης των χαρακτηριστικών των φυσικών αντικειμένων και του περιβάλλοντος μέσω εικόνων και κυρ. αεροφωτογραφιών, η οποία έχει εφαρμογή συνήθ. στη χωρομέτρηση και τη χαρτογράφηση: αναλυτική/ψηφιακή ~. Βλ. -μετρία. [< γαλλ. photogrammétrie, αγγλ. photogrammetry]
  • φωτογραμμετρικός , ή, ό φω-το-γραμ-με-τρι-κός επίθ.: ΤΟΠΟΓΡ. που σχετίζεται με τη φωτογραμμετρία: ~ός: σταθμός. ~ή: απόδοση/αποτύπωση/επεξεργασία/μέθοδος/μηχανή (= φωτομηχανή). ~ές: τεχνικές (βλ. ορθοφωτογραφία). ~ά: όργανα. [< αγγλ. photogrammetric(al)]

-μετρία

-μετρία επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. επιστήμη ή τεχνική μέτρησης: ανθρωπο~/αξονο~/γεω~/εργο~/θερμιδο~/ογκο-μετρία (πβ. -μέτρηση)/σπιρο~ (βλ. σπιρό-μετρο)/στερεο~/τριγωνο~. 2. σχέση μεγεθών: (αν)ισο~/(α)συμ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.