Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • φόρος φό-ρος ουσ. (αρσ.): ΟΙΚΟΝ. κάθε υποχρεωτική χρηματική εισφορά που καταβάλλεται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα για την κάλυψη δαπανών του Δημοσίου: αναβαλλόμενος/αναλογικός/αναλογών (εσφαλμ. αναλογούν)/δημοτικός/έκτακτος/ελάχιστος/ενιαίος/ετήσιος/κοινοτικός/μηνιαίος/προοδευτικός ή κλιμακωτός/πρόσθετος/συμπληρωματικός/τοπικός ~. ~ δωρεάς/κεφαλαίου/κληρονομιάς/μεταβίβασης ακινήτων/πολυτελείας. Αποπληρωμή/αύξηση/δήλωση/εκκαθάριση/εξόφληση/επιστροφή/θέσπιση/κατάργηση/μείωση/παρακράτηση/προκαταβολή/συντελεστής/υπολογισμός ~ου. Άμεσοι/έμμεσοι/καταβλητέοι/λιμενικοί/παρακρατηθέντες ~οι. ~οι αεροδρομίου. Επιβολή/περικοπές ~ων. ~ επί των κερδών. Απαλλαγή από ~ο (= φοροαπαλλαγή). Υπαγωγή σε ~ο. Εισπράττει/καταβάλλει/πληρώνει ~ους. Είναι υποκείμενος/υπόχρεος σε ~ο (πβ. φορολογητέος). Πβ. δασμός, τέλος. ● ΣΥΜΠΛ.: οικολογικός/περιβαλλοντικός/πράσινος φόρος: ΟΙΚΟΛ. ο οποίος αφορά προϊόντα, υπηρεσίες ή δραστηριότητες που επιβαρύνουν το περιβάλλον. [< αγγλ. ecotax, γαλλ. écotaxe, 1992] , φόρος αυτόματου υπερτιμήματος & φόρος υπεραξίας: που επιβάλλεται στη διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης και της τιμής πώλησης ενός ακινήτου και καταβάλλεται από τον ιδιοκτήτη και πωλητή του ακινήτου., φόρος εισοδήματος: που αναλογεί στο καθαρό ετήσιο εισόδημα των φυσικών και νομικών προσώπων. [< αγγλ. income tax] , φόρος περιουσίας: που καταβάλλεται επί της καθαρής αξίας της περιουσίας του φορολογούμενου., φόρος προστιθέμενης αξίας (ακρ. ΦΠΑ): έμμεσος φόρος ο οποίος επιβάλλεται στην προστιθέμενη αξία προϊόντος ή υπηρεσίας και καταβάλλεται από τον καταναλωτή: ~ ~ στις νεόδμητες οικοδομές. Στην τιμή δεν περιλαμβάνεται ο ~ ~. [< αγγλ. value-added tax, 1935] , φόρος τιμής (μτφ.): οι τιμές που αποδίδονται συνήθ. σε νεκρό ως ένδειξη αναγνώρισης της προσφοράς του: Ο δήμος αποδίδει ~ο ~ σε έναν μεγάλο καλλιτέχνη/στη μνήμη της ... Αποτίω ~ο ~ στους ήρωες/στα θύματα του πολέμου., φόρος υποτέλειας/υποτελείας: χρηματικό ποσό που καταβάλλει μια κατακτημένη ή ημιανεξάρτητη χώρα στην κυρίαρχη., βεβαίωση φόρου βλ. βεβαίωση, κεφαλικός φόρος βλ. κεφαλικός, φόρος αίματος βλ. αίμα, φόρος κατανάλωσης βλ. κατανάλωση ● ΦΡ.: φόρου υποτελής βλ. υποτελής [< αρχ. φόρος, γαλλ. taxe, αγγλ. tax]
  • φοροσαφάρι φο-ρο-σα-φά-ρι ουσ. (ουδ.) {άκλ.} (μτφ.): εντατική διενέργεια ελέγχων για την πάταξη παρανομιών που σχετίζονται με την καταβολή φόρων: ~ για παραγραφές. Άρχισε το ~ σε τουριστικές περιοχές. Πβ. φοροκυνηγητό.

αίμα

αίμα [αἷμα] αί-μα ουσ. (ουδ.) {αίμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΙΑΤΡ. το κόκκινο υγρό που κυκλοφορεί στην καρδιά, τις αρτηρίες, τις φλέβες και τα τριχοειδή αγγεία του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών ζώων και κατ' επέκτ. των ασπόνδυλων, μεταφέροντας οξυγόνο και τις αναγκαίες για τον οργανισμό ουσίες και απομακρύνοντας τις άχρηστες: αναλυτής/απώλεια/δείγμα/θρόμβος/ίχνη/καλλιέργεια/κηλίδες/ορός/προσφορά/ροή/χορήγηση/φιάλη ~ατος. Οι λειτουργίες/τα λιπίδια/οξυγόνωση/πηκτικότητα/παράγωγα/το πλάσμα/σάκχαρο/συστατικά του ~ατος. Ασθένειες του ~ατος (βλ. αν-, λευχ-, σηψ-, υπερ-αιμία). Λεκές από ~. Ανιχνεύτηκαν υψηλά επίπεδα χοληστερόλης στο ~. Έκθεση σε μολυσμένο ~. Έδωσε/πρόσφερε ~ (: έγινε αιμοδότης). Χρειάζεται επειγόντως ~. Βγήκε/έτρεξε ~ από τη μύτη του/την πληγή. Του πήραν ~ (για εξέταση). Εμφάνισε ~ στα ούρα. Έχει πολύ ~ (: κατά την έμμηνο ρύση). Τα χέρια του γέμισαν ~/~ατα. (εμφατ.) Το κουνούπι τού ήπιε/ρούφηξε το ~. Βλ. αιμο-πετάλιο, -σφαίρια.|| (στον πληθ., για δήλωση μεγάλης ποσότητας) Τον είδε μες στα ~ατα.|| (μτφ.) Το καρπούζι είναι/στάζει ~ (: είναι πολύ κόκκινο, ζουμερό). 2. (μτφ.) ζωτική δύναμη, το ίδιο το άτομο, η ζωή του: Αυτό το σπίτι είναι το ~ του (: ο ιδρώτας, ο κόπος, ο μόχθος του). Σου έδωσα το ~ μου (: την ψυχή)/το ~ της καρδιάς μου! 3. (μτφ.) καταγωγή, συγγένεια και συνεκδ. ο συγγενής: Έχει/κυλάει αριστοκρατικό/βασιλικό/ελληνικό/τσιγγάνικο ~ στις φλέβες του. Είμαστε ένα/το ίδιο ~ (πβ. όμαιμος). (επίσ.) Εξ ~ατος διαδοχή/καταγωγή.|| (συνεκδ.) Ό, τι κι αν κάνει, είναι ~ μου και δεν μπορώ να του κρατήσω κακία. Τον πρόδωσε το ίδιο του το ~. 4. (μτφ.) φόνος: ταινίες με πολύ ~. Ζητά εκδίκηση για το ~ αθώων. Διψά για ~. (προτρεπτικά) ~ στο ~ (: ο φόνος πρέπει να πληρωθεί με φόνο, βλ. βεντέτα). Θυσίες/ποτάμι ~ατος (: για αιματοχυσία).|| Το πρώτο ~ (: οι πρώτοι νεκροί του αγώνα/πολέμου). Το ~ των ηρώων/μαρτύρων (= η θυσία). ● ΣΥΜΠΛ.: ακάθαρτο αίμα: το αίμα που περιέχει ουσίες τις οποίες αποβάλλει ο οργανισμός: Από την καρδιά το ~ ~ οδηγείται στους πνεύμονες., γαλάζιο αίμα: αριστοκρατική καταγωγή: Έχει ~ ~ (: είναι γαλαζοαίματος). Στις φλέβες του κυλά/ρέει ~ ~., δεσμός αίματος {συνηθέστ. στον πληθ.}: σχέση συγγένειας και κατ' επέκτ. δυνατής φιλίας: ~ ~ μεταξύ γονέα και παιδιού. Τους ενώνουν/συνδέουν (άρρηκτοι/ακατάλυτοι) ~οί ~.|| (μτφ.) Μεταξύ των εταιρειών υπάρχει ~ ~. [< γερμ. die Bande des Blutes] , εξέταση/ανάλυση/τεστ αίματος: ΙΑΤΡ. εξέταση δείγματος αίματος με σκοπό τον καθορισμό της ομάδας αίματος, την ύπαρξη παθολογικού ή κληρονομικού παράγοντα: γενική/διαγνωστική/ειδική/μικροβιολογική ~ ~. Ανοσολογικές/βιοχημικές/εξειδικευμένες αναλύσεις ~. ~ ~ και ούρων. ~ ~ για την ανίχνευση ιού/μεσογειακή αναιμία. Διάγνωση της νόσου με μία απλή ~ ~. Έκανε γενική (ενν. εξέταση) αίματος. [< αγγλ. blood test, 1912] , κρύο αίμα: ψυχραιμία., κύκλος (του) αίματος: διαδοχικοί φόνοι, αιματοχυσία., λήψη αίματος: ΙΑΤΡ. διαδικασία κατά την οποία λαμβάνεται αίμα με σύριγγα (για εργαστηριακές εξετάσεις). ΣΥΝ. αιμοληψία, λουτρό αίματος (μτφ.): αιματοχυσία: Σύγκρουση που εξελίχθηκε/κατέληξε σε (απίστευτο/φρικιαστικό) ~ ~ αμάχων. [< γαλλ. bain de sang] , μαύρο/σκοτωμένο αίμα (εμφατ.): το σκούρο κόκκινο αίμα ή αυτό που προέρχεται από χτύπημα ή προκαλείται από ασθένεια: Άνοιξε η πληγή και βγήκε/έτρεξε ~ ~., μετάγγιση αίματος: ΙΑΤΡ. μετάγγιση. [< γαλλ. transfusion sanguine] , νέο αίμα (μτφ.): νέοι άνθρωποι με ανανεωτικές, προοδευτικές και πρωτοπόρες ιδέες σε κάποιον χώρο, τομέα: Χρειαζόμαστε ~ ~ στον αθλητισμό/στη Βουλή. Το ~ ~ (: προσωπικό) που θα στελεχώσει την εταιρεία. [< αγγλ. new blood] , ντόπινγκ αίματος: ΑΘΛ. μετάγγιση ερυθρών αιμοσφαιρίων σε αθλητή, συνήθ. πριν από αγώνα, που του είχαν αφαιρεθεί παλιότερα, για να αυξηθεί η ικανότητα οξυγόνωσης του οργανισμού του: Έλεγχος ~ ~. [< αγγλ. blood doping, 1973] , ομάδα αίματος & (σπάν.) τύπος αίματος: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. κατηγοριοποίηση του αίματος με βάση την παρουσία ή απουσία ειδικών αντιγόνων στα ερυθρά αιμοσφαίρια: ~ ~ A, B, AB, 0. Βλ. ρέζους. [< αγγλ. blood group/type, 1916] , όρκος αίματος: όρκος που επισφραγίζεται με χύσιμο αίματος: δεμένοι με ~ο ~. Έδωσαν ~ο ~ (: για αιώνια πίστη και αφοσίωση)., πήξη του αίματος: ΙΑΤΡ. διαδικασία κατά την οποία το αίμα μετατρέπεται σε αδιάλυτο σύνολο (πήγμα): Τα αιμοπετάλια βοηθούν στην ~ ~. Βλ. αιμορροφιλία, αντιπηκτικό, προθρομβίνη., πίεση (του) αίματος: ΙΑΤΡ. πίεση που ασκεί το αίμα στα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων: αυξημένη/διαστολική/συστολική/υψηλή/φυσιολογική/χαμηλή (αρτηριακή) ~ ~. [< αγγλ. blood pressure] , το αίμα του Ιησού/Κυρίου/Χριστού: ΕΚΚΛΗΣ. ο οίνος της Θείας Ευχαριστίας: Κοινωνώ/μεταλαμβάνω (το) σώμα και (το) ~ ~., τράπεζα αίματος: χώρος συλλογής, επεξεργασίας και αποθήκευσης αίματος με σκοπό τη διάθεσή του για μεταγγίσεις και κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος οργανισμός: Δίνω αίμα στην ~ ~. [< γερμ. Blutbank] , φόρος αίματος (μτφ.): μεγάλος αριθμός βίαιων θανάτων συνήθ. σε πολεμική επιχείρηση, αιματοχυσία, ατύχημα: ~ ~ στην άσφαλτο. Βαρύ ~ο ~ πλήρωσαν οι στρατιώτες στο πεδίο της μάχης., κυκλοφορία του αίματος βλ. κυκλοφορία ● ΦΡ.: (συγγενείς/συγγένεια) εξ αίματος: με κοινή οκογενειακή καταγωγή: Έχουν/συνδέονται με συγγένεια ~ ~ δεύτερου/πρώτου βαθμού. Είναι συγγενείς ~ ~ σε ευθεία/πλάγια γραμμή. ΑΝΤ. (συγγενείς/συγγένεια) εξ αγχιστείας/από αγχιστεία, αίμα και άμμος!: (για χαρακτηρισμό έκρυθμων καταστάσεων) μεγάλη φασαρία, πολλά επεισόδια εξαιτίας οξυμμένων αντιπαραθέσεων ή έντονου φανατισμού: Έγινε ~ ~ στη διαδήλωση. Θα γίνει ~ ~ στο αυριανό ντέρμπι. Πβ. τα έκαναν γυαλιά καρφιά., ανάβουν τα αίματα: προκαλείται αντιπαράθεση, μεγάλη ένταση, θυμός: Άναψαν ~ στον αγωνιστικό χώρο/στη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου., βάζω (κάποιον)/μπαίνω στα αίματα: κινητοποιώ κάποιον να αναμειχθεί με κάτι ή παρασύρομαι να εμπλακώ σε αυτό: Τον έβαλε/μπήκε ~ να ασχοληθεί με την πολιτική., βουτηγμένος στο αίμα 1. για πρόσωπο που αιμορραγεί. 2. για εγκληματία: Είναι ~ ~ από τα αλλεπάλληλα φονικά.|| (σπανιότ.) Βούτηξε τα χέρια του ~ αθώων (: τους σκότωσε)., βράζει/κοχλάζει το αίμα (μτφ.): για μεγάλη ζωντάνια, ενεργητικότητα και έντονες ορμές: Νέοι είναι, ~ ~ τους., δεν έχει αίμα μέσα/στις φλέβες του/σταγόνα αίμα μέσα του/δεν τρέχει/κυλάει αίμα στις φλέβες του (μτφ.): δεν έχει αισθήματα, μένει ασυγκίνητος μπροστά στον ανθρώπινο πόνο: Εσύ δεν έχεις αίμα (μέσα/πάνω) σου/δεν κυλάει αίμα στις φλέβες σου! Είσαι εντελώς αναίσθητος!, δίνω/χύνω το αίμα μου (για κάποιον/κάτι): δίνω τη ζωή μου, θυσιάζομαι για κάτι: Έδωσαν ~ τους για τη λευτεριά/την πατρίδα/την πίστη., είναι/το έχω στο αίμα μου: έχω την τάση να κάνω κάτι, είναι αναπόσπαστο στοιχείο του χαρακτήρα μου, το έχω εκ γενετής: Το ψέμα είναι ~ της (: στη φύση, στο είναι της, μέσα της). [< γαλλ. dans le sang] , κάποιος/κάτι μου ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι/την πίεση (μτφ.-εμφατ.): με εξοργίζει, με κάνει έξω φρενών: Η απραξία/ο δόλος του μου ανέβασε ~. Με τα καμώματά της ~ ~., κατουρώ/ξερνώ αίμα: αποβάλλω αίμα από τα αντίστοιχα σημεία του σώματος: (κ. μτφ. ως απειλή) Θα σε κάνω να κατουρήσεις/ξεράσεις ~., κολυμπώ/πλέω/λούζομαι στο αίμα (μτφ.): είμαι γεμάτος αίμα, συνήθ. ως αποτέλεσμα μεγάλης αιμορραγίας ή πολλαπλών τραυμάτων., λερώνω τα χέρια μου με αίμα (μτφ.): διαπράττω φόνο: Λέρωσε τα χέρια του ~ αδερφικό., με αίμα (μτφ.) 1. με φόνο: Η προσβολή/ο φόνος/το αίμα θα ξεπλυθεί ~ ~. 2. με αιματοχυσία, με προσφορά, στέρηση της ζωής κάποιου (για την επίτευξη ανώτερου σκοπού): γη βαμμένη/ποτισμένη ~ ~. 3. με κόπους, με βάσανα και στερήσεις: Ό,τι απέκτησε, το απέκτησε ~ ~ (και δάκρυα/θυσίες/ιδρώτα/πόνο)., με πήραν τα αίματα (προφ.): άρχισα να χάνω αίμα, αιμορραγώ (εξαιτίας τραυματισμού)., μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματος & (λόγ.) μέχρι τελευταίας ρανίδος: για αγώνα ή προσπάθεια που γίνεται μέχρι(ς) εσχάτων: Υπερασπίστηκαν την ελευθερία ~ του αίματός τους. Θα παλέψουμε μέχρι τελευταίας ρανίδος., μου (έ)κοψε το αίμα/τη χολή & (σπάν.) μου έσπασε τη χολή (μτφ.): με τρόμαξε πολύ: Μου ~ψες ~! Ακούστηκε ένας δυνατός κρότος που του ~ ~.|| Μου κόπηκε ~ από τον φόβο (= κατατρόμαξα)., πάγωσε το αίμα (στις φλέβες) μου (μτφ.): τρόμαξα πολύ, παρέλυσα από τον φόβο: Η είδηση/ο σεισμός ~ ~ στις φλέβες μας., παίρνω το αίμα μου πίσω/πίσω το αίμα μου & παίρνω το δίκιο μου πίσω (μτφ.): εκδικούμαι: Είναι αποφασισμένος να πάρει το αίμα του πίσω για την ταπείνωση που υπέστη., πνίγω στο αίμα (μτφ.): καταστέλλω κάτι με βίαιο τρόπο, προκαλώντας τον θάνατο πολλών ατόμων: Η διαδήλωση/εξέγερση/στάση ~ηκε ~.|| Ο τόπος ~ηκε ~ από τα εχθρικά στρατεύματα (= αιματοκυλίστηκε)., πότισε με το αίμα του: θυσιάστηκε για κάτι: ~σαν ~ τους το δέντρο της λευτεριάς. ~σε την πατρική γη με ~. Η σημαία ποτίστηκε με ~ των αγωνιστών. Γη ποτισμένη με αίμα ηρώων/μαρτύρων., σιγά τα αίματα! (προφ.-ειρων.): απαξιωτική απάντηση σε απειλή ή για κατάσταση που θεωρείται σοβαρή ή προκαλεί φόβο: (καλέ) ~ ~, μας τρόμαξες! ~ ~, ρε μεγάλε/παλικαράδες!, το αίμα νερό δεν γίνεται: οι συγγενικοί δεσμοί δεν καταλύονται: Αδέρφια είναι, όσο κι αν τσακώνονται, στο τέλος τα ξαναβρίσκουν. ~ ~!, τραβάει το αίμα μου (κάτι) (μτφ.): έχω την τάση, ρέπω προς κάτι συνήθ. αρνητικό: Την τραβάει ~ του την απατεωνιά. Το τραβάει ~ του να τσακώνεται με τους άλλους., φτύνω αίμα 1. (μτφ.) βασανίζομαι σκληρά, ταλαιπωρούμαι αφάνταστα, για να επιτύχω κάτι: Καθημερινά ~ει ~ για το μεροκάματο. Έφτυσε ~ για να βγάλει το Πανεπιστήμιο/να μεγαλώσει τα παιδιά του. (απειλητ.) Θα τον κάνω να ~σει ~! Πβ. δεινοπαθώ, μαρτυρώ, παιδεύομαι, χτικιάζω. 2. έχω αιμόπτυση., χύνεται (άφθονο/πολύ) αίμα (/χύνονται ποτάμια/ποταμοί αίματος)/τρέχει (ποτάμι το) αίμα: προκαλείται αιματοχυσία, θάνατος από σκοτωμό, ατύχημα ή προσωπική θυσία: Έχει χυθεί πολύ αίμα/έχουν χυθεί ποτάμια αίματος στην άσφαλτο (: για τα θανατηφόρα τροχαία ατυχήματα).|| Θα χυθεί πολύ αίμα στον αυριανό αγώνα (ΣΥΝ. θα γίνει χαμός)!, βάφτηκε με/στο αίμα βλ. βάφω, έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα βλ. βάφω, έγραψε (κάτι) με το αίμα του βλ. γράφω, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι/η πίεση βλ. ανεβαίνω, ρουφάει/πίνει το αίμα/το μεδούλι κάποιου βλ. ρουφώ, τα χέρια του στάζουν αίμα βλ. στάζω, υπογράφω με το αίμα μου βλ. υπογράφω, χύνω αίμα/ιδρώτα βλ. χύνω [< αρχ. αἷμα, γαλλ. sang]

βεβαίωση

βεβαίωση βε-βαί-ω-ση ουσ. (θηλ.): επίσημο έγγραφο, αποδεικτικό με το οποίο βεβαιώνεται, πιστοποιείται κάτι και γενικότ. η αντίστοιχη πράξη, δήλωση: δικαστική/ιατρική/πλαστή/ψευδής ~. ~ (απο)φοίτησης/(αναλυτικής) βαθμολογίας/γνησιότητας/εγγραφής/(ασφαλιστικής/φορολογικής) ενημερότητας/επάρκειας/εσόδων/παρακολούθησης (ημερίδας)/παραλαβής/προϋπηρεσίας/Τέλους Ακίνητης Περιουσίας (ΤΑΠ). 'Εντυπο/προσκόμιση ~ης. ~ώσεις πιστοποίησης. Δόθηκε/εκδίδεται/χορηγείται ~ ότι ...|| ~ των στοιχείων του αιτούντος από έναν μάρτυρα (πβ. επανα~, επι~, επαλήθευση). Κατηγορηματική ~ (= δια~). ● ΣΥΜΠΛ.: βεβαίωση αποδοχών: ΟΙΚΟΝ. κατάσταση που δηλώνει τις απολαβές του εργαζομένου σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα: ετήσια ~ ~. ~ ~ διοικητικών υπαλλήλων/εκπαιδευτικών., βεβαίωση φόρου: ΟΙΚΟΝ. προσδιορισμός φόρου που αναλογεί σε φορολογητέα ύλη., ένορκη βεβαίωση: ΝΟΜ. διαβεβαίωση με όρκο ενώπιον δικαστικής Αρχής (ειρηνοδίκη) ή συμβολαιογράφου για κάποιο γεγονός ή πράξη. [< αρχ. βεβαίωσις, γαλλ. confirmation, attestation]

κατανάλωση

κατανάλωση κα-τα-νά-λω-ση ουσ. (θηλ.) 1. αγορά και χρήση αγαθών ή υπηρεσιών, με σκοπό την κάλυψη προσωπικών αναγκών· συνεκδ. η αντίστοιχη ποσότητα που καταναλώνεται: αλόγιστη/μαζική/συνετή ~. ~ απορρυπαντικών/λιπασμάτων. Οικιακή και βιομηχανική ~ νερού. Βλ. καταναλωτισμός, αυτο~, υπερ~, υπο~.|| Μέγιστη ~ ρεύματος. (σε κέντρο διασκέδασης:) Ελάχιστη ~ (: το μικρότερο ποσό που πρέπει να ξοδέψει κάποιος). ~ώσεις φυσικού αερίου. 2. (επίσ.) λήψη συνήθ. φαγητού ή ποτού: ~ γαλακτοκομικών/γλυκών. Άφθονη ~ υγρών. Αυξήθηκε η εγχώρια/ετήσια/παγκόσμια ~ αλκοόλ. Πβ. βρώση, πόση.|| Υπερβολική ~ φαρμάκων. Πβ. κατάχρηση, πολυφαρμακία. 3. χρησιμοποίηση ή διάθεση ενέργειας· δαπάνη, ξόδεμα: ~ θερμίδων (= κάψιμο).|| Μηχάνημα με χαμηλή ηλεκτρική ~ (βλ. βατ). Αυτοκίνητο με μειωμένη ~ καυσίμου/μέση ~ πετρελαίου ... λίτρα ανά εκατό χιλιόμετρα.|| ~ δυνάμεων/χρόνου (πβ. αφιέρωση, καταβολή).|| Δημόσια/ιδιωτική ~. ~ χρημάτων (πβ. σπατάλη). ΑΝΤ. εξοικονόμηση ● ΣΥΜΠΛ.: φόρος κατανάλωσης: ΟΙΚΟΝ. πρόσθετος φόρος στην τιμή πώλησης ενός προϊόντος: ειδικός ~ ~ (ακρ. ΕΦΚ)., προϊόντα ευρείας κατανάλωσης βλ. προϊόν ● ΦΡ.: για εσωτερική κατανάλωση: για καθετί που απευθύνεται αποκλειστικά στα μέλη ομάδας, κοινότητας· (ειδικότ.-ειρων.) για δηλώσεις που στοχεύουν στη δημιουργία εντυπώσεων στο εσωτερικό μιας χώρας, ενώ στην πραγματικότητα είναι αβάσιμες και παραπλανητικές: κριτική ~ ~. [< αγγλ. for internal consumption] , από την παραγωγή στην κατανάλωση βλ. παραγωγή [< μτγν. κατανάλωσις, γαλλ. consommation, αγγλ. consumption]

κεφαλικός

κεφαλικός, ή, ό κε-φα-λι-κός επίθ.: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με το κεφάλι: ~ός: δείκτης (: δηλωτικός του μεγέθους του κεφαλιού)/μυς. ~ή: προβολή του εμβρύου κατά τον τοκετό (βλ. ισχιακός). ● ΣΥΜΠΛ.: κεφαλική ποινή (παλαιότ.): θανατική ποινή., κεφαλικός φόρος 1. ΙΣΤ. (στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) που επιβαλλόταν σε κάθε αλλοεθνή υπήκοο: ετήσιος ~ ~. Αγγαρεία και ~ ~. Βλ. δεκάτη. ΣΥΝ. χαράτσι (2) 2. στον οποίο υπάγεται κάθε φορολογούμενος ατομικά: Αναμένεται να επιβληθεί ~ ~ στους ιδιοκτήτες ακινήτων. Πβ. κατά κεφαλή(ν). [< μεσν. κεφαλικός φόρος] [< μτγν. κεφαλικός]

υποτελής

υποτελής, ής, ές [ὑποτελής] υ-πο-τε-λής επίθ. {υποτελ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} 1. που βρίσκεται κάτω από την εξουσία κάποιου ισχυρότερου, που δεν έχει απόλυτη ανεξαρτησία: ~ής: διοίκηση/χώρα. ~ές: κράτος (βλ. επικυρίαρχος). Πβ. ανελεύθερος, υπόδουλος, υποχείριος. ΑΝΤ. αυτεξούσιος, κυρίαρχος. 2. ΒΙΟΛ. υπολειπόμενος: ~ή: γονίδια. Βλ. επικρατής. ● ΦΡ.: φόρου υποτελής: ΙΣΤ. που υποχρεωνόταν να πληρώνει φόρους στα πλαίσια καθεστώτος εξάρτησης από ισχυρότερη χώρα ή δύναμη: ~ ~είς στον Σουλτάνο. [< 1: αρχ. ὑποτελής, αγγλ. subordinate 2: αγγλ. recessive]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.